Δεν κράτησε ποτέ πιστωτική κάρτα, δεν πήρε διακοποδάνειο. Λουί Βιτόν τσάντα ούτε από Νιγηριανό δεν αγόρασε, σπίτι ιδιόκτητο δεν έχει, ούτε Ι.Χ. Είναι 30 χρονών με δύο παιδιά, 8 το μεγάλο, 5 το μικρό. Ανεργη. Δούλευε στην καθαριότητα στο Δήμο ενός δημάρχου που πήρε τα λεφτά και έφυγε, προηγουμένως ένας άλλος δήμαρχος πήρε τους μισθούς των εργαζομένων κι έφυγε, ενώ όλοι οι υπόλοιποι «νίπτουν τας χείρας των». Ο άντρας της, άνεργος κι αυτός, έπαθε κατάθλιψη.
Επεσε στα χάπια, κυκλοφορεί φυτό, αυτή σφίγγει τα δόντια. «Ο,τι νάναι, μια δουλειά, για σήμερα έστω». Δεν έχει πού να αφήσει το μικρό. Ο μεγάλος πηγαίνει σχολείο, τα παιδιά τον κοροϊδεύουν για τον πατέρα του.Η δασκάλα ζήτησε για τη σχολική εορτή στολές. Εβαλε θέμα. Η Χιονάτη, κάτι τέτοιο. Δεν έχεις στολή, δεν συμμετέχεις. Το μικρό ζητά σοκολάτα και κλαίει έξω από τη βιτρίνα με τα παιχνίδια. Η κοινωνία γυρίζει το κεφάλι αλλού. Κάποια στιγμή θα δει το είδωλό της στον «αλλού» καθρέφτη. Πόσο αργά θα είναι τότε. Εβρεξε δυνατά το βράδυ, τσουχτερό το κρύο, σήκωσε αέρα, έγλυφε η θάλασσα το δρόμο, έστριψα προς τον μέσα δρόμο να προφυλαχτώ. Ερημιά. 11 η ώρα και δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Χωρίς φώτα οι περισσότερες βιτρίνες. Μόνο το παιχνιδάδικο αναβόσβηνε τάχα γιορτινά. Την είδα μαρμαρωμένη να κοιτά και να κλαίει. Σκέφτηκα ότι ήταν πολύ προσωπική στιγμή, να μην την ενοχλήσω, να μην την κάνω να αισθανθεί άσχημα, με χαιρέτησε όμως εκείνη. «Καλησπέρα, να έρθω το πρωί να μαζέψω ξύλα, να σας καθαρίσω τις αυλές». Δεν ήταν παρακλητικό το ύφος. Στα ίσα. «Θέλεις, έρχομαι, δεν θέλεις, ποτέ σου». «Και βέβαια να έρθεις, έχουν γεμίσει φύλλα». Τότε πρόσεξα τα μάτια της. Εκλαιγε. «Χθες πήγα σε κάποιον, δούλεψα και όταν πήγα να πληρωθώ, μ’ έδιωξε». Θυμήθηκα περίοδο δεκαετίας ’90. Όταν έπαιρναν παράνομους Αλβανούς στα χωράφια και την ημέρα της πληρωμής, καλούσαν την Αστυνομία να τους συλλάβουν. Γλίτωναν τα μεροκάματα, την άλλη μέρα έπαιρναν άλλους Αλβανούς και για μήνες την έβγαζαν έτσι. Ελληναράδες μου. Τώρα κάνουμε τα ίδια μεταξύ μας.
Επεσε στα χάπια, κυκλοφορεί φυτό, αυτή σφίγγει τα δόντια. «Ο,τι νάναι, μια δουλειά, για σήμερα έστω». Δεν έχει πού να αφήσει το μικρό. Ο μεγάλος πηγαίνει σχολείο, τα παιδιά τον κοροϊδεύουν για τον πατέρα του.Η δασκάλα ζήτησε για τη σχολική εορτή στολές. Εβαλε θέμα. Η Χιονάτη, κάτι τέτοιο. Δεν έχεις στολή, δεν συμμετέχεις. Το μικρό ζητά σοκολάτα και κλαίει έξω από τη βιτρίνα με τα παιχνίδια. Η κοινωνία γυρίζει το κεφάλι αλλού. Κάποια στιγμή θα δει το είδωλό της στον «αλλού» καθρέφτη. Πόσο αργά θα είναι τότε. Εβρεξε δυνατά το βράδυ, τσουχτερό το κρύο, σήκωσε αέρα, έγλυφε η θάλασσα το δρόμο, έστριψα προς τον μέσα δρόμο να προφυλαχτώ. Ερημιά. 11 η ώρα και δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Χωρίς φώτα οι περισσότερες βιτρίνες. Μόνο το παιχνιδάδικο αναβόσβηνε τάχα γιορτινά. Την είδα μαρμαρωμένη να κοιτά και να κλαίει. Σκέφτηκα ότι ήταν πολύ προσωπική στιγμή, να μην την ενοχλήσω, να μην την κάνω να αισθανθεί άσχημα, με χαιρέτησε όμως εκείνη. «Καλησπέρα, να έρθω το πρωί να μαζέψω ξύλα, να σας καθαρίσω τις αυλές». Δεν ήταν παρακλητικό το ύφος. Στα ίσα. «Θέλεις, έρχομαι, δεν θέλεις, ποτέ σου». «Και βέβαια να έρθεις, έχουν γεμίσει φύλλα». Τότε πρόσεξα τα μάτια της. Εκλαιγε. «Χθες πήγα σε κάποιον, δούλεψα και όταν πήγα να πληρωθώ, μ’ έδιωξε». Θυμήθηκα περίοδο δεκαετίας ’90. Όταν έπαιρναν παράνομους Αλβανούς στα χωράφια και την ημέρα της πληρωμής, καλούσαν την Αστυνομία να τους συλλάβουν. Γλίτωναν τα μεροκάματα, την άλλη μέρα έπαιρναν άλλους Αλβανούς και για μήνες την έβγαζαν έτσι. Ελληναράδες μου. Τώρα κάνουμε τα ίδια μεταξύ μας.