Οι Τούρκοι έκαναν πολλές προσπάθειες, λόγω της στρατηγικής τους σημασίας, να κατακτήσουν τα παράλια της Θεσπρωτίας και τα Επτάνησα, οι προσπάθειες των Τούρκων απέτυχαν, λόγω της σθεναρής αντίστασης των Βενετών και των Κερκυραίων.
Επομένως, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι τα παράλια της Θεσπρωτίας, καθώς και η ενδοχώρα για την οποία δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον από τους εκάστοτε διεκδικητές της, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ανίκανε στους Βενετούς.
Οι Βενετοί για να γεφυρώσουν τον Καλαμά, κατασκεύασαν δύο πετρόχτιστα γεφύρια.
Το πιο παλιό και το μεγαλύτερο ζευκτό γεφύρι του Καλαμά που κατασκεύασαν οι Βενετοί το 1620, βρίσκεται γκρεμισμένο σήμερα κοντά στο χωριό Νεράιδα (Μενίνα). Γεφύρωνε τον Καλαμά σε μια πολύ ανοιχτή περιοχή κι εξυπηρετούσε το δρόμο Φιλιάτι Παραμυθιά. Ήταν πολύτοξο γεφύρι με 4 ή 5 τόξα.
Την ίδια περίπου χρονική περίοδο, κατασκεύασαν και το παλιό γεφύρι της Μπολιάνας-Οσδίνας με τρεις πέτρινες κολώνες και ξύλινο οδόστρωμα. Τα δύο γεφύρια που εντάσσονται στην μεταβυζαντινή περίοδο καταστράφηκαν, κατά πάσα πιθανότητα, στα τέλη του 18ου αιώνα που οι Βενετοί αποχώρησαν οριστικά από τα παράλια της Θεσπρωτίας και την ενδοχώρα και η περιοχή περιήλθε στα χέρια των Τούρκων. Μετά την καταστροφή των γεφυριών του Καλαμά, οι κάτοικοι για να περάσουν από τη μία όχθη του ποταμού στην άλλη, χρησιμοποιούσαν μια απλή αυτοσχέδια βάρκα, η οποία εγκυμονούσε κινδύνους και οι ταξιδιώτες κινδύνευαν να παρασυρθούν από τα ορμητικά νερά του ποταμού.
Μερικές δεκαετίες αργότερα για να διαβούν το ποτάμι, χρησιμοποιούσαν απλές βάρκες που τις γέμιζαν με άμμο για να μην τις παρασύρουν εύκολα τα ορμητικά νερά του Καλαμά.
Και από τις πρώτες δεκαετίες του 1900 τους ταξιδιώτες εξυπηρετούσαν πέντε περαταριές (αλβανικά Λούντρα), δύο στη Μενίνα (Νεράιδα), μία στη Βροσύνα, μία στη Βρυσέλλα και μία στο Ράι.
Η περαταριά που αντικατέστησε την απλή βάρκα, ήταν μια ξύλινη κατασκευή με επίπεδη καρίνα, ώστε να είναι δύσκολη η ανατροπή της. Στην πλώρη έφερε έναν ξύλινο στύλο, ο οποίος συνδέονταν με τροχαλία με ένα σχοινί το οποίο ήταν δεμένο σε δέντρα στις δυο όχθες του ποταμιού, ώστε να μην παρασυρθεί από το ρεύμα η σχεδία και ταυτόχρονα να διευκολύνεται η κίνησή της κάθετα στα νερά του ποταμού. Μπορούσε να εξυπηρετήσει ανθρώπους και φορτηγά ζώα και αργότερα, όταν η κατασκευή της τυποποιήθηκε μπορούσε να μεταφέρει και μικρά αυτοκίνητα από τη μια όχθη στην άλλη.
Μαζί με τις περαταριές χρησιμοποιούνταν το πιο απλό σύστημα της «καλάθας» σχεδόν σε όλο το μήκος του Καλαμά.