Του Μητροπολίτου Κονίτσης Ανδρέου
Η
Ελλάδα, η αγαπημένη Πατρίδα
μας, που ήταν, τότε, στην
περίοδο του Μεσοπολέμου, περιφρονημένη από
τους ευρωπαϊκούς, κυρίως, λαούς, λόγω της εθνικής
συμφοράς που υπέστη στην
Μικρά Ασία, αλλά και του επάρατου εθνικού διχασμού,
βρέθηκε, αναπάντεχα, στο επίκεντρο του διεθνούς
θαυμασμού. Γιατί ; Διότι είπε, απλά
και αποφασιστικά,
το «ΟΧΙ» στο ιταμό ιταλικό τελεσίγραφο,
με το οποίο ο Μουσολίνι
ζητούσε να κατακτήση την Χώρα. Κανένας δεν το περίμενε. Κι’ αυτό, επειδή μεγάλες χώρες, όπως η Γαλλία, υπέκυψαν στον Άξονα μέσα σε λίγες, μόλις,
μέρες, ενώ άλλες, όπως για παράδειγμα η Δανία, δεν επολέμησαν καν. Όμως, η μικρή Ελλάδα
το είχε από καιρό αποφασίσει : Η να ζήση ελεύθερη η να πεθάνη. Είναι πολύ
χαρακτηριστικό αυτό που έγραφε στην
ανοιχτή επιστολή του προς
τον Χίτλερ ο αρθρογράφος της
«Καθημερινής» Γεώργιος
Βλάχος, στο τέλος εκείνου του περιώνυμου άρθρου, που έκανε κυριολεκτικά πάταγο, όταν δημοσιεύθηκε το Σάββατο, 8 Μαρτίου του 1941, και η «Καθημερινή» πούλησε πάνω από 300.000 φύλλα, αριθμό ρεκόρ για τα δεδομένα εκείνης της εποχής : Η Ελλάδα, έγραφε ο Γεώργιος Βλάχος, εάν η Γερμανία της επιτεθή (όπως έντονα εφημολογείτο) θα πολεμήση όπου χρειασθή. «Και θα αναμείνη την εκ Βερολίνου επιστροφήν του δρομέως, ο οποίος ήλθε προ πέντε ετών (1936) και έλαβεν από την Ολυμπίαν το φως, δια να μεταβάλη εις δαυλόν την λαμπάδα και φέρη την πυρκαϊάν εις τον μικρόν την έκτασιν, αλλά μέγιστον αυτόν τόπον ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει τώρα να τον μάθη και να αποθνήσκη».
Βλάχος, στο τέλος εκείνου του περιώνυμου άρθρου, που έκανε κυριολεκτικά πάταγο, όταν δημοσιεύθηκε το Σάββατο, 8 Μαρτίου του 1941, και η «Καθημερινή» πούλησε πάνω από 300.000 φύλλα, αριθμό ρεκόρ για τα δεδομένα εκείνης της εποχής : Η Ελλάδα, έγραφε ο Γεώργιος Βλάχος, εάν η Γερμανία της επιτεθή (όπως έντονα εφημολογείτο) θα πολεμήση όπου χρειασθή. «Και θα αναμείνη την εκ Βερολίνου επιστροφήν του δρομέως, ο οποίος ήλθε προ πέντε ετών (1936) και έλαβεν από την Ολυμπίαν το φως, δια να μεταβάλη εις δαυλόν την λαμπάδα και φέρη την πυρκαϊάν εις τον μικρόν την έκτασιν, αλλά μέγιστον αυτόν τόπον ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει τώρα να τον μάθη και να αποθνήσκη».
-Β-
Δεν
υπολόγισε ούτε στιγμή η Ελλάδα να συμβιβασθή με τις
δυνάμεις της βίας και του κακού, τις οποίες
αντιπροσώπευε ο Άξονας. Εκείνες
τις δραματικές ώρες,
που έπρεπε να διαλέξη ανάμεσα στην ατίμωση και στην ελευθερία, χωρίς δισταγμό
προτίμησε την ελευθερία και
την δόξα που ακολούθησε.
