Μαζευτήκαμε για να αποχαιρετίσουμε τον Στέφανο. Την άλλη μέρα το πρωί θα έπαιρνε το αεροπλάνο για την Αμερική, από την οποία είχε επιστρέψει στην Ελλάδα -«για πάντα», όπως έλεγε τότε- πριν από 13 χρόνια.
Ευτυχώς εκείνο το «για πάντα» δεν το πήρε ο ίδιος τοις μετρητοίς
και, έτσι, έχοντας κρατήσει το αμερικανικό διαβατήριο -παρότι πολλοί, όταν γύρισε, του λέγαμε «τι το θέλεις και το ανανεώνεις, είμαστε πια Ευρωπαίοι πολίτες και δεν θα σε χρειαστεί»-, τώρα που το οικονομικό αδιέξοδο δεν τον κρατούσε άλλο στην Ελλάδα, μπόρεσε και έφυγε, αναζητώντας, για δεύτερη φορά, τα προς το ζην στο Νέο Κόσμο, όπως θέλουν να κάνουν, αλλά δεν μπορούν, εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι άνεργοι συμπατριώτες μας. Ακούγοντας κάποιους να «ολοφύρονται» για τη σκληρότητα των μέτρων, το μυαλό μου ταξίδεψε στο Κλήβελαντ, όπου εκείνη την ώρα θα έπρεπε να έφθανε ο Στέφανος για να πιάσει δουλειά από την επομένη, να μαζέψει όσα χρήματα καταφέρει, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τα παιδιά του τις σπουδές τους. Αναρωτιόμουν πως θα αντιδρούσε αν τους άκουγε να βρίζουν... Θεούς και δαίμονες επειδή θα πλήρωναν αυξημένη φορολογία για εισοδήματα που έχουν και περιουσία που κατέχουν, την ίδια ώρα που κάποιοι, όπως ο ίδιος, χρεωμένος ως το λαιμό και χωρίς δουλειά, «παίρνουν των ομματιών τους» και ταξιδεύουν χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι τους και την οικογένεια τους για να εξασφαλίσουν μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή επιβίωση. Θα τους έλεγε, πιστεύω, ότι εκείνος, όπως και η πλειονότητα των άνεργων που καθημερινώς πληθαίνουν στον ιδιωτικό τομέα, προσπάθησε όλα τα προηγούμενα χρόνια, να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις. Παιδί υπερπολυμελούς οικογένειας, έφυγε από το χωριό του και ξεκίνησε να δουλεύει «μπακαλόγατος» από πολύ τρυφερή ηλικία. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄70, όταν το ελληνικό όνειρο για τους περισσότερους ήταν να «τρουπώσουν» στο δημόσιο, εκείνος, καθώς δεν είχε «μπάρμπα στην Κορώνη», προτίμησε να κυνηγήσει τη χίμαιρα του «αμερικάνικου ονείρου». Δεν του βγήκε, όμως, ίσως και γιατί το μυαλό ήταν «πίσω». Και έτσι, εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄90, που η Ελλάδα έμοιαζε να μπαίνει σε καινούργια ρότα, άφησε τις δύο δύσκολες δουλειές που είχε στη Νέα Υόρκη και επέστρεψε για να μεγαλώσει τα παιδιά του στην Ελλάδα. Το πάλεψε επιστρέφοντας, αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει. Ο αγροτικός τομέας, που επέλεξε να ασχοληθεί, είχε πλέον άλλες απαιτήσεις. Μόνον ως επιχείρηση μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά. Και για να δημιουργήσεις επιχείρηση -κακά τα ψέματα- θέλεις κεφάλαιο που εκείνος δεν είχε. Οι επιδοτήσεις, με τον τρόπο που δίνονται, λειτουργούν -με ευθύνη της Πολιτείας, αλλά και των ίδιων των αγροτών- ως κίνητρο για να πάψουν να παράγουν οι Έλληνες αγρότες και σιγά - σιγά να συρρικνωθεί η ελληνική γεωργοκτηνοτροφία, με αποτέλεσμα το τεράστιο έλλειμμα που αντιμετωπίζουμε (και) στον αγροτοδιατροφικό τομέα. Και ξανάφυγε άκλαφτος...
