Μας συγκίνησες, Παναγιώτη...

Σ.Σ.: Ο Παναγιώτης Γεωργίου του Παντελή, συνταξιούχος εκπαιδευτικός από τις Πέντε Εκκλησιές Παραμυθιάς, είναι ένας ρομαντικός και ευαίσθητος άνθρωπος, που οι εσωτερικές χορδές του είναι πολύ λεπτές. 

Για χρόνια στα υπουργεία Εξωτερικών και Παιδείας, αλλά και υπεύθυνος εκπαίδευσης σε Αλβανία και Γερμανία, έχει πολλές συμπάθειες, αληθινές και όχι ψεύτικες, εντός και εκτός Ελλάδας. 

Και δικαιολογημένα, αφού είναι ένας άνθρωπος με τρυφερά συναισθήματα, ευγενικός και αυθεντικός, που οι συλλογισμοί και η πείρα του σε παίρνουν από το όνειρο και σε πάνε στο όραμα και στην πράξη. 

Ανάρτησε ένα πολύ συγκινητικό κείμενο, ξέσπασμα της καρδιάς του, σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, στη μνήμη των γονιών του και του αδελφού του, που και οι τρεις έφυγαν από τη ζωή μήνα Μάϊο, σε διαφορετικές χρονολογίες.

Ο πόνος από την απουσία τους, τόσος που του... βάζει φράχτη και δεν τον αφήνει να επισκέπτεται τα πατρικά του σπίτια στις Πέντε Εκκλησιές και στο συνοικισμό Βαδρακώστα, σκορπίζεται σαν χλωμιασμένο φύλλο, που, όμως, στην ψυχή του αυτό το φύλο της αγάπης είναι ανθηρό, γιατί πάνω του, ζουν και αποτυπώνονται με  τα έντονα χρώματα της θύμησης οι μορφές των αγαπημένων δικών του ανθρώπων. 

Και έτσι ηρεμεί... Στοχάζεται... Και ύστερα ξεκινάει το μεγάλο φτερούγισμα του νου και της καρδιάς προς τα αγαπημένα του πρόσωπα. Και ο ήλιος ποτέ δεν γέρνει, γιατί του στέλνουν το φως τους από τον ουρανό. 

Τα λόγια του υγραίνουν τα μάτια μας. Μας συγκίνησες, Παναγιώτη, καθώς οι δικοί σου άνθρωποι ήταν πρόσωπα αγαπητά και οικεία σ' εμάς...

π. Ηλίας Μάκος


***



Ελένη σύζ. Παντ. Γεωργίου 1935-27/5/2012

Παύλος Παντ. Γεωργίου 1958-17/5/2006

Παντελής Παν. Γεωργίου 1935-4/1/2004

Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που έφυγε η μάνα μου. Ήδη είχαν φύγει ο πατέρας μου και ο αδερφός μου. Ο πατέρας μου από ανακοπή καρδιάς. Ο αδερφός μου από ανεύρυσμα αορτής.

Στα σαράντα του αδερφού μου που πήγα στο χωριό, η μάνα μου μου έλεγε: μην στεναχωριέσαι, έτσι ήθελε ο Θεός. Ο παπάς, που είναι γείτονάς μου και συγγενής μου, μου είπε: Παναγιώτη μην ακούς τι σου λέει. Φοβάται μήπως στεναχωρηθείς και πάθεις κάτι κι εσύ. Κάθε βράδυ κάθεται έξω στην αυλή, στην καρέκλα που είναι στο τραπέζι που είχε ο Παύλος κάτω από την αμυγδαλιά, και μοιρολογάει. Έτσι, την πήρα στην Αθήνα, αλλά στις σχολικές διακοπές μου πηγαίναμε στο χωριό. Τελευταία φορά που πήγα και κάθισα στο χωριό ήταν το 2012, στα σαράντα της μάνας μου.

Ξαναπήγα το καλοκαίρι του 2013 και τους επισκέφτηκα το νεκροταφείο, στον Αϊ-Γιάννη, όπου άναψα τα καντήλια τους. Στη συνέχεια πήγα να δω το σπίτι που μεγάλωσα. Αφού πήρα στροφή στην πλατεία της εκκλησίας μας, του Αϊ-Νικόλα, σταμάτησα έξω από την αυλόπορτα του σπιτιού. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και στηριζόμενος στην πόρτα του κοίταζα προς το σπίτι. Χορταριασμένη η αυλή, κλειστή η πόρτα και τα παράθυρα, ο κήπος γεμάτος άγρια χόρτα που έφταναν μέχρι την αμυγδαλιά, τη σκαμνιά και τις κουτσουπιές. Σαν κινηματογραφική ταινία πέρασαν από μπροστά μου οι άνθρωποι που ζήσαμε σ’ αυτό από το 1960, που το έχτισε ο χωριανός μας Θεολόγος Μητσέλος, αλλά και στο παλιό σπίτι, που αν και μικρός τότε τo θυμάμαι σαν όνειρο.

Ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια μου. Δεν άνοιξα την πόρτα για να μπω μέσα στο σπίτι, ούτε στην αυλή, και μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα στη Μίχλα, όπου τελευταία έμεναν οι γονείς μου, για να δω τη θεία μου. Εκεί έτυχε να είναι και ο ξάδερφός μου ο Βασίλης που μένει στα Γιάννενα. Έτσι βρήκα άνθρωπο για να πάω στο σπίτι μου. Άνοιξα την πόρτα και στο σημείο που άφησε την τελευταία του πνοή ο αδερφός μου, είδα ένα μικρό τραπεζάκι και πάνω του ένα σβησμένο καντηλάκι που είχε βάλει η μάνα μου. Αμέσως βγήκα από το σπίτι, κλείδωσα την πόρτα και έδωσα τα κλειδιά στον ξάδερφό μου. Από τότε, το 2013, έχω να πάω στο σπίτι μου.

Προχθές μου τηλεφώνησε η γειτόνισσά μου στο χωριό, η Αντιγόνη, και μου είπε ότι ήρθε από το χωριό μας και έχει να μου δώσει κάποιες φωτογραφίες. Της είπα να μου τις στείλει με το Messenger, αλλά μου είπε: όχι, θέλω να σου τις δείξω πρώτα και μετά θα σου τις στείλω. Υποπτεύομαι το λόγο. Δεν θέλει να στενοχωρηθώ, γιατί προφανώς θα είναι όλα χορταριασμένα και θέλει όταν θα τις βλέπω να είναι κι αυτή μαζί μου, για να με παρηγορήσει. Σε λίγες μέρες θα συναντηθούμε και θα δω το σπίτι που μεγάλωσα, έστω και σε φωτογραφία. Ίσως να θέλει να με επηρεάσει να πηγαίνω στο χωριό. Το γεγονός είναι ότι, όταν φεύγουν οι μεγάλοι κλείνουν τα σπίτια.

Προσπάθησα να γράψω λίγα πράγματα, όσο μπορώ αποστασιοποιημένος από τα πραγματικά συναισθήματά μου, γιατί δεν θέλω να σας συγκινήσω, αλλά να καταλάβετε γιατί δεν έρχομαι στο χωριό μας. Η αλήθεια είναι ότι η σκέψη μου είναι πάντα μαζί σας και γι’ αυτό θέλω να έρθω μια φορά, που θα είναι πολλοί χωριανοί μας στο χωριό π.χ. στο πανηγύρι της Παναγίας στις 8 του Σεπτέμβρη στη Μίχλα. Φέτος θα είναι ημέρα Πέμπτη, οπότε δεν θα είναι όλοι οι χωριανοί. Ίσως, με τη βοήθεια της Παναγίας, το 2024 που θα είναι Κυριακή, να αξιωθώ να έρθω για να δω το αγαπημένο μας χωριό αλλά και πολλούς συγγενείς και χωριανούς.
Μέχρι να ανταμώσουμε, να είστε όλοι καλά!
Στη μνήμη τους, και ιδιαίτερα του αδερφού μου που έφυγε στις 17 Μάη, τους αφιερώνω το τραγούδι "σήκω αδερφέ μου από τη γη".

Τώρα, ο πατέρας μου με τον Παύλο θα κάνουν πρόβες με το βιολί για τη γιορτή της μάνας μου, που είναι σε λίγες μέρες. Οι

Η μάνα μου με τη "μάνα" της, όπως την έλεγε τη γιαγιά μου και πεθερά της (γιατί από εννιά χρονών είχε μείνει ορφανή από τη δική της μάνα), θα τραγουδούν με τη γλυκιά τους τη φωνή. Με περιμένουν για να συμπληρωθεί η κομπανία. Μέχρι να έρθει αυτή η ώρα, θα είναι για πάντα στη σκέψη μου και στην καρδιά μου.