ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ: "Βουτιά" στην καρδιά μας και στα έθιμά μας...

Του π. Ηλία Μάκου


Με αφετηρία το νέο έτος, πρέπει να ψάξουμε να βρούμε την αληθινή ζωή, γιατί, τελικά, ζούμε με ψευδαισθήσεις. 

Η Πρωτοχρονιά, δεν είναι τίποτε άλλο από τη φωνή της ελπίδας, την οποία, δυστυχώς, με βουλωμένα τα αυτιά μας δεν την ακούμε.

Ας προσπαθήσουμε το νέο έτος να καθαρίσουμε οτιδήποτε λερώνει και κηλιδώνει και βρωμίζει τις ψυχές μας.

Θα βρούμε το αληθινό νόημα της πρωτοχρονιάς  αν διώξουμε το ψέμα από τα χείλη μας, που έχει γίνει ψωμοτύρι. Δεν μπορεί να γίνει πλέον κατανοητό, πότε λέει κάποιος ψέματα και πότε αλήθεια.

Θα το βρούμε αν διώξουμε από μέσα και από γύρω μας την ανειλικρίνεια. Σε πλησιάζει ο άλλος και δεν ξέρεις αν πρέπει να τον αντιμετωπίσεις ως εχθρό ή ως φίλο.

Θα το βρούμε  αν δεν υποκύπτουμε, δεν συμβιβαζόμαστε, δεν βουτάμε στις αδυναμίες μας, αν  δεν στεκόμαστε στα τυπικά και αποφεύγουμε τα ουσιαστικά.

Ας ζεστάνουμε τις παγωμένες συνειδήσεις μας και ας γυρέψουμε ταπεινά, την αγάπη στην καρδιά μας. ν γνωρίζουμε και δεν τον αναγνωρίζουμε, γιατί 

Αναπαυόμαστε στα ρηχά και επιφανειακά και δεν τολμούμε... να κάνουμε άλμα στα βαθιά και εσωτερικά.

Αν το τολμήσουμε, θα ξεχάσουμε, έστω και για λίγο τις κακές μας συνήθειες, και θα ξεπεράσουμε τα πάθη μας.

Το οφείλουμε και απέναντι στον εαυτό μας και απέναντι στους συνανθρώπους μας, που περιμένουν να δουν την όψη της αγάπης μας.

Είναι ματαιοπονία η προσπάθεια εσωτερικής βελτίωσης και αλλαγής του ανθρώπου από τον άνθρωπο με μέσα ανθρώπινα και όχι πνευματικά, που θα αγγίξουν τα βάθη της συνείδησής μας. 

Οι επιστήμονες ονειρεύονται να φτιάξουν με τη βοήθεια της τεχνολογίας ανθρώπους "τέρατα" πολυμάθειας, που δεν θα υστερούν των ηλεκτρονικών εγκεφάλων σε μνήμη και ετοιμότητα.

Όμως δεν είναι αυτός ο νέος τύπος ανθρώπου, που αναζητούμε. Ο νέος τύπος ανθρώπου, που γυρεύουμε στην σκληρή εποχή μας , και πάντα, είναι ο έσω, ο καθαυτό άνθρωπος, που δεν παραμένει παλαιός και φθαρμένος, αλλά μεταβάλλεται. Που διορθώνει τις ελλείψεις και τις ατέλειες και δεν αφήνει την καρδιά του να είναι ανεξίτηλα βαμμένη με το χρώμα της θετικής κακότητας, με πάθη διαλυτικά της προσωπικότητάς του και καταλυτικά της ελευθερίας και της ευτυχίας του.


ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ

 

Για την Πρωτοχρονιά οι γυναίκες συγυρίζανε το σπίτι και κάνανε το κάθε τι να λάμπει. 

 

Φτιάχνανε κουλούρες με τρύπα στη μέση και το πρωί της Πρωτοχρονιάς  τις κρεμούσαν στα κέρατα του ζώου και αν έπεφτε ορθή κάτω θα γεννιότανε αγόρι ,αν έπεφτε ανάποδα θα γεννιότανε κορίτσι . 

