Κάθε φορά που ζούμε την Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κάθε φορά που στο νου μας φέρνουμε το Νικητή του θανάτου, τον Θεάνθρωπον Ιησούν, σκεφτόμαστε και τον ιερό όμιλο των Αγίων Μυροφόρων. Των Μυροφόρων ανδρών και γυναικών. Τις ευλογημένες εκείνες ψυχές που αγάπησαν τον Χριστό με όλη τη δύναμη της υπάρξεώς τους και τον είχαν κλαύσει με όλη τους την καρδιά όταν βρισκόταν επάνω στον Σταυρό. Και μαζί με αυτές θυμόμαστε τον “ευσχήμονα βουλευτή”, τον Ιωσήφ δηλαδή και τον Φαρισαίο Νικόδημο, οι οποίοι είχαν προσφέρει
και τα μύρα αλλά και τα δάκρυα της αγάπης τους προς τον λατρευτό Διδάσκαλο, όταν βρισκόταν στον ζωοδόχο τάφο!
και τα μύρα αλλά και τα δάκρυα της αγάπης τους προς τον λατρευτό Διδάσκαλο, όταν βρισκόταν στον ζωοδόχο τάφο!
Και επειδή όντως είναι μεγάλες μορφές και έχουν να δώσουν πολλά μηνύματα στους πιστούς, γι αυτό και η Εκκλησία μας, έχει ορίσει, ώστε η Κυριακή, μετά την Κυριακή του Θωμά, να είναι αφιερωμένη στα πρόσωπα των αγίων Μυροφόρων.
Θα αποτελούσε ευλογία μεγάλη, αγαπητοί μου, εάν μελετούσαμε στο Ιερό Ευαγγέλιο τα γεγονότα αυτά που αναφέρονται στα περιστατικά των Αγίων αυτών μορφών, και οπωσδήποτε πρέπει να τα μελετήσουμε.
Η δε καθαυτό ευαγγελική περικοπή της Κυριακής αυτής, όπως μας τα καταγράφει τα γεγονότα ο Ιερός Ευαγγελιστής Μάρκος, συγκλονίζει την κάθε ψυχή, και όντως, θα πρέπει να είναι κανείς πολύ πορωμένος ώστε να μη δεχθεί έστω και κάποια μηνύματα αγάπης προς τον Ιησού.
Από τα πολλά όμως που έχουμε μπροστά μας, να σταθούμε σε ένα μήνυμα και δίδαγμα το οποίο έχει να κάνει με όλους μας. Με όλα δηλ. τα μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, που αποτελούμε και τα μέλη του Σώματος του Κυρίου Ιησού.
Και τούτο είναι, ότι η αγάπη προς τον Χριστό, τελικώς γίνεται πηγή δυνάμεως, που υπερνικά κάθε φόβο και δυσκολία! Γίνεται πηγή δυνάμεως και τελικώς ο πιστός βγαίνει νικητής στα εμπόδια και στις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει, αφού πιστεύει και δέχεται ως «Κύριόν του και Θεόν του» (Ιωαν. Κ’ 20) τον Νικητή του θανάτου!
