Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος
Τα παλαιότερα χρόνια στη Θεσπρωτία, πριν δεκαετίες, η Πρωτοχρονιά εορτάζονταν φτωχικά, αλλά ήταν ευτυχισμένη!
Τότε, που οι άνθρωποι μπορεί να είχαν μπαλωμένα ρούχα και παπούτσια, αλλά είχαν άφθαρτη καρδιά.
Τότε, που η σήψη δεν είχε προχωρήσει στη συνείδηση. Τότε, που τα σπίτια έμοιαζαν σαν μια μικρή καλύβα, αλλά χωρούσαν όλο τον κόσμο.
Τότε, που μπορεί το ερμάρι να ήταν άδειο από τις ποικιλίες, που τέρπουν τη γεύση, η στέρηση να ήταν σκληρή, αλλά η ευτυχία δεν έλειπε.
Τότε, που η φτώχεια ήταν περήφανη και αγνή, σκαρφαλωμένη στις πλάτες των αγροτών, των βιοπαλαιστών, των χαμάληδων, που έτρεχαν, ακόμη και την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, να τη χορτάσουν με το στεφάνι της τιμιότητας και της αρετής. Τότε, που κάθε Πρωτοχρονιά οι γονιοί ονειρεύονταν τα βλαστάρια τους μεγάλους και τρανούς ανθρώπους, κι όλο αγωνίζονταν με πάθος και με πίστη να κάνουν τούτο το όνειρο πραγματικότητα. Τότε, που η ψυχή ήταν γεμάτη από αγάπη και η θέληση ατσαλένια για προκοπή.
Τότε, που τα βλέμματα, μπορεί να ήταν κουρασμένα και τα πρόσωπα σκαμμένα από το μόχθο, αλλά όχι απελπισμένα. Τότε, που έκαιγε η φωτιά στο τζάκι και γύρω-γύρω κάθονταν όλοι σφιχταγκαλιασμένοι, αφού η πραγματική ζεστασιά βρισκόταν μέσα τους.
Τότε, που η γλυκόλαλη καμπάνα από το χιονισμένο πανύψηλο καμπαναριό, καλούσε τους πιστούς στην εκκλησιά και όλοι τραβούσαν κατά εκεί.
Δύσκολα, αλλά στα αλήθεια όμορφα χρόνια. Μπορεί να μην υπήρχε τηλεόραση, παρά μόνο ένα παλιό ραδιόφωνο με λυχνίες. Μπορεί να μην υπήρχαν τηλέφωνα, εκτός από το μοναδικό στον καφενέ του χωριού. Μπορεί να μην υπήρχε διαδίκτυο. Υπήρχε, όμως, κοινωνία και επικοινωνία, που, παρότι σήμερα υπάρχουν τόσα τεχνολογικά μέσα, είναι ελλιπής ή ανύπαρκτη, γιατί κλειδαμπαρώθηκαν και σκυθρώπιασαν οι θλιμμένοι άνθρωποι, και δεν είναι ολάνοιχτο το μέσα τους.
ΤΟ «ΠΟΔΑΡΙΚΟ»
Μια εικόνα από τα παλιά: Το χαμηλόκτιστο σπίτι ξεχώριζε από την πέτρινη καπνοδόχο του, που έστελνε λευκές κορδέλες καπνού, στο μαυρισμένο χειμωνιάτικο, μουντό ουρανό. Έξω λυσσομανούσε ο βοριάς, με το ψιλοβρόχι να παγώνει τον τρομαγμένο κοκκινολαίμη.
Ο νοικοκύρης του έκανε το ‘ποδαρικό’, χτυπώντας την εξώπορτα, δεν επιτρεπόταν να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του, θα χάλαγε το ποδαρικό, κρατώντας μια εικονίτσα και ένα ρόδι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, έσπασε το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το έριξε, δηλαδή, κάτω με δύναμη, ώστε να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: «με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά».
Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες, αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.
Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές με ανασηκωμένα τα μανίκια, με τα μαλλιά της κεφαλής δεμένα με μαντήλι για να μην τα τρώει η σκόνη, πλάθαν το ζυμάρι, το πασπαλίζουνε με αλεύρι και μυρωδιές και κάνουνε τη "βασιλόπιτα". «Ανοίγανε φύλλο» και με έξι τέτοια φύλλα, χωρίς να προσθέσουν τίποτα άλλο έφτιαχναν τη βασιλόπιτα. Ανάμεσα στα φύλλα τοποθετούσαν διάφορα συμβολικά σχήματα που έφτιαχναν από κάποιο κλαδί. Και φυσικά έβαζαν μέσα το «φλουρί».
Την Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το μεσημέρι, την ψήνανε στο φούρνο.
Το μεσημέρι μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω από το γιορτινό τραπέζι και ο μεγαλύτερος την έκοβε, αφού πρώτα την έστριβε τρεις φορές και τη «σταύρωνε» με το μαχαίρι.
Το πρώτο κομμάτι ήταν πάντα του Χριστού και τα άλλα από έναν για τον καθένα, ανάλογα με το που θα σταματούσε η βασιλόπιτα μετά από τις τρεις στροφές. Η πίτα, έχει τις ρίζες της στα αρχαία ελληνορωμαϊκά έθιμα. Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη Βασιλόπιτα.
Η προέλευσή της σχετίζεται με το Μ. Βασίλειο, που για να προστατεύσει την περιφέρειά του, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από επιδρομή αλλοφύλων, έκανε έρανο και μάζεψε χρυσά νομίσματα και άλλα αγαθά, για να τα δώσει στους εχθρούς, ώστε να τους δελεάσει, για να μην λεηλατήσουν την περιοχή του.
Ο εχθρός, όμως, τελικά, δεν κατόρθωσε να εισβάλει στην Καισάρεια και τα αγαθά έμειναν. Τότε, ο Μ. Βασίλειος είπε να φτιάξουν μικρές πίτες – ψωμάκια, μέσα στις οποίες έβαζαν και ένα χρυσό νόμισμα, ή κάτι άλλο από όλα τα πολύτιμα πράγματα που είχαν μαζευτεί.
Οι πίτες αυτές μοιράστηκαν σε όλους και ο καθένας κράταγε ό,τι του τύχαινε.
ΤΑ ΕΘΙΜΑ, ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ
Tα παιδιά τα παλιά χρόνια δεν περιμένανε δώρα από κανένα, ούτε καν από τον άη Βασίλη! Δεν ήξεραν καν τον η Βασίλη με τη μορφή που τον ξέρουμε σήμερα! Τον άη Βασίλη τον μάθανε τα παιδιά μετά την Κατοχή. Αποσκοπούσαν όμως τα παιδιά σε κάποια λίγα χρήματα που θα τους έδιδαν, κυρίως ο νονός, γιατί και τότε όλα τα παιδιά ήθελαν περισσότερα πράγματα από αυτά, που είχαν. Δεν παραπονιόταν, όμως, που περνούσαν φτωχικά, γιατί έτσι φτωχά ήταν και τα παιδιά του γείτονα, του παραγείτονα, και όλου του χωριού, ακόμα και των πιο ευκατάστατων οικογενειών, δεν διέφεραν!
Τα έθιμα της πρωτοχρονιάς μπορεί να τηρούνταν με ευλάβεια, ούτε και οι απανωτοί πόλεμοι της δεκαετἰας του 40 κατάφεραν να τα αποδυναμώσουν, ωστόσο με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς στις αρχές του 1970 και τη μετανάστευση χάθηκαν, μαζί τους και η αθωότητα των εποχών, μαζί τους και οι αγνές ανθρώπινες αξίες.
Και τράνωσαν οι επιθυμίες για κυριαρχία του ενός πάνω στον άλλο. Και τράνωσαν η αλαζονεία, η βία, η ασυδοσία, η καταπίεση, ο παραλογισμός, η εκμετάλλευση και καταντήσαμε οι άνθρωποι μ’ άνθρωπο να μη μοιάζουμε.