 

Την ίδια μέρα κόβανε μια φούντα από ένα πουρνάρι και το βάζανε στη φωτιά και λέγανε ευχές (αρνιά κατσίκια θηλυκά και μοσχάρια παιδιά αρσενικά).

 

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

 

Τα κάλαντα ή κάλανδα, κόλιαντρα, παραμονή της Πρωτροχρονιάς: "Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος...." ΄πως και των Χριστουγέννων και των Φώτων,  είναι ευχετικά και επαινετικά τραγούδια για την οικογένεια και το σπιτικό και συγχρόνως η μελοποιημένη αφήγηση του γεγονότος της ημέρας.

 

Ένας κοινός τύπος καλάντων της Πρωτοχρονιάς, αν και παραλλάσσουν από περιοχή σε περιοχή είναι: 

 

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά

κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος,

εκκλησιά, εκκλησιά με τ άγιο θρόνος.

Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και πνευματικός,

στη γη, στη γη να περπατήσει

και να μας, και να μας καλοκαρδίσει.

Άγιος Βασίλης έρχεται, 

από, από την Καισαρεία, ζησ αρχό, ζήσ' αρχόντισσα κυρία.

Βαστάει εικόνα και χαρτί, 

χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, δες και με, δες κι εμέ το παλικάρι.

Σ αυτό το σπίτι που ρθαμε, πέτρα, πέτρα να μη ραγίσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια, χίλια χρόνια να ζήσει.

 

Με την προθυμία της αγνότητας και τη διάθεση της γνωριμίας με τις χαρές της ζωής είναι πάντοτε τα παιδιά, που συνήθιζαν να κρατούν και ένα καλαθάκι για τα «φιλέματα».

 

Τα φιλέματα στην ελληνική ύπαιθρο ήταν κυρίως γλυκά: δίπλες, ξεροτήγανα, λουκουμάδες, αλλά και ξηροί καρποί, κουραμπιέδες ή μελομακάρονα.

 

Από τα πιο συνηθισμένα φιλοδωρήματα ήταν τα «κόλιντρα», μικρές κουλούρες από σιτάρι ή κριθάρι.

 

Η αμοιβή των καλανδιστών δεν είναι ούτε φιλανθρωπία, ούτε ζητιανιά, αλλά πράξη τελεστική. Την ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και μερικά και την Περιτομή του Χριστού.

 

Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην Ελλάδα, πριν από την Ρώμη. Σήμερα η ανταμοιβή για τους ύμνους και τις ευχές είναι κυρίως χρηματική και διάφορα κεράσματα.

 

Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές κάνανε τη “βασιλόπιτα”. Πασπαλίζανε το αλεύρι μυρωδιές και το ζύμωναν για να κάνουν τη "βασιλόπιτα". Ανοίγανε φύλλα, έξι τον αριθμό και προσθέτανε το ζυμάρι με μυρωδικά. Άλλες φορές ανάμεσα στα φύλλα τοποθετούσαν γεμίσματα, που επέλεγαν, συνήθως κρέας με ρύζι, ενώ πάνω στη βασιλόπιτα έφτιαχναν συμβολικά σχήματα από κάποιο κλαδί. Και φυσικά έβαζαν μέσα το «φλουρί».

 

Την Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το μεσημέρι, την ψήνανε στο φούρνο. Το μεσημέρι, στο γιορτινό τραπέζι ο μεγαλύτερος της οικογένειας, δηλαδή ο παππούς ή η γιαγιά, αφού τη σταύρωνε με το μαχαίρι, την έκοβε.


ΤΟ “ΑΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ”

Ενώ ο νοικοκύρης του σπιτιού το πρωί της Πρωτοχρονιάς θα κρεμάσει μια αγριοκρομμύδα στον τοίχο δίπλα στην πόρτα, που συμβολίζει τη μακροβιότητα, ένα παιδί, συνήθως κορίτσι, θα πάρει το σταμνάκι να πάει στη βρύση του χωριού και να φέρει νερό, αλλά στο δρόμο δεν θα βγάλει μηλιά σε κανένα! Ότι και να του λένε στο δρόμο, εκείνο δεν θα απαντά, μέχρι να φέρει το νερό στο σπίτι. Εκεί θα γεμίσει ένα ποτήρι ή ένα τενεκάκι με νερό, “αμίλητο νερό” λεγόταν (εξ ου και η φράση: “Το αμίλητο νερό ήπιες”), και το ρίχνει, κάνοντας το σημείο του σταυρού, στο κατώφλι. Μετά από αυτό θα μιλήσει.

