Να επιστρέψουμε οι άσωτοι...

Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Δεν υπάρχει άνθρωπος που θα μελετήσει την Παραβολή του Ασώτου Υιού και δεν θα αισθανθεί συγκίνηση μέσα στην καρδιά του. Και έχει μεγάλη δόση αληθείας αυτού που έχει λεχθεί για την παραβολή αυτή, ότι, εάν υποθετικώς, ολόκληρο το Ευαγγέλιο χανόταν, και
μόνο αυτό το κείμενο της επιστροφής του Ασώτου θα παρέμενε, αυτό και μόνο θα ήταν δυνατόν να το αναπληρώσει. Κυριακή του Ασώτου, και η Αγία μας Εκκλησία μας προετοιμάζει για τα πνευματικά αγωνίσματα μέσα στο ευλογημένο στάδιο του Τριωδίου και της Αγίας Τεσσαρακοστής. Από τα πολλά μηνύματα που μας δίνει ο λόγος του Θεού, εμείς θα σταθούμε σε ένα καίριο που έχει να κάνει με εμάς τους ίδιους και την αγάπη του Θεού.
Και αυτό δεν είναι, παρά η επιστροφή του ανθρώπου στο Θεό.
Αυτός ο βαθύτατα υπαρξιακός λόγος του ασώτου:
“αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου”, πόσα δεν έχει να μας πει, όταν μάλιστα έχουμε γευθεί τα πικρά και μολυσμένα ξυλοκέρατα της αμαρτίας;

“εις εαυτόν ελθών” είπε με την καρδιά του, “πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι!”
Η φράση αυτή αποτελεί την πρώτη κίνηση σωτηρίας, μετά την αφύπνιση και την τραγική διαπίστωση που προηγήθηκε όταν ήλθε λοιπόν σε συναίσθηση. Εάν δεν υπάρξει αυτή η κατάσταση στην ψυχή του ανθρώπου, εάν δεν καταρτισθεί αυτή η πνευματική βάση, είναι αδύνατον στην συνέχεια να υπάρξει και η οικοδομή.
Τον πρώτο καιρό βεβαίως ήταν αδύνατον να το παραδεχθεί ο άσωτος. Μεθυσμένος από την απάτη των ηδονών και μπλοκαρισμένος ο ηγεμόνας νους από τον εγωισμό, δεν άφηνε ελεύθερη την καρδιά. Όταν όμως άδειασε το ποτήριον της “ευτυχίας” και η γλώσσα άρχισε να γεύεται τον “άψινθο” της αμαρτίας, όταν η ύπαρξη αισθάνθηκε για τα καλά την στέρηση της χάριτος, τότε ξεκίνησε να λειτουργεί και πάλι η συναίσθηση της πραγματικότητας. Και η πραγματικότητα αυτή είναι τόσο σκληρή και τραγική, που χρειάζεται ιδιαίτερη βοήθεια και προστασία της Θεϊκής αγάπης, ώστε να μην πέσει η ψυχή στην καταραμένη απογοήτευση που δεν αφήνει πισωγύρισμα.
“πατρικήν οικίαν”; Όχι, δεν θα το κάνουμε αυτό, και τούτο, για να μην μολύνουμε την όλη ατμόσφαιρα. Μας φθάνει ότι αυτός ο άσωτος, όταν συνειδητοποίησε το πώς ζούσε μέσα στην ακαθαρσία των χοίρων, (έβοσκε δηλ. στην ακαθαρσία των παθών και κυλιόταν στο βούρκο των δαιμόνων), αηδίασε τον ίδιο του τον εαυτό.
Να σταθούμε τώρα στο να περιγράψουμε ή απλώς να ρίξουμε μια φευγαλέα ματιά, στο τι έζησε ο νεότερος υιός, φεύγοντας από την
Θα φύγουμε λοιπόν μαζί του από το χοιροστάσιο του εγωισμού και της ανυπακοής προς τον Πατέρα, διότι ήδη έφθασε η ώρα της Χάριτος. Τώρα πλέον με ευλογημένη δέηση, ικεσία και καρδιακή κραυγή, φωνάζουμε μαζί με τον άσωτο, εμείς οι “κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση” άσωτοι και αποστάτες: “Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ”.