Αυτό ακριβώς βλέπουμε και στον όμιλο των μυροφόρων. Ποιο θα ήταν, αλήθεια, το φυσικό; Μα, να είναι φοβισμένες και να βρίσκονται κλεισμένες μέσα στο σπίτι τους, όπως ακριβώς έκαναν και οι μαθητές «δια τον φόβον των Ιουδαίων». Και φυσικά, ουδεις θα τολμούσε να τις κατηγορήσει τις γυναίκες αυτές. Ορισμένοι μάλιστα
«σοφοί και σόφρωνες» θα υποστήριζαν ότι οι μυροφόρες εάν παρέμεναν κλεισμένες στις οικίες τους, θα έδειχναν «σύνεση και φρονιμάδα» και ότι πολύ σωστά δεν θα εξέθεταν «εαυτούς και αλλήλους» σε κίνδυνο. Αυτά λοιπόν θα έλεγαν οι «σοφοί και συνετοί». Όμως, οι μυροφόρες και οι μυροφόροι έπραξαν εντελώς διαφορετικά. Έπραξαν παράλογα; Ας υποστηρίξει καθένας ό,τι θέλει. Εμάς μας ενδιαφέρει το τι αποδέχεται ο Θεός, τι βραβεύει ο Θεός, και ποσώς μας επηρεάζει το σχόλιο ή η λογική του κόσμου. Άλλωστε, όπως όλοι οι πιστοί, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι εκεί που τελειώνει η λογική, αρχίζει η πίστη! Όχι βεβαίως μια κάποια γενική και αόριστη πίστη σε κάποια δήθεν ανωτέρα δύναμη. Αλλά όταν κάνουμε λόγω περί πίστεως, εννοούμε την ακράδαντη και απόλυτη πίστη στο Θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Εννοούμε την πίστη που μας εδίδαξαν οι Άγιοι Απόστολοι. Την πίστη που κατέχει και κηρύσσει η Αγία μας Εκκλησία. Την πίστη αυτή την Ορθόδοξη και χρονικώς αναλλοίωτη ανά τους αιώνας, η οποία μας χαρίζει τους Αγίους της κάθε εποχής και που κάνει τον άνθρωπο να λησμονεί εμπόδια και να υπερνικά δυσκολίες και φόβους. Να υπερνικά τις παγίδες του διαβόλου, τα εμπόδια και το μίσος του κακού περιβάλλοντος και να ξεπερνά την αδύναμη λογική, που όλα αυτά μαζί προσπαθούν να παρεμβάλλουν εμπόδια στην πνευματική μας πορεία.
«σοφοί και σόφρωνες» θα υποστήριζαν ότι οι μυροφόρες εάν παρέμεναν κλεισμένες στις οικίες τους, θα έδειχναν «σύνεση και φρονιμάδα» και ότι πολύ σωστά δεν θα εξέθεταν «εαυτούς και αλλήλους» σε κίνδυνο. Αυτά λοιπόν θα έλεγαν οι «σοφοί και συνετοί». Όμως, οι μυροφόρες και οι μυροφόροι έπραξαν εντελώς διαφορετικά. Έπραξαν παράλογα; Ας υποστηρίξει καθένας ό,τι θέλει. Εμάς μας ενδιαφέρει το τι αποδέχεται ο Θεός, τι βραβεύει ο Θεός, και ποσώς μας επηρεάζει το σχόλιο ή η λογική του κόσμου. Άλλωστε, όπως όλοι οι πιστοί, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι εκεί που τελειώνει η λογική, αρχίζει η πίστη! Όχι βεβαίως μια κάποια γενική και αόριστη πίστη σε κάποια δήθεν ανωτέρα δύναμη. Αλλά όταν κάνουμε λόγω περί πίστεως, εννοούμε την ακράδαντη και απόλυτη πίστη στο Θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Εννοούμε την πίστη που μας εδίδαξαν οι Άγιοι Απόστολοι. Την πίστη που κατέχει και κηρύσσει η Αγία μας Εκκλησία. Την πίστη αυτή την Ορθόδοξη και χρονικώς αναλλοίωτη ανά τους αιώνας, η οποία μας χαρίζει τους Αγίους της κάθε εποχής και που κάνει τον άνθρωπο να λησμονεί εμπόδια και να υπερνικά δυσκολίες και φόβους. Να υπερνικά τις παγίδες του διαβόλου, τα εμπόδια και το μίσος του κακού περιβάλλοντος και να ξεπερνά την αδύναμη λογική, που όλα αυτά μαζί προσπαθούν να παρεμβάλλουν εμπόδια στην πνευματική μας πορεία.
