"Κι ετσ' όπως χανετ' ο καπνός, οτ' είπαμαν να φύγει..." - Του Τάσου Μαρτίνη

Φωτ. paramythia-online.gr
(Μια πολύ διδακτική ηθογραφική ιστορία -καλογραμμένη και συναρπαστική- από το παρελθόν, που έζησε ο ίδιος, ανάρτησε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, απ' όπου την μεταφέρουμε, ο Τάσος Μαρτίνης από το Πολύδροσο Θεσπρωτίας.

Είναι ένα άτομο με πλούσια και ουσιαστική δραστηριότητα, από διάφορες θέσεις, στα κοινά και πάντοτε με ανιδιοτελή διάθεση προσφοράς, που εστιάζει στον άνθρωπο και την κοινωνική πρόοδο, με εμπνεύσεις και οράματα, με εσωτερική καλλιέργεια, πολλές ευαισθησίες, με συνετό  λόγο και αληθινά βιώματα. Η. Μ). 

***

Όλοι οι μεγαλύτεροι θα θυμούνται τον παππού μου τον Τάση Ζώη Μαρτίνη. Μας πήγαινε ο δάσκαλος Θωμάς Παπαδημητρίου πολλές εκδρομές για να μας πει ιστορίες. Είχε μεγάλη αγάπη στα παιδιά και χρυσή καρδιά.

Θα σας διηγηθώ μια αληθινή στιγμή, που έζησα μικρός και που φανερώνει το μεγαλείο της ψυχής και της καρδιάς του.
Μου 'ρχεται τώρα στο μυαλό.
μια εικόνα μεγαλείο,
που ήτανε σημαδιακή για τη ζωή μου όλη.

Έφτιαχνε ο πατέρας μου ξερολιθιά στη στάνη
κι ο παππούς διαφώνησε για τη μεριά του τοίχου.

Νευριασ' ο πατέρας μου κι αλλάξανε κουβέντες,
γινατώθηκαν και οι διό, κανείς δε κάνει πίσω.

Φερ το γομάρι γλήγορα, μου φώναξ ο πατέρας
και φύγαμε για το χωριό, καβάλα και οι διό μας,
αυτός στα μεσοσάμαρα κι εγώ μες τα καπούλια.

Τ απόγιομα γυρίσαμε πάλι κι οι διό καβαλα
κι ο παππούς μου καθότανε στη ζηλενιά από κάτω.

Έτρεξα τον αγκάλιασα με μια χαρά μεγάλη,
πέρασε κι ο πατέρας μου και δεν καλησπερίζει.

Κούνησε το κεφάλι του ο παππούς μου και κρένει.
Καληνεσπέρα γιόκα μου, μην έχεις μια τσιγάρα,
που ξώμεινα ο δύστυχος, διό ρουφιξιές να πάρω.
Έχω του λέει νευρικά, εγώ ποτές δε μένω.

Άναψε μια ωρέ παιδί και δος τη μου αν θέλεις.
Του την ανάβει βιαστικά, με νεύρα του τη δίνει.

Τραβάει ο παππούς ρουφιξιά και βγαζ' ένα ντουμάνι.
Το γλέπεις τούτο το καπνό, πως φεύγει ωρέ Γιάννη;
Ε! Κι αν τον γλέπω, τι μ αυτό, πρώτη βολά συμβαίνει;

Να, λέω ωρέ παιδάκι μου, οτ' είπαμαν οι δυό μας,
το μεσημέρι στο μαντρί στα νεύρα απάνω,
να φύγουν ωρέ γιόκα μου, σα το καπνό που γλέπεις
κι ετσ' όπως χανετ' ο καπνός, οτ' είπαμαν να φύγει,
γιατί δε πρέπει Γιάννη μου, κακίες να κρατάμε,
ούτ' ο πατέρας στο παιδί και στο γονιό το τέκνο.

Δάκρυσε ο πατέρας μου, γυρίζει και σκουπίζει,
γιατί έχει και εγωισμό, δεν θέλει να το δείξει.

Σηκώθηκε ο παππούς μου και πάει εκεί, κοντά του,
στη πλάτη τον εχτύπησε και του πε, έλα πάμε,
εσύ σαι αφέντης, μάστορας, εγώ τσοπάνος είμαι.

Συμπάθα με παιδάκι μου, γέρασα και τα χάνω.
Τ ακούς εσύ ωρέ μικρέ, αγγόνι μου λεβέντη,
ποτέ σου να μη τσακωθείς, κουβέντες μην αλλάξεις
βαριές, που πόνο στην καρδιά για το γονιό θα φέρουν.

Και να θυμάσαι Τάση μου τούτη να δω την ώρα
που δε θα μάθεις στο σχολειό και ουτ' απ' τα βιβλία,
να ξέρεις ότι η ζωή έχει δικό της δρόμο
κι όσο τη ζεις, τόσο κι αυτή σοφία θα σου δίνει.

Λύθηκε η παρεξήγηση και πιάνουν το τραγούδι,
πρώτα ο παππούς μόνος του και ύστερα οι δυό τους.
Η ευτυχία άστραφτε πάνω στα πρόσωπά τους
κι εγώ κοιτώ όλο χαρά και χορταμό δεν έχω.

Παππού μου σε ευχαριστώ για τα μαθήματα σου,
που 'χαν αγνότητα ψυχής και της καρδιάς αγάπη.
Λεβέντης ήσουν γέροντας, σοφός, καλοσυνάτος,
με το στριφτό μουστάκι σου, το μαύρο σου το φέσι,
τη πουκαμίσα τη λευκή με τα φαρδιά μανίκια
και με τη μπουραζάνα σου τη διμητοφτιαγμένη.
Θα σε θυμάμαι όσο ζω και θα σε μνημονεύω,
με νοσταλγία στη ψυχή και στη καρδιά μ' αγάπη.