Δόξα τω Θεώ! Μετά τη συναίσθηση και την μετά ιερού πείσματος αποστροφή της αμαρτίας και της αποστασίας, μετά την παρά φύσιν κατάσταση, επέρχεται η κατά φύσιν εκζήτησις του θείου ελέους. Σ' αυτό ακριβώς το έλεος, στην ευσπλαχνία και στη μακροθυμία του Πατρός, του Θεού, κατέφυγαν και καταφεύγουμε όσοι ματώσαμε τα πέλματά μας στα αιχμηρά ακρόβραχα του απαίσιου εγωισμού, και δηλητηριάσαμε την ύπαρξή μας στα αγκάθια των συμφορών.
Ναι, σ' αυτό το θείον έλεος της αγάπης του Θεού, διότι αυτό ζωντανεύει την ελπίδα μας. Οι ανεξάντλητοι οικτιρμοί του Υιού του, η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και η αγάπη του Πατρός είναι το καταφύγιό μας.
Και ομολογουμένως, αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι ο άσωτος δεν γυρίζει στον Πατέρα με αξιώσεις. Τέτοια πράγματα ούτε κατά διάνοια επιτρέπει να τον αγγίξουν. Δείχνει έμπρακτα την συγκλονιστική του μετάνοια με την φράση: “ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου”. Δεν ζητώ πλέον τίποτε άλλο, παρά να μακροθυμήσεις. Είμαι ευτυχισμένος εάν η ευσπλαχνία Σου με δεχθεί ως ένα από τους υπηρέτες Σου... Το μόνο που σου ζητώ είναι το έλεός σου, Θεέ μου. Το μέγα σου έλεος!
Όταν ο άνθρωπος φθάσει σε αυτή την κατάσταση, όταν δηλ. συνειδητοποιήσει, όσο βεβαίως το δυνατόν, τι είναι το έλεος του Θεού, τότε βιώνει τέτοιες καταστάσεις, μέσα στην ύπαρξή του που είναι εντελώς αδύνατον να περιγραφούν ακόμα και από τον πλέον ταλαντούχο άνθρωπο.
Και ακριβώς, επειδή η αίτησις του θείου ελέους, επιβεβαιώνει την ταπείνωσή μας, ελκύει επάνω μας την χάρη του Κυρίου. Η χάρις δε αυτή, το Μέγα Έλεος δηλ. θα μας ενισχύει στον ανηφορικό αλλά όμορφο δρόμο της λυτρώσεως, τον οποίο θα βαδίζουμε έως και της τελευταίας μας πνοής.
Εξυπακούεται τώρα ότι χρειάζεται και κάτι άλλο, το οποίο είναι απολύτως αναγκαίο και εκ των ων ουκ άνευ, μετά την ευλογημένη μας επιστροφή. Και αυτό είναι, μέσω του Ιερού μυστηρίου της εξομολογήσεως, μέσω δηλ. του λουτρού της ψυχής, η σταθερή και αταλάντευτη απόφαση, να ζήσουμε στο εξής κάτω από την υπακοή του Κυρίου.
Δεν είναι αδελφοί μου μόνο το να συνειδητοποιήσουμε ότι θλίψαμε την αγάπη του Θεού και αποδιώξαμε την ζωοποιό χάρη. Ούτε μόνο η αποστροφή της ρυπαράς αμαρτίας, που ακολουθεί ως δευτέρα βαθμίδα της κλίμακας.
Κατόπιν της εκζητήσεως του Θείου ελέους και της ψυχικής μας «παλιγγενεσίας», δια της ομολογίας των αμαρτιών, είναι απαραίτητη η υπακοή δηλ. η εφαρμογή του Παναγίου και σωστικού θελήματος του Θεού, ό,τι κι αν αυτό μας κοστίσει. Και η υπακοή στο θέλημα του Θεού, παρά το ότι ίσως ακούγεται ως απλό θέμα, στην ουσία του αποτελεί ολόκληρη πνευματική επιστήμη..
Οι Άγιοι που έχουν ευθυγραμμίσει την ζωή τους σ' αυτήν ακριβώς την υπακοή, έχουν πολλά να μας διδάξουν.