Πόσο παραστατικά αλλά και συγκινητικά μας περιγράφει η υμνογραφία μας την δειλία των μαθητών αλλά και την τόλμη των μυροφόρων, που εκφράζεται με την κίνηση του Ιωσήφ προς τον Πιλάτο: «Πέπαυται τόλμα μαθητών, Αριμαθαίας δε αριστεύει Ιωσήφ, νεκρόν γαρ και γυμνόν θεόμενος τον επί πάντων Θεόν, αιτείται και κηδεύει κραυγάζων, οι παίδες ευλογείτε, ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούται εις πάντας του αιώνας». Δηλ. Των μαθητών του Χριστού το θάρρος και η τόλμη έπαυσε. Ο δε Ιωσήφ, ο καταγόμενος εξ Αριμαθαίας, υπερέχει και διακρίνεται διά την ανδρείαν του. Διότι αυτός, βλέπων (επάνω στον Σταυρό) νεκρόν (κατά την σάρκα) και γυμνόν τον εξουσιάζοντα τα πάντα Θεόν, (δεν Τον εγκαταλείπει εκ φόβου, αλλά) Τον ζητεί (από τον Πιλάτο) και Τον ενταφιάζει, κραυγάζων: Δοξολογείτε Αυτόν, εσείς τα παιδιά, ανυμνείτε Αυτόν, εσείς οι ιερείς, και όλος ο λαός, υψώνετε Αυτόν υπεράνω παντός ύψους και ανθρωπίνου μεγαλείου εις πάντας τους αιώνας.
Και τώρα μπροστά μας προβάλουν κάποια ερωτήματα. Μα, πού βρήκαν αυτή την δύναμη και από πού άντλησαν το θάρρος και την τόλμη, ώστε να ξεκινήσουν «λίαν πρωί της μιάς Σαββάτων» οι Μυροφόρες; Και πώς δεν υπολόγισαν το τι πιθανόν να πάθουν από τους φανατικούς Χριστοκτόνους Εβραίους; Και πάλι, πώς δεν «πάγωσαν» στην σκέψη ότι αυτές οι αδύναμες γυναίκες είχαν να αντιμετωπίσουν τους Ρωμαίους λεγεωνάριους στρατιώτες;
Αλλ’ ας μην ψάχνουμε, φίλοι μου, την απάντηση των ερωτημάτων τούτων στην ψυχρή λογική. Όσο και αν την παρακαλέσουμε ή την απειλήσουμε, είναι φύσει αδύνατον η ταλαίπωρη να μας ικανοποιήσει. Θα πρέπει να την αφήσουμε να ταπεινωθεί και να κατεβούμε στα βάθη της καρδιάς! Εάν όντως θέλουμε απάντηση, είναι ανάγκη να πλησιάσουμε την καρδιά που φλέγεται από την αγάπη προς τον Χριστό. Εάν δεν δούμε και δεν προσεγγίσουμε το καμίνι αυτό που φλέγεται για την αγάπη και την δόξα του Χριστού, είναι αδύνατον να καταλάβουμε τις κινήσεις των Μυροφόρων. Όχι μόνο των συγκεκριμένων αυτών Μυροφόρων, αλλά και αυτών της κάθε εποχής, έως το τέλος των αιώνων.
Αυτή ακριβώς η αγάπη προς τον θείο Λυτρωτή είναι που αναδεικνύει τους ήρωες της πίστεως, οι οποίοι αψηφούν κάθε δυσκολία και κάθε εμπόδιο, τόσο από το «Αραβιανόν, σκολιώτατον γένον Εβραίων» (Β’ στάση εγκωμίων), της κάθε εποχής, όσο και από τους Ρωμαίους στρατιώτες, που κάθε φορά, ανοήτως, φυλάττουν το σώμα του Κυρίου Ιησού. Όσο για τον πελώριο λίθο που σφραγίζει τον τάφο; Ο πιστός, ούτε καν τον υπολογίζει, αφού γνωρίζει ότι ο Άγγελος θα τον αποκυλίσει και θα τον υποδεχθεί καθήμενος επάνω στον λίθο του μνήματος «Άγγελος εκάθισεν εις τον λίθον του μνήματος».
Ναι, όπου υπάρχει αγάπη προς τον Χριστό, εκεί υποχωρούν τα πάντα.
