Από ένα προσκύνημα στη Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά...

Του π. Ηλία Μάκου

Στο Όρος Σινά, στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, όπου είχαμε βρεθεί παλαιότερα ως προσκυνητές, πριν ξεσπάσει ο κορωνοϊός,  σου δημιουργείται η αίσθηση, που μάλλον είναι βεβαιότητα, ότι η αγιασμένη αυτή γη αγγίζει τα κράσπεδα του ουρανού.  

Για αιώνες διατηρείται άσβεστη η λαμπάδα της Ορθοδοξίας, με αποτέλεσμα από το μυαλό του πιστού να περνά η εικόνα του εκστατικού Μωυσή. Να βλέπει με τα μάτια της ψυχής του τη “ φλεγομένη και μη καιομένη”  βάτο, εισπνέοντας θερμό αέρα πίστης. Να ακούει μυστικά και μυστηριακά  τους βηματισμούς και τους παλμούς της καρδιάς του Ιωάννη, καθώς ανεβαίνει τις βαθμίδες της «Κλίμακας» των αρετών.

Μέσα στο ναό της Μονής, ψηλαφείς την αγία Αικατερίνη να παραμονεύει εκεί, που σβήνουν οι δρόμοι σου, για να σου δώσει νέο προσανατολισμό.

Το μάτι «κεντράρει» αρχικά στις πύλες, που διατηρούνται από τον 6ο μ. Χ.  αιώνα και κατασκευάστηκαν από κέδρο λιβάνου. Και ξαφνικά προβάλλει μπροστά σου μια φιγούρα, που κινείται με ευελιξία και ταχύτητα, ανάμεσα στους 12 γρανιτένιους κίονες. Είναι ο μοναχός, που διακονεί ως καντηλανάφτης, ενώ την ίδια στιγμή μουρμουρίζει τα ψαλτικά. 

Δίπλα άλλοι μοναχοί κάνουν μετάνοιες και  διαπιστώνεις  εύκολα σ’ αυτούς την αρμονική συνύπαρξή τους με την πίστη, μέσα από την εμπειρία της αλήθειας και την προσωπική εγρήγορση.

Υψώνοντας το βλέμμα προσευχητικά,  δεν περνάει απαρατήρητο, παρότι δεν φαίνεται εύκολα, γιατί καλύπτεται από ξυλόγλυπτο εικονοστάσι,  το περίφημο ψηφιδωτό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, στην αψίδα του Αγίου Βήματος, που είναι  το αρχαιότερο στην ανατολική Εκκλησία. 

Δεν είναι γνωστός ο ψηφιδογράφος, που το έφτιαξε, ωστόσο  σ΄ αυτό το αριστούργημα της πρωτοβυζαντινής τέχνης, φαίνεται η ψηφοδετική του ικανότητητα. Ο Χριστός δοξασμένος μέσα σε μπλε φόντο, έχει το Μωυσή στα αριστερά του και  τον Ηλία στα δεξιά του, οι οποίοι συνομιλούν μαζί του. Γονατιστοί είναι οι μαθητές Ιωάννης και Ιάκωβος, ενώ ο Πέτρος, που κοιμόταν στο έδαφος, αφυπνίζεται από το όραμα. Η Μεταμόρφωση πλαισιώνεται από μια σειρά δισκαρίων, με τα στηθάρια των δώδεκα Αποστόλων.

Αυτές τις ιερές στιγμές, σκέπτεσαι πως οτιδήποτε γεύεσαι είναι ασήμαντο, μηδαμινό, μπροστά σ’ αυτό, που διψάς. Ταξιδεύεις στην αληθινή όψη της ζωής, που στην κοσμική της διάσταση δυναστεύεται από τη φθορά. 

Στην ατμόσφαιρα της σιωπής και της προσευχής, ανανεώνονται οι καρδιές, καθώς μέσα σου συντελούνται πνευματικές διεργασίες.  Έτσι αποκτιέται βαθύτερη συναίσθηση της προσωπικής αδυναμίας και του απείρου ελέους του Θεού.  

Xαρακτηριστικός είναι ο περγαμηνός κώδικας:  Η κλίμακα των αρετών. Δείχνει τους μοναχούς να ανεβαίνουν με μια σκάλα από τη γη στον ουρανό, όπου τους αναμένει ο Χριστός. Δίπλα από τη σκάλα «καραδοκούν» δαιμόνια , που τους τραβούν προς τον όλεθρο.