Χρειάζεται άραγε να τονίσουμε πως η μετάνοια και η επιστροφή, η εκζήτησις του θείου ελέους και κατ' επέκτασιν η υπακοή στο γενικό αλλά και στο προσωπικό για εμάς θέλημα του Θεού, είναι κάτι που δεν παίρνει αναβολή;
Πόσο δίκαιο είχε ένας άγιος όταν έλεγε: “όπου βλέπετε αναβολή μετανοίας, εκεί κρύπτεται ανειλικρίνεια”. Ο λόγος ορισμένων, παρά το ότι βλέπουν ξεκάθαρα πού οδηγεί ο δρόμος της αποστασίας: “έχουμε καιρό, αργότερα η εξομολόγηση...”, αποδεικνύει ότι ουσιαστικά παίζουν με τη σωτηρία τους. Αλλά όποιος παίζει με τα θέματα αυτά, μυκτηρίζει τον Θεό, ο οποίος περιμένει βεβαίως έως το τέλος της ζωής του τον αμαρτωλό. Όμως, κατόπιν αυτού του σταθμού, η αμετανόητη ψυχή, δέχεται τις συνέπειες της ελεύθερης επιλογής της. Τουτέστιν κατατάσσεται στον χώρο για τον οποίο καταρτιζόταν όσο ο άνθρωπος ζούσε βιολογικώς.
“Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας” (Β' Κορ. στ' 2), θα πρέπει να μην αφήνει περιθώρια συνειδησιακής χαλαρώσεως, διότι έτσι ο άνθρωπος κινδυνεύει να περάσει τον δρόμο που δεν έχει επιστροφή και ονομάζεται πνευματική αναισθησία.
Γι' αυτό και ο Αποστολικός λόγος
Δηλ. να τραυματίζεται, να γίνεται ψυχικά αιμόφυρτος και να μην αισθάνεται απολύτως τίποτε.
Να έχει υποστεί τέτοια πώρωση και τέτοιου είδους διαστροφή στις ψυχικές του αισθήσεις, ώστε τα ξυλοκέρατα να φαίνονται ως η πλέον γευστική τροφή, και η βρωμιά των χοίρων να φαντάζει ως άρωμα και ευωδία.
Αδελφοί μου, όπως θυμόμαστε πολύ καλά, σαν να το βλέπουμε μπροστά μας, όταν εκείνο το πρωινό ο αδελφός μας Άσωτος, αποφάσισε να φύγει από την πατρική μας οικία, διότι δεν άντεχε στην θερμή αγάπη του Πατέρα μας, εμείς, χωρίς συζήτηση “αδελφική αλληλεγγύη γαρ”, αμέσως τον ακολουθήσαμε. Δεν αφήσαμε ίχνος από τα βήματά του που να μην το ακολουθήσουμε. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα αποδεικνύαμε ότι παραμέναμε «πιστοί αδελφοί», που και ο ίδιος αισθάνθηκε έκπληξη. Αλησμόνητο επίσης παραμένει, ότι μας φιλοξένησε εκεί, στο ίδιο του το σπίτι, στην οδό “Απωλείας” (θυμάστε, στο ευρύχωρο εκείνο σπίτι...). Μας συμπεριφέρθηκε με τέτοια αδελφική γαλαντοσύνη στις σύντομες καλές ημέρες, που εμείς ξεπεράσαμε την αρχική συμπαράσταση και φτάσαμε στον ανταγωνισμό μαζί του. Και εκείνος, δεν μας μάλωνε...
Τις δε άσχημες ημέρες της ποικίλης πενίας, όταν κατέφθανε ράκος από την πείνα και την κούραση, εμείς, αντί χαιρετισμού, πέφταμε επάνω στα λιγδιασμένα από την βρωμιά ρούχα του, μπας και βρούμε κανένα μισοφαγωμένο ξυλοκέρατο. Κι όταν το βρίσκαμε, το καταβροχθίζαμε δίχως ούτε ένα ευχαριστώ. Και πάλι αυτός δεν μιλούσε... Σωριαζόταν σε μια γωνιά εξαντλημένος, για να ξεκουράσει λίγο τη χαμένη του ύπαρξη.
Τι λέτε λοιπόν, τώρα που αποφάσισε το ταξίδι της οριστικής και αμετάκλητης επιστροφής, εάν εμείς δεν τον συνοδεύσουμε στην “οδόν της προτέρας δόξης” και τον αφήσουμε μόνο του, αυτό δεν θα αποτελέσει ανεπίτρεπτη συμπεριφορά προς τον ίδιον, και προσβολή στην Πατρική αγάπη και αγκαλιά που τόσο πολύ μας περιμένει και μας λαχταρά;