Χρειάζονται αποδείξεις; Ολόκληρη η Εκκλησία μας, τόσους αιώνες, αποτελεί την τρανώτερη απόδειξη της αλήθειας αυτής. Από πού έπαιρναν δύναμη οι ένδοξοι και καλλίνικοι μάρτυρες και πρόσφεραν τη ζωή τους θυσία, ομολογώντας την Θεότητα του Χριστού; Από πού αντλούσαν την δύναμη οι όσιοι και θεοφόροι Πατέρες μας, εγκαταλείποντας τον κόσμο και τα του κόσμου; Πώς άντεχαν ισοβίως σ’ αυτό το λευκό μαρτύριο της συνειδήσεως; Πώς πολεμούσαν τον διάβολο και τα απαίσια όργανά του και τους εξευτέλιζαν, φθάνοντας σε δυσθεώρητα ύψη αγιότητας; Φυσικά, από την αγάπη Εκείνου που διακήρυξε ότι: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου έξιος, και ο φιλων πατέρα υιόν ή θυγατέρα υπερ εμέ, ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. Ι’ 37).
Αλλά και πώς σήμερα, στην αλλοπρόσαλλη και δαιμονισμένη στην κυριολεξία εποχή που ζούμε, πώς κατορθώνουν τόσοι και τόσοι άνθρωποι, και μάλιστα νέοι άνθρωποι να βιώνουν την Χριστιανική ζωή, χωρίς να μολύνονται από την αηδιαστική αμαρτία που κατά κόρον «απολαμβάνει» ο μακράν του Θεού κόσμος; Πώς οι σημερινοί μυροφόροι και μυροφόρες, αποφασίζουν να διακόψουν τους δεσμούς με τις πλάνες του κόσμου και αφού αρνηθούν ακόμα και τα νόμιμα και φυσιολογικά, ανέρχονται και κατακτούν τα υπέρ φύσιν, μέσω του Ορθοδόξου μοναχισμού, ασκητισμού και ησυχασμού; Και πώς οι σύγχρονοι Ιεραπόστολοι λησμονούν τους φοβερούς κινδύνους και εξαποστέλλονται στα άκρα της γης για να διαδόσουν το φως του Χριστού στα πέρατα της Οικουμένης;
Πώς γενικώς, ο κάθε συνειδητός Ορθόδοξος πιστός θεωρεί «σκύβαλο» και ανάξιο λόγου κάθε τι που γίνεται εμπόδιο για την επαφή με τον αγαπημένο μας Ιησούν;
Ήδη το τονίσαμε. Ας μην ψάχνουμε να βρούμε «λογική» ερμηνεία και ανάλυση, αγαπητοί μου. Αντί αυτών, ας μελετήσουμε, ας αναλύσουμε και κυρίως ας ψάλλουμε μέσα στο «ταμείο μας» δηλ. στην καρδιά μας, την ευχή την οποία διαβάζουμε κάθε φορά που θέλουμε να μεταλάβουμε του Δεσποτικού Σώματος και Αίματος του Χριστού μας: «Έθελξας πόθω με, Χριστέ, και ηλλοίωσας τω Θείω του έρωτι, αλλά κατάφλεξον πυρί αύλω τας αμαρτίας μου και εμπλησθήναι της εν σοι τρυφής καταξίωσον, ίνα τας δύο σκιρτών μεγαλύνω, Αγαθέ, παρουσίας σου»! Δηλ. Με ισχυρή επιθυμία με τράβηξες κοντά Σου Χριστέ μου και με άλλαξες με τη θεία Σου αγάπη. Αλλά, τώρα, τις αμαρτίες μου κάψε τελείως σαν αγκάθια με φωτιά πνευματική, και αξίωσέ με, Αγαθέ, έτσι καθαρισμένος να γεμίζω απ’ τη δική Σου μακαριότητα και ευτυχία, ώστε σκιρτώντας από αγαλλίαση να δοξολογώ και τις δύο παρουσίες Σου. Την πρώτη, (που ως άνθρωπος ήλθες να μας σώσεις), και την δεύτερη, (που ως Δίκαιος Κριτής, θα κρίνεις την οικουμένη).
Αδελφοί μου, είθε η φλόγα αυτή της αγάπης του Ιησού, να πυρώνει τις καρδιές μας, και οι Μυροφόροι με τον άγιο ζήλο τους να μας συμπαραστέκουν στον δύσκολο αλλά ευλογημένο και εξαγιασμένο αγώνα μας.