Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Ο λόγος
μας, περί των οφθαλμών και των βλεμμάτων. Για τις θυρίδες αυτές που μας κάνουν
να επικοινωνούμε σωστά και όμορφα με τον έξω
κόσμο και που αποτελούν και αυτά κορυφή των οργάνων του «θεοτεύκτου» σώματός
μας. Αλήθεια,
έχουμε συνειδητοποιήσει ότι οι οφθαλμοί μας είναι ακριβώς όπως και του προτύπου
μας, δηλ. του Κυρίου μας Ιησού Χριστού;
Λίγο εάν σταθούμε και σ' αυτή την αλήθεια, πολλά έχουμε
Λίγο εάν σταθούμε και σ' αυτή την αλήθεια, πολλά έχουμε
να διδαχθούμε, όταν μάλιστα
αυτός ο λόγος του Θεού, η Βίβλος, κάνει λόγο και αναφορά στους οφθαλμούς και
στο βλέμμα του Ιησού! Και
στο σημείο αυτό, επιβάλλεται να τονίσουμε ότι ο Θεός ήλθε και έγινε άνθρωπος,
όμοιος με εμάς, δίχως όμως να τον έχει αγγίξει το φαρμάκι της αμαρτίας. Ήλθε ως
άνθρωπος, μέσω της Υπερευλογημένης Μητέρας Του, της Κυρίας Θεοτόκου!
Και
αφού ο ίδιος ο Θεάνθρωπος τίμησε τόσο πολύ την Πανάχραντο Μητέρα Του, και δια
της ενανθρωπήσεως και γεννήσεώς Του, την
ανέδειξε «Τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν
ασυγκρίτως των Σεραφίμ», είναι άξιον και δίκαιον να ατενίσουμε, έστω
και λίγο το «θεομητορικό της πρόσωπο και το μοναδικό της βλέμμα»!
Αναμφιβόλως,
η Θεοτόκος είναι η πρώτη των τέκνων της Καινής Διαθήκης, και η πρώτη της εποχής
της χάριτος που είδε «το αιώνιον και ανέσπερον φως». Αυτός δε είναι και ο λόγος
που όσοι αγάπησαν και αρνήθηκαν τα «του κόσμου ηδέα», και τύλιξαν την ύπαρξή
τους με το ευλογημένο ένδυμα των μοναχών, τρέφουν ιδιαιτέρα την αγάπη και
αισθάνονται μοναδική την οικειότητα προς την Θεοτόκο. Ναι, οι Ορθόδοξοι
Μοναχοί, σε οποιοδήποτε επίπεδο και αν βρίσκονται, νιώθουν πως είναι «του
γένους της Παρθένου». Και τούτο, ακριβώς διότι προσηλώνουν τη ματιά τους στην
Πανάχραντη Θεομητορική της μορφή, και μαζί Της, στρέφουν το πρόσωπό τους προς
το Θεανδρικό πρόσωπο του Υιού Της. Αυτού
του οποίου «οι οφθαλμοί, φλόξ πυρός»[1].
Είναι
δε εντελώς αδύνατον να αισθανθούμε την Ουράνια χαρά της Θεοτόκου, όταν κρατούσε
στην μητρική Της αγκάλη το βρέφος Ιησούν και το θώπευε με το μοναδικό παρθενικό
της βλέμμα...
Και
όπως η Παναγία μας εκυοφόρησε για εννέα μήνες και έφερε στον κόσμο τον Υιόν και
Λόγον του Θεού, έτσι και τα τέκνα της «Θεοτόκου και
Μητέρας του Φωτός», μέσω της Ορθοδόξου και αυθεντικής εκκλησιαστικής
ζωής, «συλλαμβάνουν, κυοφορούν, γεννούν» μέσα στην καρδιά τους και βλέπουν τον
Κύριο!
Αυτή
μάλιστα η «ευλογημένη εν γυναιξί», «τα δευτερεία
της Τριάδος κατέχουσα», ποδηγετεί τα αγαπημένα και ταπεινά της
τέκνα, ώστε να απολαμβάνουν μέσα στο «άκτιστον φως» την Ίδια με τον Υιόν Της «και Θεόν ημών»!
