Σε μια εποχή με πολλά προβλήματα, με πολλές απογοητεύσεις, με πολλά αρνητικά παραδείγματα, χρειαζόμαστε ανθρώπους γύρω μας, που να μπορούν να μας εμπνέουν.
Ένας τέτοιος ήταν ο πολύ αγαπητός και φιλάνθρωπος αρχιμανδρίτης π. Κοσμάς Σιώζος, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, ηγούμενος στη Μονή Στομίου Κονίτσης, όπου εγκαταστάθηκε μερικά χρόνια μετά την αποχώρηση από εκεί του οσίου Παΐσίου.
Για πολλές δεκαετίες έβλεπαν πολλοί, είτε τη μέρα είτε και τη νύχτα ακόμη, μια σιλουέτα, αυτή του π. Κοσμά, να κινείται μέσα στο βουνό, ανεβαίνοντας με τα πόδια στο Μοναστήρι του Στομίου, κουβαλώντας με μουλάρια, ακόμη και στην πλάτη του, υλικά για την ανοικοδόμησή του, την οποία πέτυχε με πολύ κόπο. Και φρόντισε και να χτιστεί εντός της Μονής παρεκκλήσιο στ’ όνομα του αγίου Παϊσίου, αλλά και να ανακαινιστεί το κελί του οσίου, ώστε να είναι επισκέψιμο.
Ή κατεβαίνοντας απ’ αυτό στην Κόνιτσα, για να ενισχύσει πνευματικά, μέσω της εξομολόγησης, αλλά και οικονομικά, πολλά άτομα.
Ήταν τόσο μεγάλη η αφοσίωση του π. Κοσμά στη Μονή Στομίου, ώστε, παρά τα γεράματά του και τα προβλήματα υγείας, μέχρι λίγο διάστημα πριν το θάνατό του εξακολουθούσε να εγκαταβιώνει εκεί, με άφθονο σε πίστη και άφθορο βίο.
Όχι μόνο από την Κόνιτσα, αλλά και από άλλες περιοχές της Ελλάδας, όσοι τον επισκέπτονταν στο μικρό δωμάτιό του, το κατακλυσμένο από βιβλία, ούτε να κινηθείς, δεν υπάρχει χώρος, στο γηροκομείο της Μητρόπολης ή στο κελλάκι του στη Μονή Στομίου, έφευγαν από κοντά του εμψυχωμένοι.
Η δράση του δεν είχε καμία σχέση με προσκολλήσεις, με υποκρισίες, με προσωπεία, με επιδείξεις, αλλά ήταν δύναμη και αγάπη και απλότητα.
Έτσι, είχε πάντα μπροστά του την εικόνα του αναζητούντος Θεού. Και ήταν και ο ίδιος αναζητητής.
Ήξερε πολύ καλά ο π. Κοσμάς ότι για να χαρείς το φως χρειάζονται μάτια και για να χαρείς τις πραγματικότητες του Θεού, χρειάζεται πιστεύουσα καρδιά.
Και με τη στάση της ζωής του τραγουδούσε το τραγούδι της εσωτερικής του μουσικής, σε ρυθμούς ανθρωπιάς και αιωνιότητας.
Δεν κουραζόταν, δεν απελπιζόταν, αλλά, αντίθετα, γεμάτος συμπάθεια και καλοσύνη, δε σταματούσε να ψάχνει το θαύμα της σωτηρίας.
Ακόμη και προς το τέλος του επίγειου βίου του, παρά τα προβλήματα στην υγεία του, δυναμιτίζονταν από τη ζωντάνια της παρουσίας του Θεού.
Σ’ έναν κόσμο, που μοιάζει με φουσκωμένο ποτάμι και στο διάβα του παρασύρει τα πάντα, οδηγώντας τα στο γκρεμό, ο π. Κοσμάς, ήταν και είναι, και μετά το θάνατό του, ένα σταθερό σημείο, από το οποίο μπορούμε να κρατηθούμε.
Έσπειρε με την ταπεινότητα και την πραότητα και την αγνότητά του το σπόρο του Θεού και τον άφησε να μπει μέσα μας. Και να αναζωογονήσει την ύπαρξή μας. Και να την κάνει να καρποφορήσει.
Η στάση αγάπης του φανερώθηκε και μέσα από την στήριξη πολλών ατόμων, αφού δεν αμελούσε τους αναγκεμένους. Σε πόσους και πόσους φοιτητές έδινε χρήματα για να τα βγάλουν πέρα. Πόσοι και πόσοι φτωχοί ήξεραν ότι θα βρουν αποκούμπι στον π. Κοσμά.
Ο αείμνηστος π. Κοσμάς, εμποτισμένος από τη ζωή των αειμνήστων Μητροπολιτών Κονίτσης Σεβαστιανού και Φλωρίνης Αυγουστίνου, τους οποίους θαύμαζε, ενεργούσε την αγάπη με τέτοιο ευρηματικό τρόπο, ώστε να μπορούσε να υλοποιηθεί στην καθημερινή πρακτική, και οι ενέργειές της ανακούφισαν και στην ψυχή και στο σώμα πολλούς ανθρώπους.
Πάντοτε θα θυμόμαστε με νοσταλγία τον τρόπο, που μας καλωσόριζε κάθε φορά. Χαμογελαστός μάς έτεινε το χέρι του: Λευκό, στεγνό, καθαρό, όπως το χέρι ενός πολύ νέου παιδιού, μεταμορφωμένο. Με τον ανεπιφύλακτο τρόπο, που μας έδινε το χέρι του, ήταν σαν να μας έδινε όλη του την ύπαρξη σ' εκείνη την κίνηση.
Πηγή: Εφημερίδα "Political", 28-2-2025