Εκδήλωση οργάνωσε στην Ηγουμενίτσα ο σύλλογος πολιτικών συνταξιούχων νομού Θεσπρωτίας, με διδακτική και εμπνευσμένη ομιλία του Γεωργίου Καπρινιώτη, για τον μεγάλο αγωνιστή της ελευθερίας Γ. Καραϊσκάκη. Ομιλίες σαν αυτή είναι απαραίτητες για την αναζωογόνηση της εθνικής μνήμης. Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε ότι η ζωή και ο θάνατος του Γεωργίου Καραϊσκάκη είναι μια από τις πιο
συγκλονιστικές αλλά και πιο αποκαλυπτικές σελίδες της ιστορίας του ’21. Να σημειωθεί ότι συνέπαιρνε
τους απλούς μαχητές που συνέρεαν και γέμιζαν τα στρατόπεδα των ατάκτων
του. Τα παλικάρια ορκίζονταν στ’ όνομά του. Γιατί σ’ όλη τη σκληρή του
διαδρομή στα σώματα των κλεφτοκαπεταναίων και από τις πρώτες του
κιόλας αναμετρήσεις με τους εχθρούς, άλλο δεν έκανε παρά να μπαίνει στις μάχες μπροστά και να μοιράζεται με τους συντρόφους του τη ζωή και το θάνατο εξίσου και όλα αυτά μέσα από αντίξοες συνθήκες. Με κλονισμένη την υγεία του και τον κατατρεγμό των εχθρών του, ιδιαίτερα του Α. Μαυροκορδάτου, που ως διευθυντής της Δυτικής Ελλάδος την άνοιξη του 1824 τον πέρασε από δίκη στο Αιτωλικό για εσχάτη προδοσία. Και κανείς στρατηγός δεν ευτύχησε σαν αυτόν να βλέπει να συρρέουν τα πλήθη κοντά του και, οδηγημένα απ’ τη βεβαιότητα της πανάκριβης πείρας του και το σπινθηροβόλο του βλέμμα, να προχωρούν από νίκη σε νίκη, τη στιγμή που έφτασαν όλα να κρέμονται από μία κλωστή κι ελπίδα στον προσκυνημένο ραγιά να μη μένει. Αναμετρήθηκε με οχτώ χιλιάδες πεζούς και δύο χιλιάδες ιππείς του Κιουταχή. Οι άλλοι συμπολεμιστές τους τα χάνουν μπροστά σε τόσο στρατό που βαδίζει συγκροτημένος, αποφα- σισμένος και βέβαιος για τη νίκη. Ο Καραϊσκάκης περνούσε τα οχυρώματα και εμψύχωνε τους στρατιώτες του. Με διακόσιους αγωνιστές χύνεται ο ίδιος απάνω τους και τους γυρίζει πίσω, σώζοντας το στρατόπεδο από την καταστροφή. Στην Αράχοβα (Νοέμβρης 1826). Πετιέται απ’ το γιατάκι του άρρωστος από φθίση και πιάνει το γιαταγάνι του, γυρίζοντας σα δαιμονισμένος μες στο χωριό και ξεσηκώνοντας τους αγωνιστές που μπήκαν στα σπί- τια για να προστατευτούν απ’ το χιόνι. Στιγμή κρίσιμη για την τύχη του στρατοπέδου του και του αγώνα. Χτυπιέται με δύο χιλιάδες εχθρούς. Γλίτωσαν περίπου τριακόσιοι. Η κατάσταση σώθηκε. Οι ελπίδες αναπτερώθηκαν. Ο αγώναςοδηγεί προς την ελευθερία. Τρεις με τέσσερις χιλιάδες Τουρκαρβανίτες οδηγεί ο Κιουταχής στο Κερατσίνι για να διαλύσει το στρατόπεδο των ελλήνων. Αντιστέκονται τέσσερις ω΄ρες στο δκληρό σφυροκόπημα των κανονιών του. και τους αφήνουν να πλησιάσουν στα ταμπούρια τους. μια χούφτα οι έλληνες μπρος στη δύ- ναμη του εχθρού. Τους στήνει καρτέρι ο στρατηγός. Και τους διαλύει. Μιανίκη λαμπρή που την έιχε ανάγκη η πατρίδα στις δύσκολες ώρες. Το τραγικό του τέλος ήταν στο Φάληρο. 22 Απρίλη 1827. Και το σχέδιο ορ-γανωμένο για το χτύπημα του εχθρού που βρίσκεται εκεί. Το μεσημέρι έφαγε λίγο ψωμί και ξάπλωσε να ησυχάσει. Η διαταγή του ήταν σαφής: να αποφύγουν οι στρατιώτες του κάθε σύγκρουση με τον εχθρό. Δεν πρόλαβε να ησυχάσει όταν άκουσε πυροβολισμούς. Πετάχτηκε απ’ το στρώμα του. Του μηνούν πως οι δικοί του χτυπιούνται με τους άλλους. Καβαλάει τ’ άλογό του και τρέχει οργισμένος στη μάχη. Γυρίζουν πίσω οι Τούρκοι. Ήταν 4 το απόγευμα. Ένα βόλι χτυπά το βουβώνα του. Δεν είναι τίπο- τα, λέει. Μα ήταν το τέλος του. “Επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, εγνώριζε τον αίτιον και αν ήθελε ζήσει, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον”, γράφει ο βιογράφος του Δημήτριος Αινιάν. Στις 4 το πρωί της 23ης Απρίλη του 1827, πριν ξημερώσει του Αγίου Γεωργίου, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης παραδόθηκε στο βόλι του θανάτου.Τον έκλαψε η Ρωμιοσύνη. Και τον τίμησε και τον αποχαιρέτησε σαν πατέρα της και θρήνησε την απουσία του. Τάφηκε κατ’ επιθυμίαν του στο ναό του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα.