Οι Σιναΐτες πατέρες αποτελούσαν, αποτελούν και θα αποτελούν τους πλέον σεμνούς πρεσβευτές του  Ορθόδοξου κάλλους, μέσα σ’ έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο και  παραπαίοντα κόσμο, ο οποίος ζητά πνευματικά ερείσματα και ερεθίσματα για να στηριχθεί και να συνεχίσει το δύσκολο και ανηφορικό δρόμο του. Ψυχές παραδομένες στο θείο έρωτα, έσπευσαν να κατοικήσουν στην έρημο, επιθυμώντας με την κάθαρση  και το φωτισμό να τύχουν της Θεοπτίας. 

Εδώ καλλιεργείται στο διάβα των αιώνων η άσκηση, νεκρώνεται το πάθος, μειώνεται το προσωπικό θέλημα, υμνείται ακατάπαυστα και αδιάλειπτα ο Θεός, κυριαρχεί η απλότητα, διδάσκεται η ρητορικώτατη σιωπή, προετοιμάζονται  οι άνθρωποι να γίνουν «οικήτορες του Παραδείσου».

Νιώθεις ένα δέος μπροστά στους μοναχούς, μπροστά στην τόλμη της απόφασης, που τους κρατάει στην έρημο, μπροστά στο άλμα τους, που αψηφάει τα καθιερωμένα μέτρα.

Η επίσκεψη στη βιβλιοθήκη της Μονής, αποτελεί μια ιδιαίτερη στιγμή. Λειτουργεί από τον 4ο αι. και θεωρείται η δεύτερη πιο σπουδαία στον κόσμο (μετά τη βιβλιοθήκη του Βατικανού), τόσο λόγω του αριθμού των χειρογράφων της, όσο και στην αξία τους.

Τα δύο τρίτα από τα χειρόγραφα είναι ελληνικά και τα υπόλοιπα αραβικά, συριακά, γεωργιανά, σλαβικά και λίγα αρμενικά, λατινικά, περσικά, πολωνικά, αιθιοπικά και κοπτικά.  Το 1975 βρέθηκαν μέσα σε σωρούς χωμάτων, στο βόρειο τείχος του Ιουστινιανού ( κάτω ακριβώς από το παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου) και φύλλα του περίφημου Σιναϊτικού Κώδικα.

Μετά τη βιβλιοθήκη, είναι αδύνατο να μη παρατηρήσει κανείς τη συνύπαρξη στον περίβολο της Μονής, ναού και μουσουλμανικού τεμένους. Η συνύπαρξη αυτή, αποκρούει τη διαστροφή του θρησκευτικού φανατισμού.

Όχι μόνο οι Ορθόδοξοι, αλλά και ο υπόλοιπος χριστιανικός κόσμος, όπως και οι Ιουδαίοι και οι Μωαμεθανοί, εκδηλώνουν πολύτροπα την αποδοχή τους στη Μονή Σινά.  

Φθάνουν πλήθη κόσμου στο Μοναστήρι. Κάθε φυλής και γενιάς. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι αναζητούν «την άλλη βιωτή και την ετέρα θεώρηση του κόσμου».

Παρ’ ότι περνούν καθημερνά εκατοντάδες άτομα, κυριαρχεί παντού ησυχία. Ο μοναχισμός, από την αρχή της εμφάνισής του, συνέδεσε την κίνηση προς το Θεό με την ησυχία, κατά κύριο λόγο την εσωτερική ησυχία. Η εξωτερική ησυχία, διευκολύνει και ολοκληρώνει την εσωτερική ησυχία. Οι μοναχοί εγκαταλείπουν τον κόσμο και αυτοπροσφέρονται στο Θεό. Δεν αποστρέφονται τον κόσμο, αλλά το κοσμικό φρόνημα. Και μας προσκαλούν, μας προκαλούν με τα χνάρια τους να απομακρυνθούμε, όχι τοπικά, αλλά τροπικά τον κόσμο. Να αλλάξουμε, δηλαδή, τον τρόπο, που ζούμε.  

