Η
θετική απάντηση των πρώτων μαθητών στην πρόσκληση του Ιησού, όχι μόνο συγκινεί
και γίνεται παράδειγμα, αλλά κάνει τους πιστούς να εστιάσουν την προσοχή του
νου και την μελέτη της καρδιάς στην προσωπική ο καθένας πρόσκληση Σωτηρίας δια
Ιησού. Τα δύο ζευγάρια
των αδελφών μαθητών, οι: Πέτρος και Ανδρέας, μαζί με τον Ιάκωβο και Ιωάννη,
ενεργούν με τρόπο δυναμικό που υπαγορεύει ο «λόγος της καρδιάς»,
γι αυτό, «ευθέως αφέντες τα δίκτυα, το πλοίο και τον πατέρα αυτών,
ηκολούθησαν Αυτώ». Δεν
μπορούσαν βεβαίως εξ' αρχής να γνωρίζουν οι απλοϊκοί και αγράμματοι, αλλά
ειλικρινείς ψαράδες της Γαλιλαίας τι θα ακολουθούσε στη συνέχεια. Δεν ήταν
δυνατόν να συλλάβουν με το νου τους όλα αυτά τα γεγονότα της θείας οικονομίας
που έζησαν και τους συνεκλόνισαν. Αν και δεν ήσαν άσχετοι με το θέλημα του Θεού
διότι υπήρχαν μαθητές του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, όμως
διαφορετικά στο χώρο της φαντασίας είχαν πλάσει την εικόνα. Την εικόνα Αυτού
για τον οποίον ο Ευαγγελιστής αναφέρει πως «ηλπίζομεν
ότι αυτός εστίν ο μέλλων λυτρούσθαι τον
Ισραήλ» (Λουκ ΚΔ' 21). Ακριβώς λοιπόν διότι ενώ πίστευαν, δεν
γνώριζαν τι ακριβώς είναι ο Θεάνθρωπος και πώς ενεργεί, γι αυτό ενώ με την
Σταύρωση και την Ταφή απογοητεύονται, χρειάσθηκε κατόπιν να ζήσουν την Ανάσταση
και κυρίως να βιώσουν το μοναδικό γεγονός της Πεντηκοστής, ώστε να καταστούν
νέοι άνθρωποι. Να γνωρίσουν τον Ιησού όπως πραγματικά είναι και συνάμα να
μαθητεύσουν στα «μυστήρια της βασιλείας των
ουρανών» (Ματθ. ΙΓ' 11).
Οι μαθητές και μετέπειτα
Απόστολοι της Εκκλησίας με το να αφήσουν τα πάντα και να ακολουθήσουν αμέσως
τον Κύριο, απέδειξαν ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί κανείς την πρόσκληση του Ιησού
με προϋποθέσεις.
Η φράσις του Χριστού «δεύτε οπίσω μου», έχει τέτοιο και τόσο βάθος,
που αδυνατεί ο άνθρωπος εξ' αρχής να το γνωρίσει και να το προσμετρήσει. Είναι
κάτι το οποίο με τον καιρό αποκαλύπτεται και διά της χάριτος βιώνεται. Η
προσωπική πρόσκληση που απευθύνει ο Κύριος Ιησούς δια της Εκκλησίας Του, στην
κάθε ψυχή, αυτό δηλ. το «δεύτε οπίσω μου»,
συμπυκνώνει ολόκληρη την πορεία που θα διανύσει ο άνθρωπος. Ολόκληρο το στάδιο
από την πνευματική του γέννηση δια του Βαπτίσματος, έως και τον οδυνηρό
προσωπικό του Σταυρό (που είναι μετρημένος για τις δυνάμεις του), και φυσικά,
δια της υπομονής έως την Ανάσταση την Πεντηκοστή και γενικώς όλες τις εκφάνσεις
της θείας Οικονομίας που υπαρξιακώς θα βιώσει. Όλα δε αυτά τα ανακαλύπτει
κανείς στην συνειδητή και ειλικρινή του πορεία που ξεκινά με ζήλο ένθεο από το
πρώτο στάδιο της καθάρσεως, έως εκεί που η προαίρεσίς του θα επιτρέψει στην
χάρη του Θεού να τον καθοδηγήσει.
