Τέλη Αυγούστου άρχιζε η εμποροπανήγυρη. Το παζάρι. Στα Γιάννινα των παιδικών μου χρόνων ήταν το γεγονός της χρονιάς. H φωτογραφία είναι από το οικογενειακό αρχείο μου.
«Μεγάλη εμποροζωοπανήγυρις εν Ιωαννίνοις! Εφάμιλλος της ΔΕΘ!», έγραφε στις ανακοινώσεις του ο Γόρης Σακκάς, ο δήμαρχος που το 1955 την καθιέρωσε με τη μορφή που τη γνωρίσαμε.
Παρόντες όλοι οι «επίσημοι», από νομάρχη και μέραρχο μέχρι προέδρους σωματείων. «Παρέστησαν άπασαι αι τοπικαί αρχαί μετά των συζύγων των» (!), έγραψε κάποτε ένας νέος ρεπόρτερ.
Από την Κυρα-Φροσύνη μέχρι τη Σκάλα στήνονταν οι παράγκες των εμπόρων, Γιαννιωτών και ξένων. Βελέντζες, φλοκάτες, χαλιά, κεντήματα και υφαντά από το Μέκκειο και το Ορφανοτροφείο Θηλέων, ρούχα, παπούτσια, λευκά είδη (είδη προικός τα έλεγαν τότε). Γυαλικά, πλαστικά παιχνίδια, πλαστικά λουλούδια, φτηνά κάδρα με τις τρεις χάριτες και τον πωλούντα επί πιστώσει.
Ομηρικοί οι καβγάδες του Στεφανάκη και της κυρα-Λίτσας, δυο συμπαθέστατων πλανόδιων μικροπωλητών. Ο Δήμος τους έβαζε πάντα σε διπλανές παράγκες, λες και το έκανε επίτηδες. Οι παζαριώτες συναγωνίζονταν ποιος θα διαλαλήσει το εμπόρευμά του με το πιο ευρηματικό σλόγκαν. Ξεκινώντας από τα κλισέ «πάρε πάρε πάρε!» και «το αφεντικό τρελάθηκε».
Το σούρουπο άρχιζαν να ανάβουν τα φωτιστικά εκστρατείας: λάμπες πετρελαίου και ασετιλίνης, λαμπάδες και «λουξ», σκόρπιζαν στην ατμόσφαιρα τη χαρακτηριστική μυρωδιά. Όχι σπάνια, τα πρώτα φθινοπωρινά μπουρίνια έφερναν την καταστροφή.
Στην πλατεία Μαβίλη στηνόταν το λούνα παρκ. Κούνιες, ρόδα με αεροπλανάκια, καρουζέλ, σκοποβολή, συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, ο γύρος τού θανάτου, η ασώματος κεφαλή, ο Σαμψών που λύγιζε σίδερα και έσπαγε πέτρες στο κεφάλι του, οι δέκα κρίκοι ένα τάλιρο στα μπουκάλια, τα περιστέρια της τύχης. Αλλά και μαλλί τής γριάς, ψημένο καλαμπόκι, χαλβάς σαπουνέ σε ξύλινη σκάφη που τον έκοβαν με σκεπάρνι.
Λίγο πιο πέρα, στου Μάτσικα, η «ζωοπανήγυρη». Με τους πωλητές να εκθειάζουν τα ζωντανά τους (άλογα, μουλάρια, γαϊδουράκια, γελάδες) και τους αγοραστές να τα βγάζουν καχεκτικά και άχρηστα για να ρίξουν την τιμή.
Στη λεωφόρο Καραμανλή, από τον Μώλο μέχρι το Κουρμανιό, τα υπαίθρια βιβλιοπωλεία. Πρόχειρες, κακοτυπωμένες εκδόσεις που έφερναν σε επαφή τον πολύ κόσμο με έργα μεγάλων κλασικών συγγραφέων, οι συνταγές μαγειρικής του Τσελεμεντέ και της Χρύσας Παραδείση, η Αγγλική Άνευ Διδασκάλου, ο «Μέγας Ονειροκρίτης», η «Μεγάλη Ιατρική και Σεξολογική Εγκυκλοπαιδεία». Ένας αχταρμάς τέχνης, γνώσης, ανοησίας και αρπαχτής, στη διάθεση τού υποψήφιου αναγνώστη που ξεφύλλιζε με περιέργεια και θαυμασμό.
Η εμποροπανήγυρη με τα χρόνια έπαψε να είναι αυτό που ήταν. Τα εμπορεύματα ήταν πλέον τρίτης διαλογής, ο εμπορικός κόσμος τής πόλης και η τοπική οικονομία πάθαιναν ζημιά, οι καταναλωτές μπορούσαν να βρουν χαμηλές τιμές και σε εκπτώσεις, προσφορές, πολυκαταστήματα, Ίντερνετ, το χάζι στο παζάρι δεν αποτελούσε πια σπουδαία διασκέδαση.
Η πρώτη απόφαση για κατάργηση του παζαριού πάρθηκε το 1980 από τον δήμαρχο Θόδωρο Γεωργιάδη, οι τίτλοι τέλους έπεσαν οριστικά το 2008. Όλο αυτό το διάστημα, οι παζαριώτες από άλλα μέρη της χώρας, που είχαν πλέον την αποκλειστική εκμετάλλευση, αντιδρούσαν έντονα. Απεργίες πείνας, απειλές, ακόμα και μαχαίρια βγήκαν κάποτε. Την τελευταία φορά «φέσωσαν» τον δήμο και μετέτρεψαν την παραλίμνιο σε σκουπιδότοπο, δίνοντας στον ήδη αμφιλεγόμενης χρησιμότητας θεσμό τη χαριστική βολή.
Γιατί η εμποροπανήγυρη ήταν τόσο σημαντική για τα Γιάννινα τού ’50, τού ’60, τού ’70; Διότι οι χιλιάδες κόσμου που συνέρρεαν από την πόλη και τα χωριά έκαναν φθηνές και καλές αγορές σε εποχές μεγάλης φτώχειας. Προμηθεύονταν τα απαραίτητα για τον χειμώνα που πλησίαζε, εξασφάλιζαν και την προίκα των κοριτσιών.
Είχαν ακόμα την ευκαιρία να διασκεδάσουν, να ξεφύγουν από τη δύσκολη καθημερινότητα, να χαζέψουν, να συναντήσουν γνωστούς και φίλους.
Και γιατί τη θυμόμαστε με νοσταλγία; Μα γιατί η εμποροπανήγυρη ήταν τα παιδικά μας χρόνια.
ΘΩΜΑΣ ΝΟΥΣΙΑΣ