Και δεν μπορούσε να γίνη διαφορετικά, Γιατί την βάραινε μια ιστορία 2.500 χρόνων, με τους
Μαραθώνες, τις Σαλαμίνες, τις μεγαλειώδεις εκστρατείες
του Μεγάλου Αλεξάνδρου,
τις Αλαμάνες, τα
Δερβενάκια, τους θρυλικούς Βαλκανικούς Πολέμους ... Αυτή την ιστορία δεν μπορούσε να την
περιφρονήση και να την αρνηθή.
Έτσι, όταν το «ΟΧΙ» του Έλληνα πρωθυπουργού Ιωάννου Μεταξά το έκανε δικό του και ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός, εκείνο το «ΟΧΙ» έγινε παιάνας, θούριο,
θριαμβευτικό σάλπισμα, που αντήχησε
στα πέρατα της γης. Και ήταν
ο Τσώρτσιλ, ο πρωθυπουργός
της Αγγλίας, που είπε τον ιστορικό εκείνο λόγο : «Μέχρι
τώρα λέγαμε, ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες. Από τώρα και στο εξής
θα λέμε, ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».
-Γ-
Οι Έλληνες δεν λογάριασαν, τότε, ότι ζούσαν σε δικτατορικό
καθεστώς. Τους συνεπήρε η αγάπη προς
την Πατρίδα. Και έγιναν μια
ψυχή και μια καρδιά. Οι φαντάροι, οι ναύτες και οι αεροπόροι μας έγραφαν
λαμπρές σελίδες δόξης στα Βορειοηπειρωτικά βουνά, στα πέλαγα και στους
αιθέρες. Κι’ όταν οι
καμπάνες των εκκλησιών ανήγγελαν μια
καινούργια νίκη, πλήθη λαού έτρεχαν
στις Εκκλησίες για
να ευχαριστήσουν τον Θεό, να Τον δοξολογήσουν, αλλά
και να ψάλουν τα νικητήρια προς την Παναγία, την Υπέρμαχο του Έθνους
μας Στρατηγό, που με την Σκέπη Της προστάτευε την αγωνιζόμενη τον υπέρ πάντων αγώνα Πατρίδα μας. Εξ
άλλου, δόξα και τιμή ανήκει
στις ηρωΐδες γυναίκες
της Πίνδου, που αγόγγυστα
ανέβαζαν πυρομαχικά και τρόφιμα για τους φαντάρους στα κακοτράχαλα βουνά
της Πίνδου, μέσα στην παγωνιά και στις τρομερές χιονοθύελλες. Δίκαια, λοιπόν, η Οικουμένη γονάτισε σ’ αυτό το
μεγαλείο της Ελληνικής μας
Πατρίδος.
-Δ-
Γονατίζουμε
κι’ εμείς μπροστά στην
Δόξα του Σαράντα. Εμείς,
που παρά τα οικονομικά δεινά που περνούμε, αγαπάμε
τον Χριστό, αγαπάμε την
Εκκλησία, αγαπάμε την Ελλάδα μας. Η αγάπη μας αυτή αγκαλιάζει και τους Κυπρίους και
τους Βορειοηπειρώτες αδελφούς.
Ευχή μας, σύντομα να έλθη η
εθνική τους αποκατάσταση.
Τα νειάτα τα μαθητικά, τα φοιτητικά, τα εργαζόμενα
νειάτα, όπως και τα
στρατευμένα νειάτα, να είναι στην πρωτοπορεία και στον αγώνα τον καλό για την Ορθοδοξία και την Ελλάδα
μας.
Χρόνια πολλά,
καλά, άγια και ευλογημένα.
Να ζη και να μεγαλύνεται η Ελλάδα
μας.