«Εσπαρμένοι αγροί, χλοερώτατα βοσκοτόπια, σμαράγδινοι λειμώνες,
ωραιότατα πολύχρωμα άνθη, καλύβαι και μάνδραι ποιμένων, πλήθη ποιμνίων» κ.λπ.
Η ύπαιθρος στην Ήπειρο τα παλαιά τα χρόνια ήταν πολύ
διαφορετική από αυτή, που βλέπουμε σήμερα. Και δεν θα μπορούσε να την αποδώσει
κανείς καλύτερα από τον λογοτέχνη Κώστα Κρυστάλλη, που την περιγράφει με ζωντανεμένα:
«Διερχόμεθα εσπαρμένους αγρούς σίτου και αραβοσίτου και χλοερώτατα βοσκοτόπια. Σμαράγδινοι
ηπλούντο αφ’ ενός οι λειμώνες εστολισμένοι με καταπράσινα χόρτα και ποικιλλόμενοι εν τω μεταξύ υπό ωραιοτάτων πολύχρωμων ανθέων, άτινα αναπνέοντα εμύρωνον όλον τον πέριξ αέρα. Αφ’ ετέρου οι χρυσοί και έτοιμοι εις θερισμόν στάχυες εκυμάτιζον υπό την αύραν, διαποικιλλόμενοι εδώ κι εκεί υπό του περφυρού πετάσου της παπαρούνας, της φαιδράς χωριατοπούλας. Αμιγείς, ακηλίδωτοι οι αγροί ωμοίαζον με εκτεταμένην λίμνην χρυσήν. Ενώ τους λειμώνας έστιζον κατά διαστήματα σωροί θάμνων ανθοφόρων εν οις κατ’ αγέλας συμπυκνούμενοι οι ζωηροί σπίνοι εκελάδουν γοητευτικώτατα. Κάπου-κάπου δε μεταξύ των θάμνων ανυψούντο οι εκ καλάμων και αχύρων καλύβαι και μάνδραι των ποιμένων. Τα πλήθη των ποιμνίων εξερχόμενα των μανδρών, εν αις είχον αμελχθή, διεσκορπίζοντο εύθυμα ανά τας χλοεράς βοσκάς κινούντας εναρμονίως τους κουδουνίσκους των. Οι μολοσσοί εξηπλούντο υπό τας σκιάς των θάμνων, οι δε νεαροί ποιμένες αναρτώντες τας γαλακτοδόχους και τους επενδύτας των επί των πασσάλων των καλυβών, μετεκόμιζον άδοντες το γάλα εις το χωρίον. Εκ τουχωρίου δε πάλιν ομάδες ανδρών και γυναικών εξερχόμεναι, έβγαινον με διάφορα του θερισμού εργαλεία προς τους σφριγώντας αγρούς. Πόσον τω όντι χαρίεις και ευδαίμων είναι ο αγροτικός βίος, όταν κοπιάπαζη κανείς για τον εαυτό του!».
ηπλούντο αφ’ ενός οι λειμώνες εστολισμένοι με καταπράσινα χόρτα και ποικιλλόμενοι εν τω μεταξύ υπό ωραιοτάτων πολύχρωμων ανθέων, άτινα αναπνέοντα εμύρωνον όλον τον πέριξ αέρα. Αφ’ ετέρου οι χρυσοί και έτοιμοι εις θερισμόν στάχυες εκυμάτιζον υπό την αύραν, διαποικιλλόμενοι εδώ κι εκεί υπό του περφυρού πετάσου της παπαρούνας, της φαιδράς χωριατοπούλας. Αμιγείς, ακηλίδωτοι οι αγροί ωμοίαζον με εκτεταμένην λίμνην χρυσήν. Ενώ τους λειμώνας έστιζον κατά διαστήματα σωροί θάμνων ανθοφόρων εν οις κατ’ αγέλας συμπυκνούμενοι οι ζωηροί σπίνοι εκελάδουν γοητευτικώτατα. Κάπου-κάπου δε μεταξύ των θάμνων ανυψούντο οι εκ καλάμων και αχύρων καλύβαι και μάνδραι των ποιμένων. Τα πλήθη των ποιμνίων εξερχόμενα των μανδρών, εν αις είχον αμελχθή, διεσκορπίζοντο εύθυμα ανά τας χλοεράς βοσκάς κινούντας εναρμονίως τους κουδουνίσκους των. Οι μολοσσοί εξηπλούντο υπό τας σκιάς των θάμνων, οι δε νεαροί ποιμένες αναρτώντες τας γαλακτοδόχους και τους επενδύτας των επί των πασσάλων των καλυβών, μετεκόμιζον άδοντες το γάλα εις το χωρίον. Εκ τουχωρίου δε πάλιν ομάδες ανδρών και γυναικών εξερχόμεναι, έβγαινον με διάφορα του θερισμού εργαλεία προς τους σφριγώντας αγρούς. Πόσον τω όντι χαρίεις και ευδαίμων είναι ο αγροτικός βίος, όταν κοπιάπαζη κανείς για τον εαυτό του!».