Τελέστηκε το εξάμηνο μνημόσυνο του αοιδίμου Μητροπολίτου Βερατίου κυρού Ιγνατίου
Του π. Ηλία Μάκου
Εξάμηνο μνημόσυνο εψάλη, την Κυριακή 19 Ιανουαρίου, για τον αοίδιμο Μητροπολίτη Βερατίου Ιγνάτιο, στον μητροπολιτικό ναό αγίου Δημητρίου Βερατίου.
Χοροστάτησε ο διάδοχός του, Μητροπολίτης Άστυ, ο οποίος τέλεσε και τρισάγιο στον τάφο του, που βρίσκεται στον προαύλιο χώρο του καθεδρικού ναού.
Ήταν Σάββατο του 1998, όταν έγινε στην πόλη του Βερατίου η ενθρόνιση και εγκατάσταση του Μητροπολίτη Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης Ιγνατίου, από τον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος, παρόντων των εκπροσώπων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Μητροπολιτών Πέργης Ευαγγέλου και Φιλαδελφείας Μελίτωνα.
Την Τρίτη 23 Ιουλίου 2024 η γη του Βερατίου δέχθηκε το σώμα του Ορθόδοξου Επισκόπου, ενώ η ψυχή του ευάρεστε
Ανοίχτηκε στην ποιμαντική διακονία της Μητροπόλεώς του, δίχως δείλιασμα και φόβο στην καρδιά.
Προχώρησε στο πέλαγος των δυσκολιών, νιώθοντας ότι τον κρατούν του Πλάστη και Πατέρα του η γαλανή αγκαλιά και τα σταθερά χέρια του κ. Αναστασίου.
Όταν τα έργα μιλούν, τα λόγια δεν προσφέρουν τίποτε παραπάνω από το να περιγράψουν αυτά τα έργα.
Μόνο την γλώσσα των έργων εννοούν στην εποχή μας οι άνθρωποι.
Τα έργα του Ιγνατίου γίνονταν σεμνά και αθόρυβα. Μέσα στην σκέψη του Ιγνατίου στριφογύριζε διαρκώς ο πατερικός λόγος: «Να χαίρεσαι όταν κάνεις το καλό. Αλλά να μην υπερηφανεύεσαι, μη τυχόν και ναυαγήσεις μέσα στο λιμάνι».
Μιλώντας την αρβανίτικη και με σύνθημά του προς τους Αλβανούς: “Ό, τι και αν είστε εμείς σας αγαπάμε", δημιούργησε ελπίδα στον πονεμένο λαό.
Τι ωραίος και ουσιώδης προσανατολισμός αυτό! Δημιούργησε ελπίδα, γιατί έκανε να χτυπήσει η αγάπη του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων.
Ήταν δοσμένος ολοκηρωτικά στην αγάπη. Στο έλεος. Στεκόταν σαν ένας Σίμωνας Κυρηναίος και ένας «παρεστώς» σ’ όποιον αναστέναζε. Σ’ όποιον πάλευε για να σταθεί όρθιος.
Η πολύπλευρη προσφορά του κυρού Ιγνατίου, όπως ομολογείται απ’ όλους, ανακούφιζε την τοπική κοινωνία, ενθάρυννε τους ανθρώπους και τους ωθούσε με δύναμη προς τα άνω, προς μια ζωή περισσότερο πνευματική, περισσότερο ανθρώπινη.
Το αξιοθαύμαστο είναι ότι ο Σεβασμιώτατος δεν πίστευε πως συντελεί κάτι μεγάλο. Την οφειλή μας προσπαθούμε να ξεπληρώνουμε, έλεγε. Την οφειλή της αγάπης προς τον πλησίον, κοινό χρέος όλων μας. Απλά «ο οφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν».
Νομίζουμε ότι στην πράξη εφάρμοζε χωρίς αμφιταλαντεύσεις τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Το πιο θεϊκό πράγμα που διαθέτει ο άνθρωπος είναι το να ευεργετεί. Το να κάνει το καλό. Μπορείς να γίνεις θεός, χωρίς να κοπιάσεις καθόλου. Μην χάσεις την ευκαιρία της θεώσεως που σου δίνεται μέσα από την άσκηση της αγάπης».
Με στοργή το βλέμμα τουαγκάλιαζε όλους, κυρίως τους νέους, όλες τις ώρες. Την ώρα, που κάποια απορία, βασάνιζε το μυαλό τους, στεκόταν δίπλα τους, σαν σοφός δάσκαλος, για να τους δώσει τη λύση. Και άλλοτε πάλι, που ένιωθαν κάπως αδύνατοι κι ανήσυχοι, σας εύσπλαχνος Πατέρας, τους σεχόταν στην αγκαλιά του, για να τους προστατεύσει από κάθε κίνδυνο. Μαζί τους στις χαρές και στις λύπες τους.