"Κουβαλάω πάρα πολύ μέσα μου το χωριό μου", λέει ο καταξιωμένος Θεσπρωτός πεζογράφος Σ. Δημητρίου...
Ο Σωτήρης Δημητρίου από την Πόβλα Φιλιατών, είναι ένας Θεσπρωτός, που τιμάει τη Θεσπρωτία. Και με τα σπουδαία πεζογραφήματά του, που τα περισσότερα είναι εμπνευσμένα από τον τόπο του, αλλά κυρίως με το ήθος του. Και τον παρακινούν να εκπορεύει ήθος τα βιώματά του, καθώς και η συναισθηματικότητα όσο και αισθητικότητα της εσωτερικής
του ζωής. Στα βιβλία του το ήθος αυτό αναπηδάει ως ένας εξωτισμός, που δεν είναι εξωτερικός ή αυθαίρετα φανταστικός. Αποτυπώνει, πολύ περισσότερο, ένα θαυμαστά προσωπικό ύφος: Κρουστό, υποβλητικό, ζεστό. Έχει πει ο ίδιος: "Γεννήθηκα στην Πόβλα Θεσπρωτίας. Την κουβαλάω πάρα πολύ μέσα μου. Βρέφος πήγα στην Ηγουμενίτσα και κάθε καλοκαίρι, Χριστούγεννα και Πάσχα πήγαινα στο χωριό, πλάι στη γιαγιά. Ένα χωριό στην παρακμή της ακμής. Ακόμα είχε αρκετό κόσμο. Όταν πήγαινα Γυμνάσιο, άρχισε να σβήνει. Στη δεκαετία που ήμουν μεταξύ είκοσι και τριάντα χρόνων, που ξεχνάς τα πατρώα και τα μητρώα, ούτε καν το σκεφτόμουν. Σήμερα έχει λίγους ηλικιωμένους και, όπως λένε στο χωριό, «κάθε γέρος που πεθαίνει, το σπίτι μανταλώνει και δεν ξανανοίγει». Για μένα, μια γριά του χωριού κουβαλάει πολύ πιο μεγάλη ποιητικότητα και πολύ πιο μεγάλη εγγραμματοσύνη από έναν μορφωμένο της Αθήνας. Πρέπει να φύγεις για να το καταλάβεις. Πρόσφατα διάβασα ένα ωραίο: την ευτυχία την καταλαβαίνουμε από τον θόρυβο που κάνει όταν μας εγκαταλείπει".
του ζωής. Στα βιβλία του το ήθος αυτό αναπηδάει ως ένας εξωτισμός, που δεν είναι εξωτερικός ή αυθαίρετα φανταστικός. Αποτυπώνει, πολύ περισσότερο, ένα θαυμαστά προσωπικό ύφος: Κρουστό, υποβλητικό, ζεστό. Έχει πει ο ίδιος: "Γεννήθηκα στην Πόβλα Θεσπρωτίας. Την κουβαλάω πάρα πολύ μέσα μου. Βρέφος πήγα στην Ηγουμενίτσα και κάθε καλοκαίρι, Χριστούγεννα και Πάσχα πήγαινα στο χωριό, πλάι στη γιαγιά. Ένα χωριό στην παρακμή της ακμής. Ακόμα είχε αρκετό κόσμο. Όταν πήγαινα Γυμνάσιο, άρχισε να σβήνει. Στη δεκαετία που ήμουν μεταξύ είκοσι και τριάντα χρόνων, που ξεχνάς τα πατρώα και τα μητρώα, ούτε καν το σκεφτόμουν. Σήμερα έχει λίγους ηλικιωμένους και, όπως λένε στο χωριό, «κάθε γέρος που πεθαίνει, το σπίτι μανταλώνει και δεν ξανανοίγει». Για μένα, μια γριά του χωριού κουβαλάει πολύ πιο μεγάλη ποιητικότητα και πολύ πιο μεγάλη εγγραμματοσύνη από έναν μορφωμένο της Αθήνας. Πρέπει να φύγεις για να το καταλάβεις. Πρόσφατα διάβασα ένα ωραίο: την ευτυχία την καταλαβαίνουμε από τον θόρυβο που κάνει όταν μας εγκαταλείπει".