Είναι συγκλονιστική η ιστορία, που διηγείται, μέσα από τα προσωπικά του βιώματα, ένα παιδάκι τότε, ο δικηγόρος Αντώνης Βενέτης σήμερα, για τα όσα ακολούθησαν μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου στη Μουργκάνα. Ανεξάρτητα από την ιδεολογική θέση του καθενός απέναντι στον εμφύλιο, η μαρτυρία ενός μικρού παιδιού, που περιλαμβάνουν αισθήματα, εντυπώσεις, χάραγμα στην καρδιά, έχει εξαιρετική σημασία και αποτελεί μια σημαντική καταγραφή. «Γεννήθηκα στο ακριτικό χωριό Λια της Μουργκάνας το 1944. Το Νοέμβριο του 1947 οι αντάρτες του ΔΣΕ κατέλαβαν τα χωριά της Μουργκάνας. Oταν η Μουρκάνα έπεσε στον εθνικό στρατό το Σεπτέμβριο του 1948 οι αντάρτες μετέφεραν συλλήβδην τους πληθυσμούς της Μουργκάνας στη γειτονική Αλβανία. Μετά την πτώση του Γράμμου το 1949, τους μετέφεραν με πολωνικό πλοίο στην Πολωνία και από εκεί στην Ουγγαρία. Επέστρεψα στην Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1954. Το πολωνικό φορτηγό πλοίο «Κοσιούσκο» τον Νοέμβριο του 1949 μετέφερε περί τους 3.000 Έλληνες, στην πλειονότητά τους ομήρους των κομμουνιστών, που τους έσερναν μαζί τους σαν «λάφυρα» «του απελευθερωτικού» τους αγώνα στις λεγάμενες Λαϊκές Δημοκρατίες. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν από τις παραμεθόριες περιοχές των Νομών Θεσπρωτίας (χωριά Λιά, Βαβούρι, Τσαμαντάς, Λιντίσδα, Λίστα), Ιωαννίνων και Καστοριάς. Η διαδρομή ήταν από τη Σκόδρα, όπου τους είχαν μεταφέρει, βίαια και πατά τη θέλησή τους, από τα χωριά τους, στο Δυρράχιο με φορτηγά, περίπου 80 χλμ. Επιβίβαση στο πολωνικό φορτηγό «Κοσιούσκο», κατεύθυνση δυτικά, κάτω από τη Σικελία, πέρασε νύχτα το Γιβραλτάρ, μπήκε στον Ατλαντικό Ωκεανό, έστριψε δεξιά, ανηφόρισε τον Βισκαϊκό Κόλπο, πέρασε τα στενά της Μάγχης και από τη Βόρεια Θάλασσα κατευθύνθηκε ανατολικά στη Βαλτική, για να καταλήξει στο λιμάνι αποβίβασης, που δεν ήταν άλλο από τη γερμανική πόλη Ντάντσιχ, ή οποία μεταπολεμικά είχε προσαρτηθεί στην Πολωνία και έφερε το όνομα Γκντανσκ. Από το Γκντανσκ, οι περισσότεροι επιβάτες του «Κοσιούσκο» διέσχισαν την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία με τρένα για να καταλήξουν στην Ουγγαρία. Όλα αυτά τον Νοέμβριο του 1949. Αφηγείται η μητέρα μου Ξανθούλα Βενέτη – Μπαρτζώκη: «Τέλη Νοεμβρίου του 1947 μάθαμαν ότι οι αντάρτες κατεβαίνουν από το Πωγώνι στη Μουργκάνα… Ο άντρας μου ο Νικόλας έλειπε από το καλοκαίρι, είχε πάει στη Σχολή της Βελάς για να γίνει παπάς. Ο Αντώνης μου ήταν 3-4 ετών και η Βάσω μου 11-12 ετών. Οι περισσότεροι άνδρες του χωριού φύγανε για το Φιλιάτι… Δυό – τρεις μέρες μετά ήρθαν οι αντάρτες στο σπίτι για κατάσχεση. Μου πήραν μια ραπτομηχανή, 60 οκάδες καλαμπόκι και μια βελέντζα. Τους είπα, έχω αδελφό αντάρτη, τον Χρήστο Μπαρτζώκη… Την άλλη μέρα μου γύρισαν το καλαμπόκι με τη βελέντζα. Αμέσως σχεδόν άρχισαν επιστρατεύσεις κοριτσιών. Στην αρχή επεστράτευσαν άγαμα κορίτσια, θυμάμαι την εξαδέλφη μου Αθηνά Φονέγια, σκοτώθηκε στη Μεγάλη Ράχη, Μηλιά Στράτη, την ανεψιά μου Ελευθερία Βενέτη, Σταυρούλα Τσίγκου, Χρυσούλα Γκατζογιάννη… όλους τους χωριανούς άντρες και γυναίκες αμέσως τους έβαλαν σε “υπηρεσία”. Εμένα στους φούρνους και στη μεταφορά τραυματιών. Κουβαλούσαμε τραυματισμένους αντάρτες από το Τσαρακλιμάνι μέχρι το Βοβούρι και τον Τσαμαντά. Ώρες ολόκληρες, ο φόβος και ο τρόμος φώλιασαν στις ψυχές μας. Τι θα απογίνουμε; Αν έλεγες μια κουβέντα