Το
δε βιβλίο του Άσματος των Ασμάτων[2]
αναφέρει προφητικά και τούτο το χαρακτηριστικό της Θεοτόκου: «Οφθαλμοί σου περιστεραί (αγνοί και πνευματικοί) εκτός της
σιωπήσεώς σου» (φανερώνουν τη μυστική και αγία Σου ζωή, που τη
βλέπει και τη γνωρίζει ο ίδιος ο Θεός).
Και
φυσικά, όπου η Θεοτόκος, εκεί και το πρόσωπο του Θεού-Λόγου.
Πριν
ακόμα τον κρατήσει στην αγκάλη της, τον είχε εγκαταστήσει στην καρδιά της.
Αλλ'
αυτό το μοναδικό προνόμιο της Θεομήτορος, δίδεται και σε κάθε πιστό μέλος της
Εκκλησίας μας. Ο κάθε Χριστιανός έχει το προνόμιο να βαστάζει μέσα στην ύπαρξή
του τη Θεομένη σάρκα του Χριστού!
Τους
τρεις πρώτους αιώνες, η Εκκλησία ζωντάνευε συναρπαστικά το προνόμιο αυτό, κάθε
φορά που οι πιστοί μεταλάμβαναν. Οι
ιερείς εναπόθεταν την μερίδα του Σώματος του Χριστού επάνω στην ανοιχτή παλάμη
του Χριστιανού, και εκείνος κοινωνούσε πια μόνος του το Σώμα και κατόπιν το
Αίμα του Κυρίου μας, όπως ακριβώς γίνεται σήμερα κατά την θεία κοινωνία των
λειτουργών ιερέων. Βεβαίως, για πρακτικούς κατόπιν λόγους, και για να προστατευθεί
το Σώμα του Κυρίου, η ίδια η Εκκλησία όρισε να κοινωνούμε δια της Αγίας
Λαβίδος. Φυσικά η ουσία παραμένει ακριβώς η ίδια. Ο κάθε πιστός, όταν κοινωνεί,
εκτός του ότι γίνεται σύσσωμος και σύναιμος Χριστού, καθίσταται και «εικόνα της
Θεοτόκου»!
Μαζί
με την Θεομήτορα, αξιώνεται να κρατήσει κι αυτός στην ύπαρξή του «Θεόν Λόγον σαρκωθέντα»!
Τώρα
πλέον ο άνθρωπος μπορεί να βλέπει και να
ομιλεί με τον ίδιο τον Θεό «πρόσωπο προς Πρόσωπο»!
Και
από το Θεανδρικό πρόσωπο και αυτό το Θεομητορικό, ας περάσουμε να δούμε μια
μεγάλη αλήθεια που εξέφραζε με δέος και συγκίνηση ένας παραδοσιακός βυζαντινός
αγιογράφος. Έλεγε λοιπόν: «Κάθε φορά που φτάνω ν'
αγγίξω με τον χρωστήρα μου το πρόσωπο μα κυρίως τους οφθαλμούς του Κυρίου,
συγκλονίζομαι και τα χέρια μου παραλύουν»!
Βεβαίως,
τους Παντοκρατορικούς οφθαλμούς του Κυρίου Ιησού, ελάχιστοι σήμερα έχουν
αξιωθεί, μέσα στο φως της χάριτος να τους ατενίσουν... Ούτε πάλι πρέπει να
γίνονται θέμα φαντασίας. Όχι, άλλος είναι ο δρόμος που οδηγεί στο πρόσωπο του
εσταυρωμένου και αναστημένου Κυρίου μας.
Ο καλύτερος τρόπος για να μάθει ο πιστός να βλέπει τον Ιησού, είναι να
τον αφήνει να τον κοιτάζει ο Ίδιος. Να διδαχθεί δηλ. να τοποθετείται κάτω από
το μοναδικά ανέκφραστό Του βλέμμα.