και, έτσι, έχοντας κρατήσει το αμερικανικό διαβατήριο -παρότι πολλοί, όταν γύρισε, του λέγαμε «τι το θέλεις και το ανανεώνεις, είμαστε πια Ευρωπαίοι πολίτες και δεν θα σε χρειαστεί»-, τώρα που το οικονομικό αδιέξοδο δεν τον κρατούσε άλλο στην Ελλάδα, μπόρεσε και έφυγε, αναζητώντας, για δεύτερη φορά, τα προς το ζην στο Νέο Κόσμο, όπως θέλουν να κάνουν, αλλά δεν μπορούν, εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι άνεργοι συμπατριώτες μας. Ακούγοντας κάποιους να «ολοφύρονται» για τη σκληρότητα των μέτρων, το μυαλό μου ταξίδεψε στο Κλήβελαντ, όπου εκείνη την ώρα θα έπρεπε να έφθανε ο Στέφανος για να πιάσει δουλειά από την επομένη, να μαζέψει όσα χρήματα καταφέρει, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τα παιδιά του τις σπουδές τους. Αναρωτιόμουν πως θα αντιδρούσε αν τους άκουγε να βρίζουν... Θεούς και δαίμονες επειδή θα πλήρωναν αυξημένη φορολογία για εισοδήματα που έχουν και περιουσία που κατέχουν, την ίδια ώρα που κάποιοι, όπως ο ίδιος, χρεωμένος ως το λαιμό και χωρίς δουλειά, «παίρνουν των ομματιών τους» και ταξιδεύουν χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι τους και την οικογένεια τους για να εξασφαλίσουν μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή επιβίωση. Θα τους έλεγε, πιστεύω, ότι εκείνος, όπως και η πλειονότητα των άνεργων που καθημερινώς πληθαίνουν στον ιδιωτικό τομέα, προσπάθησε όλα τα προηγούμενα χρόνια, να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις. Παιδί υπερπολυμελούς οικογένειας, έφυγε από το χωριό του και ξεκίνησε να δουλεύει «μπακαλόγατος» από πολύ τρυφερή ηλικία. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄70, όταν το ελληνικό όνειρο για τους περισσότερους ήταν να «τρουπώσουν» στο δημόσιο, εκείνος, καθώς δεν είχε «μπάρμπα στην Κορώνη», προτίμησε να κυνηγήσει τη χίμαιρα του «αμερικάνικου ονείρου». Δεν του βγήκε, όμως, ίσως και γιατί το μυαλό ήταν «πίσω». Και έτσι, εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄90, που η Ελλάδα έμοιαζε να μπαίνει σε καινούργια ρότα, άφησε τις δύο δύσκολες δουλειές που είχε στη Νέα Υόρκη και επέστρεψε για να μεγαλώσει τα παιδιά του στην Ελλάδα. Το πάλεψε επιστρέφοντας, αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει. Ο αγροτικός τομέας, που επέλεξε να ασχοληθεί, είχε πλέον άλλες απαιτήσεις. Μόνον ως επιχείρηση μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά. Και για να δημιουργήσεις επιχείρηση -κακά τα ψέματα- θέλεις κεφάλαιο που εκείνος δεν είχε. Οι επιδοτήσεις, με τον τρόπο που δίνονται, λειτουργούν -με ευθύνη της Πολιτείας, αλλά και των ίδιων των αγροτών- ως κίνητρο για να πάψουν να παράγουν οι Έλληνες αγρότες και σιγά - σιγά να συρρικνωθεί η ελληνική γεωργοκτηνοτροφία, με αποτέλεσμα το τεράστιο έλλειμμα που αντιμετωπίζουμε (και) στον αγροτοδιατροφικό τομέα. Και ξανάφυγε άκλαφτος...