Ο θεολόγος - αρχαιολόγος, στα χρόνια του ανελέητου διωγμού της θρησκείας στην Αλβανία, όπου χριστιανικά κειμήλια ανεκτίμητης λατρευτικής, ιστορικής και πολιτιστικής αξίας καταστράφηκαν, κατόρθωσε να διασώσει 6.500 εικόνες υστεροβυζαντινής εποχής.
Έτσι δημιουργήθηκε το Βυζαντινό Μουσείο Κορυτσάς.
Αν και υπήρχε διαταγή οι εικόνες να παραδίδονται στις στρατιωτικές μονάδες, εκείνος βρήκε τρόπους και διατήρησε από τον αφανισμό χιλιάδες, οι οποίες, μέχρι να ιδρυθεί το Μουσείο Κορυτσάς, φυλάσσονταν στους ναούς Ζωοδόχου Πηγής και Αγίου Γεωργίου Κορυτσάς, αλλά και σε αποθήκες, ακόμη και σε τζαμιά!
Παρότι ζούσε και κινούνταν μέσα σ' ένα περιβάλλον, που καλλιεργούσε το φόβο, αυτός δρούσε με την ελευθερία και την ελπίδα της πίστης.
Το πιστεύω του ήταν γνώρισμα του εαυτού του, γι' αυτό και δεν κλονίστηκε. Μάζευε κρυφά Ορθόδοξους σε κρύπτες και τους ενίσχυε το ηθικό.
Το πυκνό σκοτάδι και η τρομερή παγωνιά των καιρών εκείνων, σφιχταγκάλιαζαν και ακινητοποιούσαν τα πάντα, εκτός από την καρδιά του.
Ο Θεοφάνης Πόπα γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1914 στο Ελμπασάν από Ορθόδοξη οικογένεια.
Με υποτροφία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας παρακολούθησε μαθήματα στην Ιερατική Σχολή Κεττίγνης.
Το 1937 έλαβε υποτροφία από τον Αρχιεπίσκοπο Βησσαρίωνα Τζουβάνη και συνέχισε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όταν ο χιτλερικός στρατός κατέλαβε την Ελλάδα, ο Πόπα επέστρεψε στην Κορυτσά και διορίσθηκε καθηγητής.
Από το 1945 έως το 1947 εργάστηκε στο γραφείο προσωπικού της Μητρόπολης Τιράνων.
Το 1948 εργάστηκε ως μεταφραστής στο υπουργείο Οικονομικών.
Στη συνέχεια μετακινείται στο Ινστιτούτο της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Τιράνων.
Το επιτρέπεται να εισέρχεται σε ναούς και μονές για επιστημονική εργασία.
Απολύθηκε όμως από το Ινστιτούτο και το 1951 διορίστηκε στο υπουργείο Βιοενέργειας.
Τον διώχνουν και από εκεί και δραστηριοποιείται ως αρχαιολόγος.
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα αναγνώρισε το έργο του, ωστόσο στη χώρα του τον έβαλαν στο περιθώριο. Πάμφτωχος και περιφρονημένος ως επιστήμονας κοιμήθηκε το 1985.
Είχε κατορθώσει, όμως, να διαφυλάξει από την καταστροφή έναν ανεκτίμητο εικονογραφικό πλούτο, αλλά και μερικούς ναούς.
Σε μια κομματική συνέλευση τον ρώτησαν αν πιστεύει στο Θεό ή όχι; Ήξερε πως από την απάντησή του, εκείνη την ώρα, εξαρτιόταν η σταδιοδρομία του, ακόμη και η ίδια η ζωή του.
Αλλά χωρίς δισταγμό απάντησε: «Αν σας πω ότι δεν πιστεύω, θα σας πω ψέματα, και το ψέμα δεν είναι του χαρακτήρα μου».
Το περιεχόμενο της προτροπής του αποστόλου Παύλου «διο γρηγορείτε» το τηρούσε όχι για να διασφαλίσει τα προσωπικά του συμφέροντα από τις επιβουλές των άθεων, αλλά για να περιφρουρήσει τα ιερά και τα όσια.
Παρότι αναγκαστικά ανέπνεε την καταπίεση και την αθεϊστική προπαγάνδα, άντεξε απέναντι σ' αυτές.
Δεν ποδοπάτησε τα αδιαφιλονίκητα πνευματικά δικαιώματα της ψυχής του και παρέμεινε ακλόνητος, μαχόμενος για την Αλήθεια.
Είχε καταλάβει ότι μόνο με την Αλήθεια θα κερδηθεί η μάχη. Δεν ακρωτηρίασε την προσωπικότητά του, διαγράφοντας το Θεό.
ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός Βασίλειος Κασκαντάμης έχει παρουσιάσει στην Ελλάδα το σπουδαίο έργο του Θεοφάνη Πόπα με το βιβλίο του: "Θεοφάνης Πόπα-Ένας σύγχρονος Ιεραπόστολος".
Πρόκειται για μια καλοδουλεμένη και δομημένη έρευνα, όπου ταυτόχρονα τα αισθήματα και τα συναισθήματα του συγγραφέα δεν αποσιωπώνται και ρέουν αβίαστα, που περιλαμβάνει σημαντικές μαρτυρίες, επιστολές και έγγραφα, την οποία έκανε ο κ. Κασκαντάμης όχι εξ αποστάσεως, αλλά επί τόπου, αφού για ένα χρονικό διάστημα δίδασκε στην Ιερατική Σχολή Δυρραχίου και ήταν συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου.
Ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας πρωτογενές υλικό και αποτυπώνοντας το ιστορικό πλαίσιο της εποχής αναδεικνύει μεθοδικά και περίτεχνα, την χαρισματική προσωπικότητα του Θεοφάνη Πόπα και ζωντανεύει την πλούσια δράση του, μέσα από χαρακτηριστικά περιστατικά, αφηγήσεις και ό,τι άλλο υλικό περιήλθε στα χέρια του, μετά από επίπονη αναζήτηση.
Ο κ. Κασκαντάμης δεν παρουσιάζει απλώς μια πτυχή του αγώνα του Πόπα, αλλά ανασταίνει, με σεβασμό και θαυμασμό και με λόγο διαλεχτό, ολοκληρωμένα τον ακαταπόνητο αυτό εργάτη του Χριστού, που υπήρξε κρυπτοχριστιανός, προκειμένου όχι να διασωθεί ο ίδιος από τη μανία του καθεστώτος, αλλά για να διασώσει ό,τι είχε απομείνει από την Ορθοδοξία.