Απλά πριν περάσουμε στις υψηλές
και δυσθεώρητες καταστάσεις που μας περιγράφουν οι Άγιοι οι οποίοι έφθασαν στον
φωτισμό και αγγίζουν τα κράσπεδα της Θεώσεως, ας αναρωτηθούμε στο ξεκίνημα ή
και στην πορεία της οδού του Κυρίου που επιλέξαμε ή ακόμα στο ανέβασμα του
«φρικτού μας Γολγοθά», εμείς πώς αντιλαμβανόμαστε τον Κύριο; Έχουμε πραγματικά
γνωρίσει τον Ιησού; Μήπως αντί αυτού του Κυρίου που είναι η Κεφαλή της
Εκκλησίας μας, Αυτόν για τον οποίον αναφέρει το Ευαγγελικός λόγος και
βιωματικώς γνώρισαν και ζουν οι Άγιοι της Ορθοδοξίας μας, εμείς έχουμε αντ'
Αυτού κάτι διαφορετικό μέσα μας που αλλοιώνει στην ύπαρξή μας «Αυτό το πρόσωπο του Ιησού»;
Ίσως παραξενεύουν ή και σοκάρουν
τα παραπάνω ερωτήματα. Είναι όμως πραγματικά και βοηθούν ώστε να σπάσει η
κρούστα του υποκειμενισμού που καλύπτει την πλάνη σε πάρα πολλές περιπτώσεις.
Και εννοείται ότι στο επίπεδο αυτό που αγγίζουμε το θέμα, δεν έχουμε εμπρός μας
όσους δυστυχώς αρνούνται την πρόσκληση του Ιησού. Δεν βλέπουμε απίστους, άθεους
και διώκτες της Εκκλησίας, αλλά ήδη βρισκόμαστε εντός του χώρου του Σώματος κι
ατενίζουμε προς «τα άγια των αγίων». Γι
αυτό και περισσότερο προσεκτική ανασκόπηση του θέματος, θα μας οδηγήσει όχι
μόνο στον καθηγητή της ερήμου, τον Μέγα Αντώνιο, ο οποίος λέγει πως «μπορεί κανείς να βρίσκεται εκατό έτη μέσα στο κελλί του και
τελικώς να μη γνωρίζει την ουσία της μοναχικής ζωής», αλλά θα μας
προβάλλει και τον αφυπνιστικό λόγο του Κυρίου μας, ότι «πολλοί ερούσι μοι εν εκείνη την ημέρα· Κύριε Κύριε, ου τω
σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω σω
ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνω
υμάς...» (Ματθ. Ζ' 22-23).
Μετά λοιπόν από τον συγκλονιστικό
λόγο του ίδιου του Κυρίου, επανέρχεται περισσότερο δυναμικά το ερώτημα.
«Γνωρίζουμε ακριβώς Ποιόν ακολουθούμε και έχουμε επίγνωση Ποιου
είμαστε οπαδοί;»
Ήδη είπαμε για τους μαθητές, ότι
παρά την ολοπρόθυμη αποδοχή της προσκλήσεως δεν είχαν την ορθή γνώση περί του
Χριστού και τούτο φαίνεται από πλείστα όσα σημεία των Ευαγγελικών διηγήσεων, ιδίως όμως το
βλέπουμε στην παρεξήγηση που συνέβη μεταξύ των μαθητών για το θέμα της «πρωτοκαθεδρίας» (Ματθ. Κ' 20-21). Αλλά αυτά
συνέβησαν προ της Πεντηκοστής.
Εμείς τώρα, γνωρίζουμε έστω και
στοιχειωδώς τη βασική δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας;
Γνωρίζουμε επί παραδείγματι
Τριαδολογία και Χριστολογία;
Έχουμε γνώση περί Θεοτόκου, περί
Εκκλησιολογίας, Σωτηριολογίας και Εσχατολογίας; Και εάν όχι, τότε πώς
ανεχόμαστε να γνωρίζουμε τόσα και τόσα, να λαμβάνουμε καθημερινώς ουδέτερες ή
και επιζήμιες γνώσεις και να αγνοούμε αυτά που είμαστε υποχρεωμένοι όσο το
δυνατόν περισσότερο να γνωρίζουμε; Μα, εάν δεν γνωρίζουμε το δόγμα, πώς στην
συνέχεια θα έρθει το ορθό βίωμα που μας παραδίδουν οι Άγιοι;
Ίσως περισσότερο από ποτέ ισχύει
η στενόχωρη διαπίστωση του Μ. Βασιλείου ότι «Τεχνολογούσι,
ου θεολογούσιν οι άνθρωποι». Αυτή είναι η σκληρή και οδυνηρή
πραγματικότητα, η άγνοια του Χριστού υπό των Χριστιανών, με αποτέλεσμα, όπως
έλεγε σύγχρονος Άγιος, σήμερα, ο κόσμος να έχει γεμίσει «βαπτισμένους ειδωλολάτρες». Να προσθέσουμε
ακόμα ότι κάποιους τους βολεύει αυτή η απαράδεκτη κατάσταση και πως πάνω στην
παχυλή αυτή άγνοια, οικοδομούν το φρικτό οικοδόμημα της πλάνης, και επενδύουν
απολύτως στον ψευδοσυναισθηματισμό των πιστών; Και αυτό επίσης είναι μιά σκληρή
και άθλια πραγματικότητα, η οποία όμως αλλάζει άρδην όταν ο πιστός αρχίζει να
μελετά στα σοβαρά την κλίση του, να
μελετά και να γνωρίζει την πίστη του και φυσικά να καθοδηγείται υπό
αυθεντικών ποιμένων.
