Το μικρό καφενεδάκι του χωριού και τα μάτια μας! -Της Ελένης Οικονομίδου-Δούβλη

Έτσι όπως ήταν οργανωμένη από παλιά η ζωή της μικρής κοινωνίας των χωριών μας, στη μέση του κάθε χωριού ήταν η πλατεία, το μεσοχώρι με τον τεράστιο πλάτανο από πάνω του, φύλακα άγγελο με απλωμένα σα φτερούγες τα τεράστια κλωνάρια του.
 Κοντά η κεντρική εκκλησιά και το σχολειό, για να τα φτάνουν απ' όλες τις μεριές. Σ' αυτή τη λογική και το καφενεδάκι απαραίτητο όσο η εκκλησιά, το σχολείο και το κοιμητήρι. Ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο ήταν όλο κι όλο. Γύρω ξύλινοι καναπέδες φιλοξενούσαν τους γεροντότερους ή τους ανήμπορους που δεν έπαιζαν, ούτε έπιναν, αλλά με μάτια αεικίνητα παρακολουθούσαν ή «μουαμπετούσαν» (κουβέντιαζαν). Στη μέση κυρίαρχη η ξυλόσομπα για τις παγερές βραδιές του χειμώνα και τριγύρω σ' όσο χώρο έμενε, τραπέζια ξύλινα ή τσίγκινα, ψάθινες καρέκλες ταλαιπωρημένες, ψηλά ξύλινα σκαμνιά με τριγωνικά πόδια και μια τρύπα στη μέση για την εύκολη μετακίνηση.

Σε μιαν άκρη η τσίγκινη βρυσούλα κι από κάτω η λεκάνη για τ' απόνερα. Δίπλα ρακοπότηρα και κρασοπότηρα αραδωτά και χοντρά φλυτζάνια του καφέ. Στη σειρά οι τραμ'ζάνες με το ρακί και το κρασί, στο ράφι αγνώστου αρχικού χρώματος τράπουλες και τα γνωστά ξύλινα κουτιά με τα πούλια, για το τάβλι.

Θεσμός, το καφενείο για το χωριό, χώρος καθαρά αντρικός. Δεν μπορούσε να διανοηθεί να πάει γυναίκα στο καφενείο. Κι αν ήταν ανάγκη δεν πατούσε μέσα, φώναζε τον καφετζή να βγει έξω ή να φωνάξει τον άντρα της. Εκεί η ζωή, η ψυχαγωγία, η κοινωνικότητα. Όλοι είχαν τη θέση τους εκεί. Όλες οι τάξεις κι όλες οι ηλικίες έμπαιναν σαν στο σπίτι τους με τον ίδιο αέρα, χωρίς «άδειες και διατυπώσεις». Όλη η κοινωνία του χωριού σε μικρογραφία, σ' ένα χώρο δεκαπέντε - είκοσι τετραγωνικών, καπνισμένο απ' τη λάμπα του πετρελαίου με το αναιμικό φως και το μαυρισμένο γυαλί ή με την ιδιαίτερη μυρωδιά του "λουξ" που φώτιζε απλόχερα αργότερα το χώρο, ντουμανιασμένο απ' τον καπνό που έπνιγε τα σωθικά με τον τσιγαρόβηχα κι έκοβε την αναπνοή όσων υπόφεραν από «άζμα».

Τα χνώτα θόλωναν τα τζάμια. Δεν υπήρχε εξαερισμός. Τι χρειαζόταν άλλωστε; Στο ημίφως το δάκρυ δεν διακρίνεται, ούτε και το γέλιο! Μυρωδιές και χνώτα κι ο μεζές... Ποιος νοιαζόταν γι' αυτόν; Δυό ελιές, λίγο τουρσί, τυρί, καμιά ρέγκα ψημένη στο χαρτί, γίγαντες, καμιά σαρδελομάνα (κονσέρβα της εποχής), ανακάτευαν τις μυρωδιές τους με τη μυρωδιά του σπιτικού κρασιού από το «βαένι» που μύριζε «δόγα», με τη λεπτή ευωδιά της ξανθής ρετσίνας και τη σπιρτάδα του τσίπουρου. Και μόνο, αν κάποιος είχε επιτυχία στο κυνήγι ή έσφαζε κάτι για γιορτή, έβαζε μεζέ τα σ'κώτια τ'γανισμένα στο σιδερένιο τηγάνι με κόκκινο πιπέρι και ρίγανη. Όλα απλά, φυσικά και αβίαστα. Συχνά μπερδεύονταν το οινόπνευμα με το πνεύμα, «κι ό,τι ήθελε προκόψει» καυγάς ή τραγούδι μερακλίτικο...

