Να ενταχθεί και το ξεχασμένο Σούλι στην UNESCO...

Να ενταχθεί και το ξεχασμένο Σούλι στον Κατάλογο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO... 

Του π. Ηλία Μάκου

Θετικός είναι ο αντίκτυπος τις τελευταίες ημέρες στην Ήπειρο για την εγγραφή του Ζαγορίου, που είναι τουριστικός προορισμός,   στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Και δικαιολογημένα θα πει κανείς... Είναι μια σημαντική εξέλιξη, που όπως τονίζεται, αποτελεί αποτέλεσμα μιας πολύχρονης προσπάθειας.

Έως εδώ καλά... 

Υπάρχει, όμως, στην Ήπειρο και το ξεχασμένο Σούλι. 

Αυτό, που φωτοδότησε τον αγώνα για τη λευτεριά της Ελλάδας, αλλά και γιατί όχι, και της Ευρώπης, και έχει βαριά ιστορία.

Αυτό, που με τον τρόπο οργάνωσης και πολέμου των κατοίκων του, ανέπτυξε έναν ιδιότυπο πολιτισμό. Μάλιστα η πολεμική στρατηγική των Σουλιωτών διδάσκεται ακόμη και σήμερα σε Στρατιωτικές Σχολές του Εξωτερικού. 

Αυτό, όπου τα πηγάδια του αποτελούν μνημεία της φύσης.

Αυτό, που οι ερειπωμένες οικίες των οπλαρχηγών και των φαρών του Σουλίου έχουν τη δική τους απλή, αλλά ενδιαφέρουσα αρχιτεκτοινική.  

Δεν θα θα ήταν δίκαιο, μάλλον απαραίτητο, να υπάρξει ενδιαφέρον για την εγγραφή του Σουλίου στον Κατάλογο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO;

Θα πρέπει, το οφείλουμε στους ηρωικούς Σουλιώτες και στους αγώνες του, να ξεκινήσουν χωρίς καθυστέρηση οι διαδικασίες για την ένταξη του Σουλίου στην UNESCO, το οποίο, ούτως ή άλλως, πληροί όλες τις προϋποθέσεις προς τούτο.

Με την καρδιά πλημμυρισμένη από συναισθήματα, που συγκλονισμένη στέλνει δάκρυα ευγνωμοσύνης, θυμίαμα θυσίας,  αντικρύζει ο επισκέπτης το Σούλι. Τι να πρωτοτραγουδήσει ένας ταπεινός προσκυνητής της Σουλιώτικης γης; Τη λεβεντογέννα ανθρώπινη γενιά, που μεγαλούργησε,  ή τα αγέρωχα βουνά με την αυστηρή τους έκφραση και το άγριο μεγαλείο ή τις ανήλιαγες λαγκαδορεματιές με τις ποικίλες αποχρώσεις;

Ακριβοπληρωμένος ο αέρας του ηρωισμού πάνω στα μέρη του Σουλιού, όπου στηλίτες ασκητές της λευτεριάς, άξιοι για αιώνιο έπαινο, σε αντίθεση με εμάς τους σύγχρονους, που δε λογαριάζουμε ολότελα τιμή και αξιοπρέπεια, μες της ανήκουστης σκλαβιάς το χειροπιαστό σκοτάδι, έκαναν να καίει ζωηρή η φλόγα σ’ αυτό το βουνίσιο βωμό, όπου το αδούλωτο φρόνημα και ανίκητο ήταν και άπαρτο και σεβαστό και ιερό. Έδρασαν αποφασιστικά στην ξερή και άγονη και τραγικά μεγαλοπρεπή αυτή γωνιά της ελληνικής γης,  όπου εμπνεύστηκαν, μετουσίωσαν και ενσάρκωσαν τον φωτερότερο απ’ όλους τους σκοπούς τους, αυτόν της λευτεριάς.   Και από των πυρωμένων βράχων τη λαμπράδα μίλησαν εύγλωττα, με τη γλώσσα των όπλων, ποιοι και από ποιους ήταν και σε τι απέβλεπαν.  

Ο χρόνος άφησε την πατημασιά του πάνω στον κακοτράχαλο τούτο βράχο, που η γραμμή του ακουμπάει δυνατά στον ουρανό, φορτωμένη ερειπωμένα αρχοντικά, μισογκρεμισμένα, αλλά και ορθά, σαν τους λαβωμένους Σουλιώτες πολεμιστές, που δεν άφηναν παρά νεκροί τον αγώνα. Τυλιγμένα στην αχλύ του θρύλου και της σιωπής, έχουν αποθέσει στους αιώνες τα μυστικά τους. Λιθάρια μαυρισμένα από τις μπόρες και τη φωτιά, θυμίζουν στον επισκέπτη, πως εδώ κάποτε κατοικούσαν γίγαντες, πως η ιστορία του Σουλιού, υπήρξε και θα υπάρχει.  Ανήκει στη σφαίρα του τραγουδιού, ως ύμνος ανδρείας, ως συνώνυμο της λεβεντιάς, της ευψυχίας, της ευτολμίας, της αυταπάρνησης μέχρι θανάτου για τη θεϊκιά κι όλο αίματα πατρίδα.

Μέσα στα απομεινάρια του Σουλιού, συλλογιζόμαστε ότι διάβηκαν περισσότεροι από δύο αιώνες από τα μεγάλα εκείνα χρόνια και οι περιπέτειες, τα κατορθώματα, οι ανδραγαθίες και οι ατυχίες των Σουλιωτών, συγκινούν, συνεπαίρνουν, καθοδηγούν, διδάσκουν και δεν μοιάζουν με παλαιούς ηρωικούς μύθους.