Όπου και να γυρίσεις στη Μονή Σινά στέκεσαι απέναντι στην ομορφιά, στην αγάπη και στις απέθαντες ψυχές. Αυτές οι έννοιες είναι φλόγες, που ανάβει η μία την άλλη.

Συμμετέχοντας στις ακολουθίες, αναζητώντας τις σπηλιές, τα σκόρπια ξωκκλήσια, συζητώντας με τους απλοϊκούς και αγράμματους καλόγερους, αλλά και τους μορφωμένους, κοιτάζοντας το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Κορυφής, που είναι και αυτό μια ζωηφόρα παρεμβολή στο νεκρό τοπίο, όπου αποκαλύφθηκε η Παλαιά Διαθήκη του Θεού στους ανθρώπους, αποκομίζεις μια εμπειρία, μια ανίχνευση κι όχι ένα χρονικό. Για το χρονικό απομένουν οι εντυπώσεις, μόνο αυτές μπορούνε να μπούνε στο χαρτί.

Και συλλογίζεσαι πως η Μονή της αγίας Αικατερίνης, αν και γνώρισε πολλές απειλές και κινδύνους, υψώνεται ως μια άλλη ποιότητα πνευματικής αισθητικής, ασυνήθιστη στα «σκληρά» χρώματα της ερήμου. 

Όμως, οι σκέψεις διακόπτονται, καθώς νοερά αντικρίζεις κορυφαίους ασκητές, τον Ιωάννη της Κλίμακας, τον Αναστάσιο Σιναΐτη, τον γρηγόριο Σιναΐτη, τον Φιλόθεο Κόκκινο, που μετέβαλλαν την άνυδρη και άξενη γη σε «Οίκο Κυρίου». Για να μην παρεμβληθείς στην ατάραχη συνομιλία τους με το Θεό, δεν τους πλησιάζεις… Άλλωστε, το καταλαβαίνεις ο ίδιος, δεν έχεις τα «κότσια», είσαι εντελώς άδειος μέσα σου,  για μια «συνάντηση» μαζί τους…

Δεκαπέντε μέρες παραμείναμε στο Σινά, δίχως λογισμούς, ιδέες και επιχειρήματα, με μόνες τις αισθήσεις να ρουφάνε την κάψα και το φως. Ήταν απελευθέρωση,  έμοιαζε με δραπέτευση από το μαρτύριο της ανασφάλειας, με αναστροφή της θέας του κόσμου. Οι χριστιανοί κάνουμε ένα βασικό λάθος: Νομίζουμε πως αν δεχτούμε θεωρητικά, διανοητικά τις αλήθειες της διδασκαλίας του Κυρίου, είμαστε κιόλας Χριστιανοί. Ξεχνούμε, πως ο Χριστός αυτό δεν το βρίσκει αρκετό, για να μας θεωρήσει δικούς του. Ζητάει όχι μόνο να τον παραδεχθούμε, αλλά και να τον μιμηθούμε.

Το προσκύνημά μας στη Μονή Σινά τελείωσε, ωστόσο οι στοχασμοί τώρα άρχισαν να σχηματοποιούνται. Στον τόπο τούτο, όποιος βρεθεί προσκυνητής ή απλός επισκέπτης, υποχρεώνεται έμμεσα να συλλάβει το πύρινο τόξο της εποχής του και να ταυτιστεί με τις δύο κορυφαίες αρετές, την ευθύνη και τη θυσία. Τότε ο νους, με μια σωστή ερμηνεία της ζωής,  και  η ψυχή με ένα πύρωμα ανέσπερο, σκύβοντας πάνω από την άβυσσο του καιρού, χαράζουν τον αιώνιο λόγο, πως αξίζει μακριά απ’ το μύθο και το εγώ να αγωνιζόμαστε για τη λύτρωση του ανθρώπου με τις φωτεινές δυνάμεις της θυσίας. 

Πόσο ορθός ήταν ο λόγος ενός μοναχού, που ξεπροβοδίζοντάς μας υπογράμμισε: «Δεν ξεχνιέται αυτός ο τόπος». Η καρδιά μας έμεινε σκυμμένη εκεί, πιο αχόρταστη ύστερα από τις στιγμές, που έζησε και τις οποίες αδιάκοπα νοσταλγεί. Λαχταρά το φτερούγισμα της ανόδου, τη διάρκεια, την απόλαυση, το άνθος μιας μελλούμενης καρποφορίας.