Το καφενείο ήταν κάτι σαν «ναός». Τους μάζευε όλους. Μόλις βράδιαζε κι «έσιαζαν» τα ζώα, έδιναν ένας - ένας το παρών. Κι αν έλειπε κανένας ανησυχούσαν «τι γίν'κι ο τάδε, δεν φάν'κι ο δείνα, δεν είνι στ'ν ώρα τ’ ο άλλος»! Μερικοί έρχονταν κουρασμένοι και βρεγμένοι κι οι άλλοι αναμερούσαν, για να κάτσουν κοντά στη σόμπα να «λιαστούν», πίνοντας ένα ζεστό πόντς, έτσι με τα ρούχα της δουλειάς, χωρίς «επίσημο ένδυμα». Τις κρύες νύχτες του χειμώνα γύρω από την ξυλόσομπα ιστορίες, σιακάδες, ανέκδοτα, άλλα αληθινά κι άλλα με σάλτσες.

Στην κορφή οι γεροντότεροι, οι εχούμενοι κι οι προικισμένοι με το χάρισμα του λόγου, παρακάτω οι φτωχότεροι, οι «μουλωχτοί» κι οι νεότεροι, που σαν σε φροντιστήριο πραγματικό, άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα τους μεγάλους, τους θαύμαζαν, τους είχαν πρότυπα, αντέγραφαν τις κινήσεις τους, ήθελαν να τους μοιάσουν. Κι αργότερα γυρνώντας από το στρατό, άντρες πια, μάθαιναν τα κόλπα στα χαρτιά, πώς κολλάνε τα ζάρια, πώς να πίνουν το ρακί και το κρασί και «να μην τους πίνει». Γέλια και πειράγματα γύρω από τους ταβλαδόρους, κατέληγαν πολλές φορές σε παρεξηγήσεις...

Άλλοι, στα χαρτιά ξερή, τριανταμία, ραμί και κουμάρ' τις γιορτές... κατέθεταν τον οβολό τους κι άλλοι προσπαθούσαν να ξεχάσουν τα όποια σεκλέτια τους στο ούζο και το ρακί που τόριχνε από το μπουκάλι με το ειδικό ρύγχος, λίγο - λίγο σαν αγίασμα, στο ριγωτό ρακοπότηρο, ο καφετζής· μια ρουφηξιά πράγμα ικανό να σε στυλώσει να σε ξεκουράσει, να σου λύσει τη γλώσσα, να σου γλυκάνει τον καημό. Τότε που δεν υπήρχαν μυστικά και το πρόβλημα του ενός απασχολούσε και τον άλλο κι έπαιρνες γνώμες, κι έβρισκες λύσεις, κι έφευγες ξαλαφρωμένος, κοιμόσουν σαν αρνάκι και δεν χρειαζόσουν ηρεμιστικά.

Εκεί γίνονταν οι παρέες για το κυνήγι, εκεί οι «σεμπριές» για το όργωμα, εκεί κλείνονταν συμφωνίες, καταστρώνονταν το πρόγραμμα της μέρας που ξημέρωνε -πρώτα ο Θεός, καλό νύχτωμα και καλό ξ'μέρωμα. Εκεί λύνονταν κι όλα τα χωργιαν'κά θέματα, λύνονταν οι διαφορές, παίρνονταν αποφάσεις για τα κοινά για τη διοίκηση. Και πάντα το τεφτέρι με το ριγωτό χαρτί και το μελανί μολύβι να κρέμεται απ' το σπάγκο για να μην χάνεται, κι όλα τα βερεσέδια κρα 5 (κρασί), ρα 7 (ρακί)...

Ύστερα χώριζαν άλλοι άνετοι κι άλλοι παραπατώντας... Το φως του καφενείου ήταν το τελευταίο που έσβηνε. Στη νέκρα της νύχτας, θάρρευες βλέποντάς το, έστω και σαν κολοφωτιά.

Ο άντρας μου, από τους πιστούς του καφενείου, θυμάται διάφορες ιστορίες· πώς ο γιατρός ο Μπίλιος έπαιζε με το Ζορμπά τάβλι στο σπίρτο κι επειδή ήταν καλύτερος μάζευε πολλά κουτιά, πώς έπαιζαν σε σοκολάτες, μπισκότα, σε πάκο μακαρόνια, σε καρπούζι ή σε πεπόνι, πώς οι Αιγυπτιώτες έπαιζαν τάβλι και συνεννούνταν στ' αράπικα, πώς ο αξέχαστος Ντίνος Ζωρδούμης έπαιζε ξερή με τον Στάθη Τράκη και φώναζε μπαίνοντας «έλα Σαϊτάν' να παίξουμι».

Πώς κάποτε, ο καλότατος παπα-Πατσούκας έσφαξε ένα μοσχάρι και έπαιξε τα λεφτά στα Κάτω Σουδενά με τον Τακούλ'. Ακόμα για τον πανύψηλο Λάμπρο Βρανιαλή και τις κασκαρίκες του στα χαρτιά και στους λογαριασμούς. Ασκόλαγες διηγήσεις! Ολόκληρη ιστορία, μια ζωή το καφενείο.

