"ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ" ΤΑ ΧΩΡΙΑ: 6.776 κάτοικοι το 1951 και 721 το 2024 σε 30 κοινότητες πρώην δήμου

Η ερήμωση των χωριών της Ηπείρου, ειδικά των ορεινών και ημιορεινών περιοχών,
 είναι ένα γεγονός,  που φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού.

Επιβεβαιώνεται, όμως, και από τους αριθμούς. Ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός Τάσος Βασιλείου, συγγραφέας και αυτοδιοικητικός, από το Καλοχώρι Ιωαννίνων, που αγαπά τον τόπο του και "μαραζώνει" να τον βλέπει να...σβήνει πληθυσμιακά,  έκανε μια στατιστική έρευνα για τον πληθυσμό των κατοίκων στα 30 χωριά του πρώην δήμου Μολοσσών, περιοχή, που συνορεύει με τη Θεσπρωτία, και τα αποτελέσματα άκρως απογοητευτικά., ενώ πλέον η πλειοψηφία του πληθυσμού σ' αυτά είναι ηλικιωμένοι και τα μικρά παιδιά πολύ λίγα.  

Αυτά τα χωριά το 1951 είχαν1 6.776 κατοίκους, το 1961 είχαν 5656, το 1981 είχαν 3506, το 1991 είχαν 3522, το 1998 είχαν 1827 και το 2024 είχαν 721. Από αυτούς το 1998 έως 5 ετών ήταν 45, 6 έως 19 ετών 133, 20 έως 60 ετών 633, και 60 και άνω 1916. Το 2024 η μείωση δραματική: Έως 5 ετών 9 κάτοικοι, 6 έως 19 ετών 25 κάτοικοι, 20 έως 60 ετών 163 και 60 και άνω 524.  

Τα ανοιχτά σπίτια, στο σύνολο των 30 χωριών, το 1998 ήταν 848, σήμερα είναι 396.  Το 1998 τα ανοιχτά σπίτια μ' ένα άτομο ήταν 266, με δύο άτομα 367 και με τρία άτομα και άνω 215. Το 2024 οι αριθμοί πολύ ανησυχητικοί: Τ' ανοιχτά σπίτια μ' ένα άτομο είναι 165, με δύο άτομα 189 και με τρία άτομα και άνω 51.

Η τραγική κατάσταση φαίνεται και στον αριθμό των μαθητών σ' αυτά τα 30 χωριά. Τη σχολική περίοδο 1950/51 υπήρχαν  1068 μαθητές, το 1960/61 υπήρχαν 835, το 1970/71 υπήρχαν 325, το 1980/81 υπήρχαν 117, το 1990/91 υπήρχαν 83, το 1997/98 υπήρχαν 42 και το 2023/24 υπήρχαν 6. 

Μια “ταφόπλακα” εγκατάλειψης πλανιέται πάνω από την ύπαιθρο, αλλού μεγαλύτερη, αλλού μικρότερη, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις είναι αποκαρδιωτική η κατάσταση.

Λίγοι αποκαμωμένοι γέροντες, λίγες σκυρτωμένες γερόντισσες και που και που και ορισμένοι μεσήλικες, σχεδόν καθόλου παιδιά, που κάποτε με τα γέλια και τα παιχνίδια τους ομόρφαιναν τα χωριά.

Και όπου υπάρχουν είναι Αλβανικής κατά κανόνα καταγωγής, από γονείς, που κάνουν μεροκάματα.

Οι νέοι δεν έχουν περιθώρια να μείνουν στα χωριά τους, αφού η ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως λένε, δεν τους αποδίδει πλέον τίποτα και δεν αρκεί για να επιβιώσουν.

Μια γερόντισσα, κανέναν άλλον, με κάτι πουρναρόκλαδα ζαλωμένη, για προσάναμα, βρήκαμε στον άδειο δρόμο χωριού, όπου δεν λειτουργεί ούτε καφενείο!

Και νιώσαμε, από τις λίγες κουβέντες μαζί της, χήρα ήταν και ζούσε μοναχή της, με τα παιδιά της μακριά της, ότι τούτη η απλοϊκή γυναίκα δεν μοιάζει καθόλου με τον συχνά παραφουσκωμένο από ανόητο πρωτευουσιανοεγωϊσμό και τον γεμάτο αγχώδη μέριμνα κόσμο των αστικών κέντρων.

Αισθανθήκαμε, μέσα από την απλότητά της, την ταπεινή αρχοντιά και τον αληθινό πλούτο της επαρχιώτικης καρδιάς.

Και οι παππούδες και οι γιαγιάδες πεθαίνουν μόνοι και κάθε φορά, που λυπητερά χτυπά η καμπάνα, σημαίνει ότι η επαρχία όλο και σβήνει…

Παλαιότερα έβλεπες χωράφια καλλιεργημένα, ενώ κυπροκούδουνα ζώων αντιλαλούσαν στα λαγκάδια, τώρα οι εκτάσεις γέμισαν από αγκαθιές, ενώ τα ζωντανά έχουν μείνει ελάχιστα. Και πουθενά, μα πουθενά, δε βλέπεις τα εξαφανισμένα πια συμπαθέστατα γαϊδουράκια, που ούτε δείγμα τους δεν υπάρχει.

Τα περισσότερα σπίτια είναι ακατοίκητα και ερμητικά κλειστά, ενώ άλλα από αυτά έχουν παραδοθεί στη φθορά του χρόνου.

Όσο και αν δεν το καταλαβαίνουμε, είναι εθνικής, ναι εθνικής, σημασίας θέμα να αναστραφεί αυτή η εγκατάλειψη των χωριών, γιατί “Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα”, όπως έλεγε ένα σύνθημα.

Γι’ αυτό, πρέπει να προληφθεί ο ολικός αφανισμός των χωριών, που, αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές παρεμβάσεις, σε λίγο καταφθάνει.

Πολλά είναι τα μέτρα, που μπορούν να παρθούν, με κυριότερα τα κίνητρα για αγροτοτουριστικές επενδύσεις στα χωριά, η πριμοδότηση για επιστροφή οικογενειών, οι προσλήψεις με το στοιχείο της εντοπιότητας, η βελτίωση των υποδομών, η άρση του αποκλεισμού, που έχει να κάνει με την έλλειψη ιατρικής, ταχυδρομικής, τραπεζικής, εκπαιδευτικής πρόσβασης, η εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας με αποτελεσματικότερη αστυνομική φύλαξη, με επανίδρυση στρατιωτικών φυλακίων, όπου χρειάζεται κ. ά.

Δεν μπορούμε να κόβουμε τις ρίζες μας και να αφήνουμε μοιρολατρικά να παρακμάζουν, να αδειάζουν τα χωριά, χωρίς να έχουμε συνέπειες, χωρίς να τιμωρηθούμε από τις ίδιες τις συνθήκες της ζωής.

Πέρα από το γεγονός ότι θα μας καταδιώκει πάντοτε η αγιάτρευτη νοσταλγία, πληρώνουμε τίμημα, ως ένα είδος φυσικής εκδίκησης, όταν αρνούμαστε αυτό, στο οποίο οφείλουμε, αυτό, που είμαστε.

Επιπλέον ο μαρασμός της υπαίθρου, αλλάζει άρδην τα δεδομένα σε γενικότερο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.

Τα χωριά είναι η “ψυχή” της Ελλάδας και είναι αδήριτη ανάγκη να μη γίνει ανεκτό και επιτρεπτό το ξεκλήρισμά τους.

Ηλίας Μάκος