παραπάνω μπορούσε να θεωρηθεί προπαγάνδα και να σε εκτελέσουν. Σκότωσαν πολλές γυναίκες από τα χωριά της Μουργκάνας αλλά και άνδρες ακόμα και νεαρά παιδιά». Έτσι, ενδεικτικά, ο πρόεδρος της γειτονικής κοινότητας της Κωστάνας (Μηλέα) Γιώργος Σόρογκας, η γυναίκα του Στασινή Μπέλλου και ο μοναδικός γιος του Στέφανος εκτελούνται από τους αντάρτες σαν «εχθροί του λαού». Η μνηστή του Στέφανου Σόρογκα, Όλγα Μπαρτζώκη, πρώτη εξεδέλφη της μητέρας μου επιστρατεύεται από τους αντάρτες και σκοτώνεται από νάρκη στις πολύνεκρες μάχες της δύσβατης και δυσπρόσιτης Μουργκάνας το 1948. Η μητέρα μου θυμόταν τις τελευταίες στιγμές της εξαδέλφης της. – Νερό Ξάνθω.. Ύστερα ξεψύχησε από ακατάσχετη αιμορραγία…
Συνεχίζει την αφήγησή της η μητέρα μου: «Λίγο πριν του Σταυρού (14-9-1948) μας είπαν με τα όπλα μπροστά «Διαταγή. Θα σας πάμε στην Αλβανία… περάσαμε τα σύνορα τη νύχτα και βρεθήκαμε στην Αλβανία… Μας έβλεπαν οι Βορειοηπειρώτες και μας έλεγαν κρυφά από τους Αντάρτες «Πού πάτε, μωρέ φιδοφαωμένοι;». Τελικά μας μετέφεραν στην Σκόδρα. Εκεί μέναμε σε καζέρμες, ιταλικούς στρατώνες. Πείνα και ψείρα. […] «Έπεσε ο Γράμμος. Ήταν Αύγουστος του 1949. Μας πήγαν στο Δυρράχιο, μας έμπασαν σ’ ένα φορτηγό πολωνικό πλοίο, μας στοίβαξαν στ’ αμπάρια του πλοίου. Βρόμα και δυσωδία, έμετος και ζάλη. Κάναμε 12 μερόνυχτα να φτάσουμε στην Πολωνία». Όταν περνούσαμε από το Γιβλαρτάρ ο μπαλωματής Σωτηρέλης Βενέτης από τους ελάχιστους που γνώριζαν τι είναι το Γιβλαρτάρ, διέδωσε ότι θα κάνουν νηοψία οι Άγγλοι στο πλοίο και έτσι θα μας γύριζαν στην Ελλάδα. Αυτό εθεωρήθη από την ελληνική κομματική ηγεσία του πλοίου «ως δάκτυλος της αντίδρασης» και ο αφελής συγχωριανός μας όταν φτάσαμε τελικά στην Ουγγαρία, παρέμεινε χωρίς δίκη, φυλακή για 4 χρόνια! Και κάπως έτσι από τα βουνά της Ηπείρου βρεθήκαμε στους κάμπους της Ουγγαρίας. Μια μέρα, κάπου στην Ουγγαρία, οι αντάρτες αποσπούν βίαια τη μεγαλύτερη αδελφή μου, 13-14 ετών, για να την πάνε σε τεχνική σχολή να μάθει τορναδόρισσα. Η μητέρα μου αντιστέκεται, η αδελφή μου γούργιαζε, προστρέχει η νύφη της μητέρας μου, η θειάκω Αγγέλω Μπαρτζώκη, δέχεται τόσο ισχυρό λάκτισμα από τους αντάρτες, που έμεινε νοσηλευόμενη σε νοσοκομείο 15 ημέρες. Σε 5-6 μήνες η αδελφή μου το έσκασε και ήρθε μαζί με άλλες κοπέλες στο χωριό Μπελογιάννης, όπου μας είχαν μεταφέρει. Διηγείται η μητέρα μου: «Με κάλεσαν στο κομματικό γραφείο. – Γιατί έφυγε η κόρη σου; – Ρωτήστε την ίδια. – Πώς θα ζήσει; – Θα μου στέλνει ο άντρας μου λεφτά από την Ελλάδα. Δεν μας έδωσαν ούτε κρεβάτι ούτε δουλειά για τη Βάσω. Μου έστελνε λεφτά ο άντρας μου από την Ελλάδα και έτσι πορευόμασταν. Εγώ δούλευα στις οικοδομές σε μια καινούργια πόλη, το Σταλινβάρος». Θυμάμαι ακόμα την απίστευτη χοντροκομμένη προπαγάνδα της κομματικής ηγεσίας του Κ.Κ, τον πετροπόλεμο Ελληνόπουλων και Σλαβομακεδόνων στο γνωστό χωριό Μπελογιάννης και τη λαχτάρα που είχαμε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα για να γνωρίσουμε τον πατέρα μας. Ένα ακόμα περιστατικό που μου εντυπώθηκε στη μνήμη ήταν όταν με τη μητέρα μου, κρυφά από την κομματική ηγεσία του χωριού Μπελογιάννης, μαζί με άλλες γυναίκες και με οδηγό τον ψάλτη του χωριού μας Πέτρο Παπανικόλα επιβιβαστήκαμε σε μια μαούνα στον Δούναβη για να εκκλησιαστούμε και να μεταλάβουμε σ’ έναν ορθόδοξο ναό, σερβικού χωριού, δυο-τρεις ώρες απόσταση από το Μπελογιάννης.
