Το ιερό του Νεκρομαντείου του Αχέροντα ανήκε κατά την αρχαιότητα στους Θεσπρωτούς, που
εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο γύρω στο 2000 π.Χ. Στο χώρο του ιερού, όπως και στην αρχαία πόλη Εφύρα, 500 μ. βόρεια
του Νεκρομαντείου, έχουν εντοπιστεί μυκηναϊκά ευρήματα (14ος-13ος αιώνας π.Χ.).
Ο Ηρόδοτος βεβαιώνει τη
λειτουργία του ιερού στον 8ο αιώνα π.Χ. Το ιερό γνώρισε την ύψιστη ακμή
του τον 3ο και το 2ο αιώνα π.Χ., πυρπολήθηκε δε από τους Ρωμαίους το 167
π.Χ. Ο χώρος της αυλής κατοικήθηκε εκ νέου τον 1ο αι. π.Χ.
Σ'αυτό το ιερό, λοιπόν, βρέθηκαν παλαιότερα από την υποψήφια τότε διδάκτορα αρχαιολογίας στο ΑΠΘ Ευγενία Γκατζόγια απανθρακωμένα κουκιά, σταφύλια, ελιές, ρόβια, μπιζέλια και λούπινα !
Σύμφωνα με τις επισστημονικές εκτιμήσεις τα κουκιά, τα κατανάλωναν οι πιστοί και έφταναν σε
έκσταση και μέσα από τις παραισθήσεις «επικοινωνούσαν» με τις ψυχές των
νεκρών στο πιο φημισμένο νεκρομαντείο του αρχαίου Ελληνικού κόσμου.
Ο αείμνηστος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, έφορος Αρχαιοτήτων
και ανασκαφέας της περιοχής, Σωτήρης Δάκαρης, είχε επισημάνει ότι
αυτά αποτελούσαν συστατικά μιας ειδικής διατροφής με την οποία οι
επισκέπτες προετοιμάζονταν ψυχικά και σωματικά για την επικοινωνία με
τις ψυχές των νεκρών, όπως περιγράφει ο Όμηρος στη Νέκυια της Οδύσσειας.
π. Ηλίας Μάκος