Το σπίτι των Τζαβελλαίων στο Σούλι εγκαινιάστηκε ανακαινισμένο και λειτουργεί ως μουσείο (ΦΩΤΟ)

Του π. Ηλία Μάκου

Το σπίτι των Τζαβελλαίων, που στην αυλή του "ζωντανεύουν" χρόνους αλλοτινούς  οι προτομές του Λάμπρου και της Μόσχως Τζαβέλα,  στον ιστορικό χώρο του Σουλίου εγκαινιάστηκε ανακαινισμένο, με ιδιωτική πρωτοβουλία, μετά από προσπάθειες πολλών ετών, και πλέον λειτουργεί ως μουσείο.  

Τα εγκαίνια έκανε, την Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021,  ο  πρώην υφυπουργός Άμυνας και πρώην αρχηγός ΓΕΕΘΑ Αλκιβιάδης Στεφανής,  μαζί με τον  απόγονο της  φάρας των Τζαβελλαίων ταξίαρχο ε.α. Λάμπρο Τζαβέλλα, που από το 1985 ανέλαβε την πρωτοβουλία ανακαίνισής του και από ερείπια, που ήταν,  το αποκατέστησε με την παραδοσιακή μορφή του.  

Ο κ. Στεφανής επεσήμανε πως "με τιμή και υπερηφάνεια εγκαινίασα σήμερα την ιστορική οικία της ηρωικής οικογένειας των Τζαβελλαίων, στο Σούλι. Η καρδιά, η ψυχή και το πάθος για ελευθερία χτυπά και πάλι στον ιερό και ελεύθερο τόπο!".

Και πρόσθεσε: "Ο Λάμπρος Τζαβέλας, υπήρξε ο πατριάρχης της θρυλικής οικογένειας Σουλιωτών, τα περισσότερα μέλη της οποίας αγωνίσθηκαν διαχρονικά για τα υπέρτατα αγαθά της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της Πατρίδας, καθιστώντας το όνομα των Τζαβελλαίων συνώνυμο της ανδρείας και της φιλοπατρίας.

Στο εσωτερικό του σπιτιού ο επισκέπτης απαντά έναν θησαυρό ιστορίας, με κειμήλια των οικογενειών των Τζαβελλαίων και των Μποτσαραίων, καθώς και ζωγραφικά πορτρέτα των ηρώων και ηρωίδων του Σουλίου. 

Στη λιτή και σεμνή εκδήλωση συμμετείχαν ο βουλευτής Θεσπρωτίας της Ν.Δ. Βασίλης Γιόγιακας, ο περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέκος Καχριμάνης, ο πρώην βουλευτής Ηλίας Βεζδρεβάνης, ο αντιδήμαρχος Σταύρος Κωσταράς ως εκπρόσωπος του δημάρχου Σουλίου Γιάννη Καραγιάννη κ. ά.   

Με την καρδιά πλημμυρισμένη από συναισθήματα, που συγκλονισμένη στέλνει δάκρυα ευγνωμοσύνης, θυμίαμα θυσίας,  αντικρύζει κανείς την οικεία των Τζαβελλαίων, τα εκθέματα  και ολόκληρο το Σούλι. 

Τι να πρωτοτραγουδήσει ένας ταπεινός προσκυνητής της Σουλιώτικης γης; Τη λεβεντογέννα ανθρώπινη γενιά, που μεγαλούργησε,  ή τα αγέρωχα βουνά με την αυστηρή τους έκφραση και το άγριο μεγαλείο ή τις ανήλιαγες λαγκαδορεματιές με τις ποικίλες αποχρώσεις;

«Τα γενόμενα στο Σούλι είναι  θαύμα Θεού». Η επιγραμματική αυτή φράση, το νόημα της οποίας  νιώθει κανείς ως μυρωμένη πνοή του χθες στο σήμερα, έστω και αν βρεθεί  λίγες στιγμές στον ιστορικό τόπο, δεν ανήκει σε Έλληνα επαινέτη και θαυμαστή της δόξας των Σουλιωτών, αλλά στο Γενικό Προβλεπτή των Ενετών στα Επτάνησα, που την έγραψε, το 1772, είκοσι σχεδόν χρόνια  πριν ο Αλής επιτεθεί στο Σούλι. Τότε 600 άνδρες του Σουλίου αντιπαρατάχθηκαν απέναντι σε 12.000 Αλβανούς και τους γονάτισαν, τους  ταπείνωσαν, τους εξολόθρευσαν και τους μαυροφόρεσαν.

Ακριβοπληρωμένος ο αέρας του ηρωισμού πάνω στα μέρη του Σουλιού, όπου στηλίτες ασκητές της λευτεριάς, άξιοι για αιώνιο έπαινο, σε αντίθεση με εμάς τους σύγχρονους, που δε λογαριάζουμε ολότελα τιμή και αξιοπρέπεια, μες της ανήκουστης σκλαβιάς το χειροπιαστό σκοτάδι, έκαναν να καίει ζωηρή η φλόγα σ’ αυτό το βουνίσιο βωμό, όπου το αδούλωτο φρόνημα και ανίκητο ήταν και άπαρτο και σεβαστό και ιερό. Έδρασαν αποφασιστικά στην ξερή και άγονη και τραγικά μεγαλοπρεπή αυτή γωνιά της ελληνικής γης,  όπου εμπνεύστηκαν, μετουσίωσαν και ενσάρκωσαν τον φωτερότερο απ’ όλους τους σκοπούς τους, αυτόν της λευτεριάς.   Και από των πυρωμένων βράχων τη λαμπράδα μίλησαν εύγλωττα, με τη γλώσσα των όπλων, ποιοι και από ποιους ήταν και σε τι απέβλεπαν.  

Ο χρόνος άφησε την πατημασιά του πάνω στον κακοτράχαλο τούτο βράχο, που η γραμμή του ακουμπάει δυνατά στον ουρανό, φορτωμένη ερειπωμένα αρχοντικά, μισογκρεμισμένα, αλλά και ορθά, σαν τους λαβωμένους Σουλιώτες πολεμιστές, που δεν άφηναν παρά νεκροί τον αγώνα. Τυλιγμένα στην αχλύ του θρύλου και της σιωπής, έχουν αποθέσει στους αιώνες τα μυστικά τους. Λιθάρια μαυρισμένα από τις μπόρες και τη φωτιά, θυμίζουν στον επισκέπτη, πως εδώ κάποτε κατοικούσαν γίγαντες, πως η ιστορία του Σουλιού, υπήρξε και θα υπάρχει.  Ανήκει στη σφαίρα του τραγουδιού, ως ύμνος ανδρείας, ως συνώνυμο της λεβεντιάς, της ευψυχίας, της ευτολμίας, της αυταπάρνησης μέχρι θανάτου για τη θεϊκιά κι όλο αίματα πατρίδα.