Τα καλοκαίρια, άνθρωποι που έρχονται από χιλιόμετρα μακριά, εκεί συναντούν δύο φίλους. Θέλουν να πιουν έναν καφέ κι εκεί ανάμεσα σοβαρού και αστείου να δώσουν ένα ματς στην πρέφα ή στο τάβλι. Αποζητούν να ζήσουν στην καρδιά του χωριού, με τα αστεία και τα πειράγματα με τα κολλημένα ζάρια και το κλέψιμο στα χαρτιά, στο καφενείο.

Όμως τα πράγματα άλλαξαν. Νέες ανάγκες, νέα ήθη, άλλη νοοτροπία, δεν ξέρω τι έφταιξε και τα καφενεδάκια το ένα μετά το άλλο κλείνουν. Στη θέση τους φύτρωσαν εστιατόρια και καφέ με καλοριφέρ και ξένη μουσική κι άλλα κλειστά αργοπεθαίνουν. Μπορεί όμως, πέστε μου ειλικρινά, να μπει κανείς κακοντυμένος ή βρεγμένος σ' ένα καφέ; Και πού να «π'ρωθεί και πού να λιαστεί» όταν δίπλα οι άλλοι καλοντυμένοι τρών΄ και πίνουν; Άλλωστε δεν "προσφέρουν" ούτε τάβλι, ούτε χαρτιά. Σερβίρουν ποτά και μάλιστα ευγενή κι ούτε μπορείς να καθίσεις με τις ώρες, γιατί πιάνεις τον τόπο κι οι πελάτες έρχονται και φεύγουν.

Κι είσαι και συ ξένος ανάμεσα στους ξένους, αφού κανένας δεν σε χαιρετάει και κανένας δεν σου πιάνει κουβέντα. Κι ούτε πάλι αν μπλέξεις και πιεις λίγο παραπάνω και αργήσεις λίγο περισσότερο, υπάρχει ο φόβος να φανεί η Τιτά με τη φουρτωτήρα. Είχε κι αυτό τη χάρη του...

Έτσι έκλεισε και το δικό μας το καφενείο του Τσιγαρά στα Πάνω Σουδενά στη μέση του χωριού πάνω απ' το Μεσοχώρι και τον Αη Δημήτρη. Πρόφτασα τον παλιό ιδιοκτήτη του, τον Ζορμπά, έναν έξυπνο άνθρωπο, με διαπεραστικό βλέμμα, ένα γελαστό Δολιανίτη.

Ύστερα το πήρε ο Γιάννης Τσιγαράς. Μια ζωή ήταν τόπος συγκέντρωσης, σημείο αναφοράς. Όποιον ήθελες εκεί τον έβρισκες· εκεί τα νέα, οι αποφάσεις, οι συσκέψεις, σωστή «εκκλησία του Δήμου», μολονότι κλειστή. Ήταν κι άλλα καφενεία, του Θεόφιλου Πατσούκα στον Κάτω Μαχαλά και του Γιάννη Κατσούπη στον Πάνω, αλλά έκλεισαν. Στου Τσιγαρά λοιπόν, για χρόνια, όλες οι συναντήσεις ντόπιων και ξενιτεμένων κι αξέχαστες οι ιστορίες που έζησαν και διηγούνται με νοσταλγία οι άντρες.

Έπρεπε οι χώροι αυτοί να θεωρηθούν «διατηρητέοι» κομμάτια μιας ζωής που έφυγε, κι όπως ήταν να παραμείνουν, με τη βρυσούλα και τα ρακοπότηρα, με τον γανωμένο τζιτζβέ και τη γκαζιέρα και μοναχά για τη συγκίνηση που θα χάριζαν και τις αναμνήσεις. Πόσα δεν έχουν να διηγηθούν! Κι όσα απ' αυτά ανθίστανται να επιδοτηθούν γιατί το καφενεδάκι είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα δικό μας, Ελληνικό. Γιατί σε ποια χώρα μπορείς να βρεις ανθρώπους να κάθονται με τις ώρες στην πρέφα και στο τάβλι ή να παθιάζονται συζητώντας;

Το καφενείο του Τσιγαρά έκλεισε, ο Γιάννης έχει άλλη επιχείρηση, και το χωριό ορφάνεψε. Ορφανεμένο και βουβό και το ιστορικό καφενείο. Τελειώνει η εκκλησιά κι οι άντρες σκορπίζουν σαν τα φύλλα του φθινοπώρου, σαν να μην έχουμε χωριό. Πού να μαζευτούν και πού να κουβεντιάσουν;

Καλότυχα τα χωριά που διατηρούν ακόμα τα καφενεία τους. Το καφενεδάκι και τα μάτια μας, γιατί χωρίς σχολειό, χωρίς δάσκαλο και παπά και τώρα χωρίς καφενείο «χωριό δεν γίνεται»...