κιόλας αναμετρήσεις με τους εχθρούς, άλλο δεν έκανε παρά να μπαίνει στις μάχες μπροστά και να μοιράζεται με τους συντρόφους του τη ζωή και το θάνατο εξίσου και όλα αυτά μέσα από αντίξοες συνθήκες. Με κλονισμένη την υγεία του και τον κατατρεγμό των εχθρών του, ιδιαίτερα του Α. Μαυροκορδάτου, που ως διευθυντής της Δυτικής Ελλάδος την άνοιξη του 1824 τον πέρασε από δίκη στο Αιτωλικό για εσχάτη προδοσία. Και κανείς στρατηγός δεν ευτύχησε σαν αυτόν να βλέπει να συρρέουν τα πλήθη κοντά του και, οδηγημένα απ’ τη βεβαιότητα της πανάκριβης πείρας του και το σπινθηροβόλο του βλέμμα, να προχωρούν από νίκη σε νίκη, τη στιγμή που έφτασαν όλα να κρέμονται από μία κλωστή κι ελπίδα στον προσκυνημένο ραγιά να μη μένει. Αναμετρήθηκε με οχτώ χιλιάδες πεζούς και δύο χιλιάδες ιππείς του Κιουταχή. Οι άλλοι συμπολεμιστές τους τα χάνουν μπροστά σε τόσο στρατό που βαδίζει συγκροτημένος, αποφα- σισμένος και βέβαιος για τη νίκη. Ο Καραϊσκάκης περνούσε τα οχυρώματα και εμψύχωνε τους στρατιώτες του. Με διακόσιους αγωνιστές χύνεται ο ίδιος απάνω τους και τους γυρίζει πίσω, σώζοντας το στρατόπεδο από την καταστροφή. Στην Αράχοβα (Νοέμβρης 1826). Πετιέται απ’ το γιατάκι του άρρωστος από φθίση και πιάνει το γιαταγάνι του, γυρίζοντας σα δαιμονισμένος μες στο χωριό και ξεσηκώνοντας τους αγωνιστές που μπήκαν στα σπί- τια για να προστατευτούν απ’ το χιόνι. Στιγμή κρίσιμη για την τύχη του στρατοπέδου του και του αγώνα. Χτυπιέται με δύο χιλιάδες εχθρούς. Γλίτωσαν περίπου τριακόσιοι. Η κατάσταση σώθηκε. Οι ελπίδες αναπτερώθηκαν. Ο αγώναςοδηγεί προς την ελευθερία. Τρεις με τέσσερις χιλιάδες Τουρκαρβανίτες οδηγεί ο Κιουταχής στο Κερατσίνι για να διαλύσει το στρατόπεδο των ελλήνων. Αντιστέκονται τέσσερις ω΄ρες στο δκληρό σφυροκόπημα των κανονιών του. και τους αφήνουν να πλησιάσουν στα ταμπούρια τους. μια χούφτα οι έλληνες μπρος στη δύ- ναμη του εχθρού. Τους στήνει καρτέρι ο στρατηγός. Και τους διαλύει. Μιανίκη λαμπρή που την έιχε ανάγκη η πατρίδα στις δύσκολες ώρες. Το τραγικό του τέλος ήταν στο Φάληρο. 22 Απρίλη 1827. Και το σχέδιο ορ-γανωμένο για το χτύπημα του εχθρού που βρίσκεται εκεί. Το μεσημέρι έφαγε λίγο ψωμί και ξάπλωσε να ησυχάσει. Η διαταγή του ήταν σαφής: να αποφύγουν οι στρατιώτες του κάθε σύγκρουση με τον εχθρό. Δεν πρόλαβε να ησυχάσει όταν άκουσε πυροβολισμούς. Πετάχτηκε απ’ το στρώμα του. Του μηνούν πως οι δικοί του χτυπιούνται με τους άλλους. Καβαλάει τ’ άλογό του και τρέχει οργισμένος στη μάχη. Γυρίζουν πίσω οι Τούρκοι. Ήταν 4 το απόγευμα. Ένα βόλι χτυπά το βουβώνα του. Δεν είναι τίπο- τα, λέει. Μα ήταν το τέλος του. “Επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, εγνώριζε τον αίτιον και αν ήθελε ζήσει, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον”, γράφει ο βιογράφος του Δημήτριος Αινιάν. Στις 4 το πρωί της 23ης Απρίλη του 1827, πριν ξημερώσει του Αγίου Γεωργίου, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης παραδόθηκε στο βόλι του θανάτου.Τον έκλαψε η Ρωμιοσύνη. Και τον τίμησε και τον αποχαιρέτησε σαν πατέρα της και θρήνησε την απουσία του. Τάφηκε κατ’ επιθυμίαν του στο ναό του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα.