Κατέθεσε στεφάνι ο μοναδικός επιζών της γερμανικής θηριωδίας στο χωριό

Του π. Ηλία Μάκου

Συγκινητική ήταν η στιγμή, πολύ συγκινητική, όταν ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας, κατέθεσε, πρώτος απ' όλους, στεφάνι, για το ολοκαύτωμα στις Λιγκιάδες, την Κυριακή 2 Οκτωβρίου, στην εκδήλωση μνήμης, που διοργάνωσαν η τοπική Κοινότητα και ο δήμος Ιωαννιτών.

Τότε ο κ. Μπαμπούσκας ήταν βρέφος, ωστόσο οι διηγήσεις των μεγαλύτερων για τις θλιβερές στιγμές τον έχουν σημαδέψει, έστω και αν έχουν περάσει 79 χρόνια από τότε.    

Μετά το τρισάγιο από τον πρωτοσύγκελο της Μητροπόλεως Ιωαννίνων π. Θωμά Ανδρέου και τον ιερέα της ενορίας, είχε προηγηθεί θεία λειτουργία και επιμνημόσυνη δέηση στο ναό του αγίου Γεωργίου, και το προσκλητήριο νεκρών στο μνημείο, κατατέθηκαν στεφάνια.

Κεντρικός ομιλητής ήταν ο δήμαρχος Ιωαννιτών Μωυσής Ελισάφ, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι «αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι ιδιαίτερα τώρα, που με την εισβολή στην Ουκρανία ξεκίνησε ένας νέος Αρμαγεδδόνας, η διευθέτηση των διαφορών με στόχο τη συμφιλίωση αλλά και τη διαχείριση της τραυματικής μνήμης είναι επιτακτικότερη από ποτέ άλλοτε. Και οι επέτειοι σαν τη σημερινή ας επωμιστούν και αυτό το έργο. Κάθε εποχή χρησιμοποιεί το οπλοστάσιο της ιστορίας για να νομιμοποιήσει τις όποιες επιλογές του δικού της παρόντος. Το χρέος μας σήμερα είναι οι επιλογές από το παρελθόν να υπηρετήσουν το μέλλον μας και κυρίως το μέλλον των παιδιών μας».

Στον χαιρετισμό του ο πρόεδρος της τοπικής Κοινότητας Λιγκιάδων Ιωάννης Αυγέρης υπογράμμισε ότι «τα θύματα ακόμη ζητούν δικαίωση. Είναι χρέος μας να καταδικάσουμε τη βαρβαρότητα του φασισμού και του ναζισμού. Θα συνεχίσουμε να ζητούμε να μην σταματήσει η διαδικασία διεκδίκησης των Γερμανικών αποζημιώσεων. Η κληρονομιά που μας άφησαν όλα τα θύματα είναι μία… Να μην ξεχάσουμε ποτέ».

Στις εκδηλώσεις παραβρέθηκαν ο Περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέξανδρος Καχριμάνης, οι βουλευτές Σταύρος Καλογιάννης και Μερόπη Τζούφη, ο Γενικός Πρόξενος της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη, ο Διοικητής της 8ης Μεραρχίας, ο Συντονιστής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας, εκπρόσωποι της Αστυνομίας, του Πανεπιστημίου, μαρτυρικών χωριών και πόλεων, δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι.

Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΑΜΠΟΥΣΚΑΣ
Ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας, ήταν μερικών μηνών βρέφος, όταν η φάλαγγα των μηχανοκίνητων γερμανικών διμοιριών χτύπησε το χωριό σε αντίποινα για τη δράση των αντάρτικων σωμάτων. 

3 Οκτωβρίου 1943. Οι Γερμανοί κατέκαψαν τα λιγοστά σπίτια, τα υποστατικά και τις αποθήκες, άλλους έστησαν στο πλάτωμα, άλλους τους εκτέλεσαν μπροστά στα ανώφλια των σπιτιών ή μέσα στις κάμαρες και στα κατώγια. 

Από τους 96 που μέτρησαν με σπουδή οι κατακτητές γλίτωσαν τον θάνατο μόνο τέσσερις. 

Το βρέφος, μια νεαρή γυναίκα, που τα κορμιά των συγχωριανών της την κάλυψαν πέφτοντας την ώρα του πολυβολισμού και δύο 24χρονοι άνδρες, που οι σφαίρες τούς τραυμάτισαν επιπόλαια. 

Οκτώ σχεδόν δεκαετίες  μετά ο κ. Μπαμπούσκας είναι ο μόνος εν ζωή. 

Το μακελειό το γνωρίζει μόνο από τις διηγήσεις των μεγαλυτέρων, που «ευτυχώς για εκείνους και εμένα, που με έβγαλαν από τα αίματα και το φονικό, είχαν φύγει μερικές μέρες νωρίτερα για τη συγκομιδή των καρυδιών στις Καρυές»

Αλλά και αυτοί δεν ήταν πολλοί. Μερικές ντουζίνες άνθρωποι, κυρίως μεσήλικοι και νεαροί άνδρες, που βρήκαν επιστρέφοντας τις γυναίκες, τα παιδιά, τους γεροντότερους σε λίμνες αίματος. 

Ο πατέρας του κ. Μπαμπούσκα δεν συνήλθε ποτέ από το σοκ. «Πέθανε από τη στενοχώρια του δύο χρόνια μετά»

Το ορφανό παιδί ακολούθησε τη μοίρα των άλλων, ξεκληρισμένων οικογενειών. Πρώτα, εσωτερική μετανάστευση, στα Ιωάννινα, στο Νησί, στις Καρυές, δουλεύοντας τσοπανάκος στα κοπάδια των αιγοπροβάτων και των αγελάδων. 

Αργότερα, μετά το στρατιωτικό, στην Αθήνα, εργάτης κοντά τριάντα χρόνια στη Χαλυβουργική. Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, γύρισε στο χωριό, που ακόμη επούλωνε τις πληγές του. 

«Μέχρι πρόσφατα υπήρχαν καλύβες και πέτρινα εγκαταλειμμένα, με τα σημάδια από τη φωτιά και τη λεηλασία ακόμη ορατά. Γύρισαν πολλοί σιγά σιγά στον τόπο μας, το χωριό ξαναζωντάνεψε,άνοιξαν νέα νοικοκυριά, φτιάχτηκαν και τα κατεστραμμένα». 

Το 2007 ο κ. Μπαμπούσκας ταξίδεψε μαζί με άλλους επιζήσαντες στη Γερμανία, προσκεκλημένος του Πανεπιστημίου του Μονάχου σε ένα συνέδριο για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ στην Ελλάδα. «Ερχονταν νέοι άνθρωποι, φοιτητές, μας αγκάλιαζαν, κάποιοι έκλαιγαν. Όταν πήραμε τον λόγο και μιλήσαμε για τους Λιγκιάδες, εγώ και ένας ακόμη συντοπίτης, μας χειροκροτούσαν για ώρα πολλή».

Ο ΓΙΟΧΙΜ ΓΚΑΟΥΚ ΤΟ 2014 ΣΤΙΣ ΛΙΓΚΙΑΔΕΣ

Ο τότε πρόεδρος της Γερμανικής Δημοκρατίας Γιόαχιμ Γκάουκ επισκέφθηκε, ο πρώτος ήταν, το μαρτυρικό χωριό Λιγκιάδες των Ιωαννίνων το 2014, όπου τα SS εκτέλεσαν πάνω από 80 ανθρώπους από τον άμαχο πληθυσμό και η συγκίνηση για όσα είδε και έζησε δεν τον εγκαταλείπει. Είχε μάλιστα μιλήσει για την εμπειρία του σε συνέντευξη στο πρώτο πρόγραμμα της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης (ARD) και στην εκπομπή "Beckmann". 

Σύμφωνα με την "Deutsche Welle",  ο δημοσιογράφος τον ρώτησε πως αντέδρασε ο κόσμος στις Λιγκιάδες, στο ότι ήταν ο πρώτος Γερμανός πρόεδρος που ζήτησε συγγνώμη για τις ναζιστικές θηριωδίες. 

«Το πιο συγκινητικό δεν πέρασε στα ΜΜΕ», είχε απαντήσει  ο Γιόαχιμ Γκάουκ. 

«Ήμουν δίπλα σε έναν άνδρα, τον (αείμνηστο τώρα) πρόεδρο Παπούλια και τη γυναίκα του. Ως νέος έκανε αντίσταση. Αλλά στέκονταν στο πλάι μου, γεμάτος εμπιστοσύνη, γιατί ένοιωθε ότι δεν έκανα κάποιο σόου. Ήμουν 5 χρονών όταν τελείωσε ο πόλεμος, δεν έχω ενοχή για αυτόν τον πόλεμο, αλλά ένιωθα την ενοχή της προηγούμενης γενιάς και το έδειχνα, έπρεπε να το δείξω, όταν βρέθηκα σε έναν τέτοιο τόπο. Ό,τι μου είπε, και τα αισθήματα που μου έδειξε, ιδιαίτερα εκείνος, ήταν τόσο μεγαλειώδη, τόσο θαυμάσια που σε τέτοιες περιστάσεις νοιώθει κανείς, ότι είναι εφικτή η συγγνώμη. Και μετά η συνάντηση στα Ιωάννινα, όπου υπάρχει μικρή εβραϊκή κοινότητα, με επιζώντες…αγκαλιαστήκαμε ... ήμουν τόσο ευτυχισμένος. που ήμουν εκεί ως εκπρόσωπος μια νέας αλληλέγγυας Γερμανίας». 

Ο τότε Γερμανός πρόεδρος είχε σημειώσει ότι πέρα από τη διαφορετική κατανόηση, που μπορεί να υπάρχει στο πώς δείχνει κανείς την αλληλεγγύη του, για τον ίδιο πρωτεύουσα σημασία είχε η αποδοχή για πρώτη φορά από ένα κεντρικό θεσμικό όργανο της αδικίας, που έγινε και η συγχώρεση εξ ονόματος ενός ολόκληρου λαού. 

«Δεν ήταν εύκολη πορεία, αλλά αν δεν την κάναμε, θα ήμασταν σαν ένα κράτος που δεν θέλει να μιλήσει για την ενοχή του. Μάθαμε ότι με κάποιον τρόπο μπορούμε να απελευθερωθούμε, όταν δεν καταπιέζουμε την ενοχή μας, αλλά να μιλάμε γι' αυτήν και να προσπαθούμε να επανορθώσουμε, όπου γίνεται».

Ο Γιόαχιμ Γκάουκ ήταν πέντε χρονών όταν τελείωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι μνήμες του εξαντλούνται μέσα από τα βιώματα του πάτερα του που πιάστηκε αιχμάλωτος από του βρετανούς. Ως ενήλικας διάβασε για τον πόλεμο και ενεργοποιήθηκε σε οργανώσεις αλλά εκείνο που εντυπωσίασε το Γερμανό πρόεδρο ήταν ότι παρά την ενασχόλησή του με ανάλογα θέματα δεν γνώριζε τις πραγματικές διαστάσεις των ναζιστικών εγκλημάτων. 

«Πριν επισκεφθώ την Ελλάδα ασχολήθηκα με τη σχετική βιβλιογραφία που υπήρχε και διαπίστωσα ότι κανείς δεν ήξερε, ούτε και εγώ, σε ποιο βαθμό οι πρόγονοί μας έκαναν θηριωδίες. Επί οκτώ χρόνια ήμουν επικεφαλής συλλόγου ενάντια στη λήθη και για τη δημοκρατία, όπου εργάζονται πολλοί άνθρωποι. Γνωρίζω επίσης για το Δίστομο, όπου η Βέρμαχτ ή τα SS, έκαναν εγκλήματα. Ξέρω ότι υπάρχουν ακτιβιστές, που πηγαίνουν εκεί με έργο τη συμφιλίωση. Αλλά δεν μου ήταν ποτέ γνωστές οι πραγματικές διαστάσεις των εγκλημάτων, αν και είμαι ειδήμων σε ότι αφορά το παρελθόν».