Του Γρηγόρη Τζοβάρα
Οι γιορτινές αυτές μέρες, με την αλλαγή του χρόνου και τη συνήθη ραστώνη που τη συνοδεύει, δίνουν μια καλή αφορμή για εσωτερική ενδοσκόπηση και απολογισμό που σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο όλοι, λίγο ως πολύ, νοιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε.
Είναι, όμως, συνάμα και μια –ακόμη πιο σημαντική, πιστεύω- ευκαιρία για ενατένιση στα μελλούμενα, όχι, προφανώς με διάθεση μεταφυσικής πρόβλεψης, αλλά για τον καθορισμό στόχων και προοπτικών, την επισήμανση προτεραιοτήτων.
Αφήνοντας κατά μέρος τα προσωπικά που είναι ατομική υπόθεση του καθενός, μπορούμε, νομίζω, μιλώντας για το ευρύτερο πεδίο της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, να συμφωνήσουμε όλοι μας ότι η ατμόσφαιρα που μας περιβάλλει είναι ζοφερή και την κάνει ακόμη ζοφερότερη η σχεδόν γενικευμένη εθνική απαισιοδοξία που μας έχει καταλάβει..
Οι οριζόντιες περικοπές των μισθών, η εκτίναξη των τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης, όπως η ενέργεια και τα καύσιμα, η κατακόρυφη πτώση του τζίρου των περισσότερων επιχειρήσεων, αλλά, πολύ περισσότερο, η ανεργία, αυτή η σύγχρονη κοινωνική γάγγραινα που επιτείνεται από τα απανωτά «λουκέτα» στην αγορά, συνιστούν το μέτρο της αποτυχίας του σαθρού οικονομικού μοντέλου που στήθηκε στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες.
Είναι, πλέον, πασιφανές, τουλάχιστον για όσους θέλουν να έχουν μια συνολική εικόνα της κατάστασης, ότι η περιώνυμη κρίση, που έχει μπει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, είναι γενικευμένη και δεν περιορίζεται μόνον σε ένα τομέα και δη στο δημόσιο, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, επειδή ίσως μια τόσο απλοϊκή εξήγηση βολεύει κάποιους ιδεολογικά ή απλώς δίνει σε άλλους το απαραίτητο άλλοθι για να ισχυρίζονται, κατά το γνωστό απόφθεγμα του Ζαν Πωλ Σαρτρ, «η κόλαση είναι οι άλλοι».
Μια συγκριτική ματιά στα οικονομικά στοιχεία των θεωρούμενων ως επιχειρηματικών κολοσσών της χώρας (εργοληπτικών, τραπεζικών, μιντιακών, κ.ά.) αρκεί για να διαπιστώσει κανείς τον κρατικοδίαιτο χαρακτήρα αυτών των «γιγάντων με τα γυάλινα πόδια» που στη θέα τους το παιδί του γνωστού παραμυθιού του Άντερσεν είναι βέβαιο ότι θα αναφωνούσε αυτό που όλοι έβλεπαν, αλλά δίσταζαν να πουν: « ο βασιλιάς ήταν γυμνός».
Οι επισημάνσεις αυτές δεν στοχεύουν στην υιοθέτηση λογικών διάχυσης της ευθύνης προς όλους, ώστε να χαθούν από το πλάνο οι πραγματικοί υπεύθυνοι, παλαιότεροι και σημερινοί, ούτε συνηγορούν σε γενικόλογους αφορισμούς του τύπου «μαζί τα φάγαμε» που «καίνε μαζί με ταχλωρά και τα ξερά».
Κατατείνουν, αντιθέτως, στην υπογράμμιση της αναγκαιότητας να υπάρξει συλλογική συνειδητοποίηση, κυρίως από τις γενιές των μεσηλίκων, στις οποίες ανήκει κι ο γράφων, ότι το καθεστώς της πολύχρονης ευημερίας που, κατά πλειοψηφία, απολαύσαμε, δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Ή, για να το πούμε αλλιώς, δεν μπορεί να συνεχιστεί αν δεν αλλάξουν πολλές από τις παραδοχές του. Kαι κυρίως η ανοχή στην αργομισθία, στην ατιμωρησία και στην ισοπέδωση, ο “ωχαδερφισμός” και η παραίτηση που καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν στο γόνιμο έδαφος των πελατειακών σχέσεων που διαμορφώθηκαν τόσο σε εθνικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο.
Η συλλογική αυτή συνειδητοποίηση αποτελεί, αναμφίβολα, την αναγκαία συνθήκη για να γίνει η απαιτούμενη “επανεκκίνηση” της χώρας για την οποία μιλούν πολλοί τελευταία, έστω κι αν τη βλέπουν διαφορετικά. Σε καμιά, ωστόσο, περίπτωση αυτή η αναγκαία συνθήκη δεν είναι από μόνη της ικανή να αλλάξει τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα.
Και μπορεί στους «αντιπολιτικούς» καιρούς μας να μην ηχεί και τόσο ευχάριστα, ιδίως από όσους δεν έχουν βαθιά και ουσιαστική της ελληνικής και της παγκόσμιας Ιστορίας, αλλά εμείς θα επιμείνουμε ότι το κύριο βάρος πέφτει στις πλάτες της πολιτικής ηγεσίας: τοπικής, περιφερειακής και εθνικής.
Δική τους ευθύνη είναι να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση που θα έρθει μόνον όταν ανθίσουν ξανά στην ελληνική κοινωνία η αισιοδοξία, η πίστη στις ατομικές και συλλογικές δυνάμεις μας. Αρκεί οι πολιτικοί ταγοί να έχουν όραμα και σχέδιο. Μα, πάνω από όλα, αίσθηση καθήκοντος και όρεξη για δουλειά.
Καλή χρονιά!