ΤΟ «ΠΟΔΑΡΙΚΟ»

Μια εικόνα από τα παλιά: Το χαμηλόκτιστο σπίτι ξεχώριζε από την πέτρινη καπνοδόχο του, που έστελνε λευκές κορδέλες καπνού, στο μαυρισμένο χειμωνιάτικο, μουντό ουρανό. Έξω λυσσομανούσε ο βοριάς, με το ψιλοβρόχι να παγώνει τον τρομαγμένο κοκκινολαίμη.


Τεράστια σημασία είχε το λεγόμενο «ποδαρικό», ποιος δηλαδή θα πρωτοπατήσει το κατώφλι του σπιτιού το πρωί της Πρωτοχρονιάς και να τους φέρει γούρι! Δεν ήταν λοιπόν μονάχα τα αγόρια τα εφτάγερα και όμορφα που ήταν προτιμητέα για να πάνε σε σπίτια και να κάνουν καλό ποδαρικό, και τα κορίτσια μπορούσαν να έχουν ένα πολύ καλό γούρι! Ακόμα και σήμερα τα παρακολουθούν κάποιοι, , αν τους πήγε καλά η χρονιά, σκέφτονται ποιος τους έκανε το ποδαρικό, να τον ξανακαλέσουν να ξαναπάει και το επόμενο έτος!

Σε μερικές περιοχές ο νοικοκύρης του σπιτιού έκανε το ‘ποδαρικό’, χτυπώντας την εξώπορτα, δεν επιτρεπόταν να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του, θα χάλαγε το ποδαρικό, κρατώντας μια εικονίτσα και ένα ρόδι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, έσπασε το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το έριξε, δηλαδή, κάτω με δύναμη, και έλεγε ευχές για υγεία, για καλή παραγωγή και για τα οικονομικά της οικογένειας.  “Με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά”.


ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Tα παιδιά τα παλιά χρόνια δεν περιμένανε δώρα από κανένα, ούτε καν από τον άη Βασίλη! Δεν ήξεραν καν τον η Βασίλη με τη μορφή που τον ξέρουμε σήμερα! Τον άη Βασίλη τον μάθανε τα παιδιά μετά την Κατοχή. Αποσκοπούσαν όμως τα παιδιά σε κάποια λίγα χρήματα που θα τους έδιδαν, κυρίως ο νονός, γιατί και τότε όλα τα παιδιά ήθελαν περισσότερα πράγματα από αυτά, που είχαν. Δεν παραπονιόταν, όμως, που περνούσαν φτωχικά, γιατί έτσι φτωχά ήταν και τα παιδιά του γείτονα, του παραγείτονα, και όλου του χωριού, ακόμα και των πιο ευκατάστατων οικογενειών, δεν διέφεραν!

ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΣΒΗΝΟΥΝ
Τα έθιμα της πρωτοχρονιάς μπορεί να τηρούνταν με ευλάβεια, ούτε και οι απανωτοί πόλεμοι της δεκαετίας του 40 κατάφεραν να τα αποδυναμώσουν, ωστόσο με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς στις αρχές του 1970 και τη μετανάστευση χάθηκαν, μαζί τους και η αθωότητα των εποχών, μαζί τους και οι αγνές ανθρώπινες αξίες. Και τράνωσαν οι επιθυμίες για κυριαρχία του ενός πάνω στον άλλο. Και τράνωσαν η αλαζονεία, η βία, η ασυδοσία, η καταπίεση, ο παραλογισμός, η εκμετάλλευση και καταντήσαμε οι άνθρωποι μ’ άνθρωπο να μη μοιάζουμε.