Ξημέρωνε
Τρίτη 24 Ιουλίου, μέρα γιορτής για την Γ΄Ελληνική Δημοκρατία, που αποκαταστάθηκε το 1974 και όλα
ήταν έτοιμα για τον εορτασμό με την καθιερωμένη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο. Οι
λόγοι είχαν γραφεί, οι προσκλήσεις είχαν φύγει για όλους τους επίσημους από το πολιτικό,
διπλωματικό, επιχειρηματικό, ακαδημαϊκό, δικαστικό, στρατιωτικό, μιντιακό κλπ στερέωμα της χώρας, οι κυρίες είχαν έτοιμες τις
τουαλέτες και οι κύριοι τα κοστούμια, ενώ τα τζιτζίκια θα έκαναν την παρουσία
τους αισθητή ανάμεσα στα πηγαδάκια των καλεσμένων, στο δροσερό κήπο του
προεδρικού μεγάρου, που θα σχολίαζαν τις ομιλίες Παυλόπουλου και Τσίπρα για το
τέλος των μνημονίων και τους επικείμενους εορτασμούς σε Καστελόριζο και Πνύκα. Ο
εορτασμός όμως δεν έγινε και μετατράπηκε σε θρήνο, κατάρες για το πολιτικό
σύστημα και κηδεία για όλη τη χώρα, ενώ κάθε χρονιά η μέρα αυτή θα είναι πλέον
μέρα μνημοσύνου, οδύνης και προσευχής για την άδικη θυσία αθώων
συμπολιτών μας, με το μαρτυρικό τους θάνατο, αλλά και μέρα μνημόσυνου
για την Γ΄Ελληνική Δημοκρατία. Μέσα
από την τραγωδία, το συλλογικό σοκ και τη μαζική κατάθλιψη της χώρας και της
ελληνικής κοινωνίας που βιώνει μαρτυρικά
όλες αυτές τις μέρες συνειδητοποιήσαμε (;) ότι επήλθε και το τέλος των
ψευδαισθήσεων της κοινωνίας, μιας χώρας,
ενός πολιτικού συστήματος και ενός τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας μας. Στο
Μάτι και στη Ραφήνα κατέρρευσε ότι μεταπολιτευτικά είχε στηθεί και «έκαψε» τους
πάντες και τα πάντα. Μια αυθαίρετη πολιτεία, πολίτες και πολιτικοί σε έναν
εναγκαλισμό απύθμενου ρουσφετιού αδιαφορίας και ανυπαρξίας ευθύνης. Κανείς σ’αυτή
τη χώρα δε φταίει για τίποτα, κανείς δεν τιμωρείται, κανείς δεν τηρεί τους
νόμους και όλοι είμαστε συνυπεύθυνοι για την παρακμή της Γ΄Ελληνικής
Δημοκρατίας και το μνημόσυνό της. Στα 44 αυτά χρόνια Δημοκρατίας, (εκ των οποίων τα 37 ως μέλος της Ενωμένης
Ευρώπης), η Ελλάδα δεν κατάφερε να γίνει κανονικό κράτος, δεν το θέλησε ίσως
πραγματικά, μιας και κάτι τέτοιο απαιτεί έλεγχο, ευθύνη, λογοδοσία, τήρηση των νόμων κλπ. Στα 44 χρόνια
Δημοκρατίας μετρημένοι στα δάκτυλα ενός χεριού πολιτικοί κάθισαν στο σκαμνί,
μια ελίτ που λεηλάτησε τη χώρα πριν η χώρα χρεοκοπήσει και μετατραπεί σε
προτεκτοράτο και τώρα ανίκανη να προστατεύσει τους πολίτες της από ασύμμετρες
απειλές και μεγάλα ερωτήματα για την εσωτερική ασφάλεια.
Παράλληλα
οικοδομήθηκε μια κοινωνία που βασίλευε ο παρασιτικός καταναλωτισμός, ο
εγωισμός, η αλαζονεία, η διαφθορά, ο παραγκωνισμός των άξιων και ικανών, μια
κοινωνία του λάιφ στάιλ και της ατέλειωτης πλύσης εγκεφάλου και καταστολής των
αντανακλαστικών και μετατροπής της σε κοινωνία με φοβισμένους, αδιάφορους και
τρομοκρατημένους πολίτες. Η παρακμή σε όλο της το μεγαλείο. Η οικονομική
κατάρρευση έφερε και την κατάρρευση των υποδομών, απουσίας εξοπλισμού, ελέγχου,
τοποθέτησης ανίκανων, ανεπαρκών και επικίνδυνων κομματικών στελεχών στη
λειτουργία του κράτους και επιβολή μιας
«χύμα» κατάστασης παντού με υπονόμευση των αξιών και των παραδοσιακών πυλώνων που κρατούν ζωντανή
την ελληνική κοινωνία και χώρα. Όταν οι κυβερνώντες χάνουν την επαφή με την
κοινωνία, δεν την αφουγκράζονται, τη μαλώνουν και της δίνουν μαθήματα γιατί να
αντιδρά πχ στο Μακεδονικό ή γιατί να χτίζει αυθαίρετα στο Μάτι, τότε το
παιχνίδι έχει τελειώσει. Όταν ο πρωθυπουργός της χώρας δεν μπορεί να βγει και
κοιτάξει τους πολίτες στα μάτια, να συμπονέσει μαζί τους στο νοσοκομείο, στον
τόπο της καταστροφής, στην καθημερινότητά τους, μετράει μέρες στην καρέκλα του. Μέσα
όμως από τα αποκαΐδια, την καταστροφή και το θρήνο αναδεικνύεται και μια νέα
κοινωνία, μια νέα Ελλάδα της αλληλεγγύης, της προσφοράς, της αυτοθυσίας, της συμμετοχής, της αυτογνωσίας, του θυμού
και της οργής για όλα τα κακώς κείμενα να μην επαναληφθούν αλλά και η αγάπη γι’
αυτή την πατρίδα και τον τόπο που κάποιοι την έχουν ξεχάσει. Ο δρόμος για την
αναγέννηση, την ανασύνταξη και ανασυγκρότηση της χώρας δυστυχώς περνάει μέσα
από θυσίες, δάκρυα και αίμα.