Πέρασε το καλοκαίρι με τα πανηγύρια και τα χωριά έμειναν έρημα - Του π. Ηλία Μάκου

«Βούλιαξαν» από κόσμο, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις,  τα ορεινά χωριά της χώρας μας τις ημέρες του Δεκαπενταυγούστου, ενώ τώρα αρχίζουν ξανά να ερημώνουν, καθώς έχει αναχωρήσει ο μεγαλύτερος όγκος των επισκεπτών...

Δυστυχώς ακυρώνεται στην πράξη το σλόγκαν Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα", γιατί "Ελλάδα είναι μόνο η Αθήνα". 

Ακόμη και απομακρυσμένα και εγκαταλελειμμένα χωριά  πήραν μια πνοή ζωής.  

Υποδέχτηκαν τους «ξενιτεμένους», που μένουν μόνιμα στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, αλλά και σε κάθε γωνιά του εξωτερικού, ακούστηκαν παιδικές φωνές, τα πανηγύρια έδωσαν έναν παραδοσιακό τόνο και δημιούργησαν ένα κλίμα νοσταλγίας, παιδιά ανταμώθηκαν με γονείς, αδέλφια με αδέλφια, συγγενείς με συγγενείς, χωριανοί με συγχωριανούς.

Τα πανηγύρια στα χωριά είναι μια καλή ευκαιρία για ανανέωση, μέσα από την επιστροφή στις ρίζες και από τις μυρωδιές της όμορφης φύσης.

Μια ευκαιρία για εκτόνωση, μέσα από το φαγοπότι, το χορό και το τραγούδι. Μια ευκαιρία για επικοινωνία, μέσα από τη συνάντηση με τους άλλους.

Κυρίως, όμως, μια ευκαιρία για πνευματική ανάταση, μέσα από τη ζωή του εορταζόμενου αγίου.

Και όπως λέει το τραγούδι, «να μας έχει ο Θεός γερούς, πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε με χορούς κυκλωτικούς…».

Δυστυχώς, όμως, σε αντίθεση με τα παλαιότερα χρόνια, όπου ήταν άλλα τα ήθη, άλλα τα έθιμα, άλλοι οι άνθρωποι, αγνοούμε σήμερα την πνευματική διάσταση των πανηγυριών και περιοριζόμαστε να τα βλέπουμε και να τα ζούμε απλά ως μια κοινωνική εκδήλωση.

Πέρα από τα πανηγύρια, ποικίλες και πλούσιες ήταν οι εκδηλώσεις, που έγιναν με πολιτιστικά, αθλητικά και καλλιτεχνικά δρώμενα, αλλά και πεζοπορίες.  

Τώρα, όμως και πάλι σιγή στα χωριά. Έμειναν πίσω λίγοι αποκαμωμένοι γέροντες, λίγες σκυρτωμένες γερόντισσες και που και που και ορισμένοι μεσήλικες, σχεδόν καθόλου παιδιά, που κάποτε με τα γέλια και τα παιχνίδια τους ομόρφαιναν τα χωριά.

Οι νέοι δεν έχουν περιθώρια να μείνουν στα χωριά τους, αφού η ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως λένε, δεν τους αποδίδει πλέον τίποτα και δεν αρκεί για να επιβιώσουν.

Παλαιότερα έβλεπες χωράφια καλλιεργούμενα, ενώ κυπροκούδουνα ζώων αντιλαλούσαν στα λαγκάδια, τώρα οι εκτάσεις γέμισαν από αγκαθιές, ενώ τα ζωντανά έχουν μείνει ελάχιστα. Και πουθενά, μα πουθενά, δε βλέπεις τα εξαφανισμένα πια συμπαθέστατα γαϊδουράκια, που ούτε δείγμα τους δεν υπάρχει.

Τα περισσότερα σπίτια είναι ακατοίκητα και ερμητικά κλειστά, ενώ άλλα από αυτά έχουν παραδοθεί στη φθορά του χρόνου.

Όσο και αν δεν το καταλαβαίνουμε, είναι εθνικής, ναι εθνικής, σημασίας θέμα να αναστραφεί αυτή η εγκατάλειψη των χωριών, γιατί “Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα”, όπως έλεγε ένα σύνθημα.

Γι’ αυτό, πρέπει να προληφθεί ο ολικός αφανισμός των χωριών, που, αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές παρεμβάσεις, σε λίγο καταφθάνει.

Πολλά είναι τα μέτρα, που μπορούν να παρθούν, με κυριότερα τα κίνητρα για αγροτοτουριστικές επενδύσεις στα χωριά, η πριμοδότηση για επιστροφή οικογενειών, οι προσλήψεις με το στοιχείο της εντοπιότητας, η βελτίωση των υποδομών, η άρση του αποκλεισμού, που έχει να κάνει με την έλλειψη ιατρικής, ταχυδρομικής, τραπεζικής, εκπαιδευτικής πρόσβασης, η εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας με αποτελεσματικότερη αστυνομική φύλαξη, με επανίδρυση στρατιωτικών φυλακίων, όπου χρειάζεται κ. ά.

Δεν μπορούμε να κόβουμε τις ρίζες μας και να αφήνουμε μοιρολατρικά να παρακμάζουν, να αδειάζουν τα χωριά, χωρίς να έχουμε συνέπειες, χωρίς να τιμωρηθούμε από τις ίδιες τις συνθήκες της ζωής.

Πέρα από το γεγονός ότι θα μας καταδιώκει πάντοτε η αγιάτρευτη νοσταλγία, πληρώνουμε τίμημα, ως ένα είδος φυσικής εκδίκησης, όταν αρνούμαστε αυτό, στο οποίο οφείλουμε, αυτό, που είμαστε.

Επιπλέον ο μαρασμός της υπαίθρου, αλλάζει άρδην τα δεδομένα σε γενικότερο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.

Τα χωριά είναι η “ψυχή” της Ελλάδας και είναι αδήριτη ανάγκη να μη γίνει ανεκτό και επιτρεπτό το ξεκλήρισμά τους. 

Πηγή: Εφημερίδα "Political", 31/8/2024