Ως
ένας υπερκόσμιος ήλιος, το βλέμμα του Ιησού φωτίζει τον κόσμο και τους
ανθρώπους. Διώχνει το σκοτάδι και ανοίγει δρόμο μέσα στη νύχτα της αμαρτίας.
Τίποτε δεν του μένει κρυφό και απαρατήρητο. «Πάντα
δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς αυτού»[3].
Όταν
με την παρουσία Του βρισκόταν αισθητά κοντά στους απλοϊκούς του μαθητές και
ανάμεσα στον βασανισμένο κόσμο, όλα τα έβλεπε και τα αγκάλιαζε με τη ζεστή του
ματιά.
Άπλωνε
τις φωτεινές ανταύγειες των ματιών Του επάνω στους χρυσούς αγρούς των σταχυών.
Προσήλωνε το βλέμμα Του στ' αγριολούλουδα του βουνού κι άφηνε τα αθώα του
παιδικά μάτια (αυτά τα αθώα μάτια που τα έτρεμαν τα δαιμόνια και δεν άντεχαν να
τα διασταυρώσουν οι πονηροί με τα δικά τους τα μάτια) να παίζουν με τα
χαρούμενα πετάγματα των πουλιών. Ατένιζε την θάλασσα και τον ορίζοντα που χανόταν
στο βάθος και η καρδιά Του χτυπούσε στο ρυθμό της χαράς και της δοξολογίας.
Ακουμπούσε αυτά τα βλέμματά Του στους μαθητές Του και στον απλό λαό, που τον
άκουγε να μιλάει και να κρέμεται από τα χείλη Του. Ύψωνε, τέλος, το αστραφτερό
Του βλέμμα, γεμάτο εμπιστοσύνη, στο γαλάζιο τ' ουρανού, όταν ανοιγόταν στην
προσευχή και στην επικοινωνία με τον Πατέρα.
Το
μάτι του Ιησού ήταν απλό και φωτεινό. Ήταν όργανο αληθείας. Ο Κύριος ως
άνθρωπος, έβλεπε στην σωστή τους διάσταση τον κόσμο και την ζωή. Θωρούσε τα
πρόσωπα των ανθρώπων, όπως το φως του ήλιου. Απαλά και καθαρά, δίχως να
μολύνεται τίποτε. Αντιθέτως, όπου έπεφτε η ματιά Του, τα πάντα γέμιζαν ευλογία
και «ευωδία Χριστού»[4].
Όπου πέφτει αυτό το Θεϊκό Του βλέμμα, τα πάντα αποκτούν
νόημα. Και όπως είπε κάποιος, «αυτό το βλέμμα είναι καθαρό σαν το κρύσταλλο και
απέραντο σαν τον ουρανό»!
Τώρα πλέον είναι στη θέληση του ανθρώπου να βλέπει τον Θεό
και να συνομιλεί μαζί του. Δεν χρειάζεται να τρέξεις «από Ανατολών και Δυσμών
και θαλάσσης και εώας», για να Τον συναντήσεις. Τώρα ο ίδιος ο πλαστουργός
ανοίγει τον διακοπέντα στην Εδέμ διάλογο και ακούει τα άδηλα και τα κρύφια.
Τους πόνους και τις χαρές μας. «Ο Θεός
εισακούσεταί σου έτι λαλούντος σου, ερεί, ιδού πάρειμι»[5].
Τώρα, το μάτι του ανθρώπου έχει την δυνατότητα να καθίσταται
όργανο αληθείας και όχι όργανο επιθυμίας. Δια του Ιησού, επιτέλους, υπάρχει η
δυνατότητα να «βλέπει κανείς σωστά» και μόνο σωστά.
Και ας μη λησμονούμε ότι ο Κύριος διακηρύσσει ολοκάθαρα
στην επί του Όρους ομιλία Του: «Μακάριοι οι
καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»[6].
Ναι, ο Ιησούς δεν μπορεί να γίνεται θεατός, παρά μόνο από
τους «καθαρούς τη καρδία».