Μείζον ζήτημα δημιουργείται με το «πολυνομοσχέδιο» του υπουργείου Υγείας, που στο άρθρο 25, θεσπίζοντας το Τμήμα Εξαρτησιογόνων Ουσιών της Δ/νσης Εξαρτήσεων, επαναφέρει το θέμα της λειτουργίας ιδιωτικών μονάδων απεξάρτησης, όπως καταγγέλλει ο Σύλλογος Εργαζομένων του ΚΕΘΕΑ. Οι εργαζόμενοι αναφέρονται στην έκταση που έχει πάρει το φαινόμενο των έως τώρα παράνομων ιδιωτικών κέντρων: μόνο στο Νομό Θεσσαλονίκης,
και παρά τις συνθήκες μυστικότητας της λειτουργίας τους, έχουν καταγραφεί 25 τέτοια κέντρα, που «επιτίθενται» στη φιλοσοφία του σχεδίου νόμου.
Χαρακτηρίζουν δε ως προϊόντα μιας συνολικά βαθιά αντικοινωνικής πολιτικής τέτοιες «απορρυθμίσεις που βαφτίζονται μεταρρυθμίσεις». Και εξηγούν: «Η αδειοδότηση των ιδιωτικών κέντρων "απεξάρτησης" επιχειρείται κατά καιρούς να παρουσιαστεί ως θέμα εξοικονόμησης δημόσιων πόρων σε μια εποχή δημοσιονομικής ένδειας. Ομως, στο Σχέδιο Νόμου διαβάζουμε ότι το Τμήμα Εξαρτησιογόνων Ουσιών είναι αρμόδιο για: την επιχορήγηση -από πιστώσεις του τακτικού προϋπολογισμού, του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων ή οποιαδήποτε πηγή εσόδων των δημόσιων ή ιδιωτικών μονάδων για την αντιμετώπιση της εξάρτησης». Πρόκειται, αναφέρουν, για την πλήρη εγκατάλειψη των στόχων της πρόληψης, της απεξάρτησης και της κοινωνικής επανένταξης των εξαρτημένων μέσα από ένα δημόσιο και δωρεάν σύστημα υπηρεσιών, που ταυτόχρονα αποτελεί την αναγνώριση από μέρους τής πολιτείας του κοινωνικού χαρακτήρα του φαινομένου της εξάρτησης. Η πολιτική για τα ναρκωτικά φαίνεται πως εγκαταλείπει την αποκατάσταση και περιορίζεται στην υποκατάσταση, ανοίγοντας παράλληλα διάπλατα τις πόρτες στους ιδιώτες και στα κάθε είδους (και αμφίβολης ποιότητας) ιδιωτικά κέντρα, που πουλάνε πανάκριβα την ελπίδα της απεξάρτησης και που τώρα πλέον θα επωφελούνται και της επιχορήγησής τους με δημόσιο χρήμα. Εν τω μεταξύ: Οι οργανισμοί για την πρόληψη και αντιμετώπιση των εξαρτήσεων, πληγωμένοι από τις περσινές περικοπές του προϋπολογισμού και τη δραστική μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων (που αυτοί πλήρωσαν σε μεγάλο βαθμό τη βιωσιμότητα των οικονομικών μεγεθών των φορέων), δέχονται τώρα πέραν των οικονομικών και θεσμικά πλήγματα.