Ακόμα θυμάμαι τις φωταψίες από τα κεριά της ορθόδοξης εκκλησίας και τα εκφραστικά πρόσωπα των Σέρβων χωρικών που μας παρατηρούσαν γεμάτα συμπάθεια αλλά και περιέργεια…
Τότε πέθανε και η νονά μου Χρυσούλα Μπόκα που τα παιδιά της, από δεκαετίες είχαν εγκατασταθεί στην Αμερική. Μέχρι και μαζική διαδήλωση Ελλήνων ομήρων έγινε στο ουγγρικό Κοινοβούλιο τον Νοέμβριο του 1953 για να εκφράσουν οι όμηροι των ανατρτών – κομμουνιστών την επιθυμία τους να επιστρέφουν στην Ελλάδα. Επιστρέψαμε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο την 1954, όταν μετά τον θάνατο του Στάλιν, τον Μάρτιο του 1953 απομακρύνθηκε από την πρωθυπουργία ο ημιπαράφρων γενικός γραμματέας του ΚΚ Ουγγαρίας Ματίας Ράκοζι και ανέλαβε πρωθυπουργός ο μετριοπαθής Ιμρε Νάγκι. Το σύνολο των ομήρων που επέστρεψε στην Ελλάδα ήταν περίπου 1.300 άτομα. Στον μεθοριακό σταθμό Χεγκνεσάλου, στα σύνορα Ουγγαρίας – Αυστρίας, 21-2-1954, μας ανέμενε εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης ο πρόωρα χαμένος συγγραφέας, που υπηρετούσε ως γραμματέας στην ελληνική πρεσβεία, Ρόδης Ρούφος – Κανακάρης, συνοδευόμενος από τη νεαρή γυναίκα του Αριέτα, το γένος Σκαναβή, της μεγάλης χιώτικης οικογένειας της Νότιας Ρωσίας. Ο μικρότερος εξάδελφός μου Γιάννης Στράτης, χρόνια εγκατεστημένος στην Αμερική, θυμάται την ανακούφιση των ομήρων των ανταρτών, όταν περάσαμε στην Αυστρία, και ξέσπασαν σε θυελλώδη χειροκροτήματα, βέβαιοι πλέον ότι τελικός προορισμός είναι η Ελλάδα.
Φθάνοντας στην Ηγουμενίτσα, μια ηλικιωμένη γυναίκα του χωριού μας, Λειάς Φιλιατών, συγκινημένη που επέστρεφε στην Ελλάδα έπειτα από ομηρεία έξι χρόνων, ζητωκραύγαζε ενθουσιασμένη υπέρ του τότε πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου. Μπέρδευε όμως το Παπάγος με το Παπαγάλος. – Ζήτω ο Παπαγάλος! Ολοκληρώνοντας το μικρό αυτό αφήγημα, θα ήθελα ν’ αποτίσω έναν μικρό φόρο τιμής σ’ αυτές τις γυναίκες της Μουργκάνας, οι οποίες, σε ξένους τόπους, χωρίς τους άντρες τους, υπέμειναν σιωπηλά, καρτερικά την τύχη τους, με μια ήρεμη αλλά σταθερή αξιοπρέπεια και όταν γυρίζουν στην Ελλάδα δεν κραυγάζουν, δεν κατεβαίνουν στους δρόμους, δεν υψώνουν τις γροθιές τους όλο μίσος για κάποιους άλλους, ακόμα και γι’ αυτούς που τις απέσπασαν βίαια από τον τόπο τους και από τα σπίτια τους».