Φαίνεται πως δεν έχουμε
συνειδητοποιήσει ακόμα ή όσο πρέπει ότι ο όλος αγώνας· ο προσωπικός αλλά και οι
αγώνες στην πορεία της Εκκλησίας μας, συγκλίνουν στο να γνωρίσει ο πιστός
ολοένα και περισσότερο το Θεανδρικό πρόσωπο στου οποίου την πρόσκληση «δεύτε
οπίσω μου» απαντήσαμε θετικά. Αλλοίμονο δε εάν μια ζωή ολάκαιρη, παρά την
αποδοχή μας, παραμείνουμε «καταρτίζοντες τα δίκτυα» της καθηκοντολογίας και
αυτής της «Εκκλησιαστικής δεοντολογίας του πρωτοκόλλου».
Αποτελεί κατάντημα το να προσέχει
ο πιστός απλώς την «ισορροπία των σχέσεων και των θεσμών και της λεπτής και
διακριτής κοινωνίας Εκκλησίας και Κράτους». Και τρισαλλοίμονο εάν οι διάδοχοι
των Αγίων Αποστόλων αποκτήσουν μια δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία ή αποστεωθούν
μέσα σε «ποικίλες τάσεις γεροντισμού» και κοινωνικού συμβατισμού.
Αλλά για ν' αποφευχθούν όλα αυτά,
θα πρέπει να δώσουμε το χέρι στους Αποστόλους. Η Αποστολική απλότητα και ο
Πατερικός ζήλος, θα πρέπει να γίνονται σύνθημα σε κλήρο και λαό. Έτσι με αυτές
τις προϋποθέσεις και τις προδιαγραφές της Ορθοδόξου και αγιαστικής ζωής,
μπορούμε να ξεκινήσουμε μετά το ολοκάρδιο “ΝΑΙ”
στον Ιησού, την γνώση του Κυρίου μας.
Αδελφοί μου. Οι
διάδοχοι των Αποστόλων, δεν μπορεί να είναι απλοί διαβιβαστές των ιστορικών
γεγονότων της Βιβλικής Ιστορίας και της Διδασκαλίας του Ιησού. Ούτε πάλι οι
πιστοί μπορούν να είναι άνευροι αποδέκτες των ουρανίων μηνυμάτων και να
παραμένουν ασυγκίνητοι εμπρός στο μοναδικό πρόσωπο του Χριστού.
Ο ίδιος ο Κύριος
στους αποστόλους της κάθε εποχής διαβεβαιώνει πως θα τους κάνει «αλιείς ανθρώπων»!
Τούτο δηλώνει μια ιδιαίτερη δημιουργική πράξη, μια ανάπλαση και ένα χάρισμα που
όμως χρειάζεται και ο ίδιος ο άνθρωπος να το καλλιεργεί και να το
«αναζωπυρώνει» ακαταπαύστως και ισοβίως.
Αλλά και το Σώμα της
Εκκλησίας χρειάζεται να ενδιαφέρεται για τους ποιμένες και διδασκάλους του. Να
προσεύχεται και να προσέχει αναδεικνύοντας νέους διαδόχους στο πνεύμα των
Αποστόλων, αποκλείοντας ταυτοχρόνως όσους έκαναν λάθος και αντί για κάπου
αλλού, βρέθηκαν καταμεσής στα άγια των αγίων βλασφημώντας το Ιερόν θυσιαστήριον.
Έτσι λοιπόν δεν θα
ακούγεται τόσο το παράπονο μιας ψυχής που έλεγε «αργά σε έγνων Κύριε», αλλά
ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας θα αναμέλπει την λειτουργική ευχή «Ευχαριστούμεν
σοι, Κύριε ο Θεός των σωτηρίων ημών, ότι πάντα ποιείς εις ευεργεσίαν της ζωής
ημών, ίνα δια παντός προς σε αποβλέπωμεν, τον σωτήρα και ευεργέτην των ημετέρων
ψυχών...».