(Σ.Σ.: Το κείμενο, που μας απέστειλε ο Μάριος Μπίκας "Οι Ταχιαίοι του Καριωτίου", είναι μια ακόμη συμβολή του στη Θεσπρωτική ιστοριογραφία. Εκτιμούμε ότι ο πλούτος των στοιχείων, που έχει διασώσει, αλλά και η ακρίβειά τους, τον κατατάσσουν στους διαλεχτούς ιστορικούς ερευνητές. Χωρίς να αφήνεται σε συναισθηματισμούς, που αλλοιώνουν τη μορφή των γεγονότων, καταγράφει μαρτυρίες και τις μεταφέρει αυτούσια. Έτσι, με συστηματική και οργανωμένη δουλειά, δημιουργεί την απαραίτητη υποδομή για την ανάδειξη σημαντικών τμημάτων από την ιστορία της Θεσπρωτίας).
***Οι γεννήτορες των Ταχιαίων της Τ.Κ. Καριωτιού του Δήμου Σουλίου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Κίτσιου και Μιχάλη Κοντού (πρώην Γραμματέα του Καριωτιού), ήρθαν στο Καριώτι από το χωριό Τόσκεσι, σήμερα Αχλαδέα του Δήμου Δωδώνης των Ιωανίννων. Το επώνυμό δε Τάχιας, που σήμερα έχουν όλοι οι επίγονοί τους, προήλθε στο Καριώτι από κάποιον ιερέα, στον οποίο οι Καριωτίτες προσέδωσαν το παρα-τσούκλι Τάχιας επειδή πήγαινε πολύ πρωί (ταχιά) στην εκκλησία.
Σχετικά με τους γεννήτορες των Ταχιαίων του
Καριωτιού, τους λόγους φυγής τους από το
Τόσκεσι, την εγκατάστασή τους στο Καριώτι και την προέλευση των επωνύμων Τάχιας
και Πατσιούρας, ο Καριωτίτης Σταύρος Γεωργίου Τάχιας, με πολλές
λεπτομέρειες και ονόματα, αφηγήθηκε τα
εξής :
« Ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων με φιρμάνι
υποχρέωνε τους Ηπειρώτες κτηνοτρόφους να του προσφέρουν για τις ανάγκες του
στρατού του όσα γιδοπρόβατα είχαν πάνω από εκατό (100) και βόδια ή άλογα πάνω
από τρία (3).
Την εποχή αυτή ζούσε σε
χωριό της Δωδώνης ο Θεοδωράτης Νικόλαος μαζί με τη γυναίκα του και τα
τέσσερα αγόρια. Όταν ο φοροεισπράκτορας του Αλή πήγε στο σπίτι του και του πήρε
τα ζώα, στεναχωρέθηκε τόσο πολύ, ώστε μετά από δυο μέρες πήγε, τον βρήκε και
τον σκότωσε. Στη συνέχεια πήρε την οικογένειά του και όλα τα υπόλοιπα ζώα και
αναχώρησε με σκοπό να εγκατασταθεί στην Πάργα, την οποία τότε κατείχαν οι ΄Αγγλοι.
Όταν έφθασαν στο χωριό Πετούσι, άλλαξε γνώμη. Τα δυο παιδιά του ο Γιώργος
και ο Παναγιώτης μαζί με τα πενήντα (50) γίδια ήρθαν στο Καριώτι, ενώ ο
ίδιος μαζί με τη γυναίκα του και τα άλλα δυο παιδιά, το Συμεών και το Σπύρο
εγκαταστάθηκαν στο μεγάλο μοναστήρι του Σωτήρα του χωριού Ρωμανού της Λάκκας
Μπότσαρη. Εκεί ο πατέρας με τη μάνα πέθαναν νωρίς, ενώ ο Συμεών έγινε καλόγερος
στο Κούγκι με το όνομα Σαμουήλ. Για το Σπύρο δεν υπάρχουν πληροφορίες.
Στο Καριώτι τα δυο
παιδιά του Νικόλα έφτιαξαν τα γκρέκια τους βορειοανατολικά της Γαλατσίδας, στα
Σεϊτόγια. Η τοποθεσία αυτή μέχρι τελευταία ονομαζόταν « Γκρέκια των
Ταχιαίων ».
Την εποχή εκείνη ο παπάς
του Καριωτιού ήταν ενενήντα χρόνων. Με δυσκολία τελούσε τη θεία λειτουργία και τα άλλα μυστήρια.
Μια Κυριακή επισκέφτηκε την
εκκλησία του Πάνω Καριωτιού και ο τσοπάνος, ο
Γιώργος. Επειδή είχε σχέση με τα εκκλησιαστικά, με την άδεια του ιερέα
έκανε τον ψάλτη. Ο παπάς και οι Καριωτίτες ενθουσιάστηκαν από την ψαλμωδία του
Γιώργου και, μετά το θάνατο του παπά τους, πήγαν στο Δεσπότη της Παραμυθιάς :
-
Δεσπότη,
του είπαν. Ο παπάς μας πέθανε.
-
Τώρα πού
να βρω παπά; τους απάντησε ο Δεσπότης.
-
Εμείς για παπά έχουμε έναν τσοπάνο, που ξέρει καλά
τα εκκλη-σιαστικά.
-
Να μου τον
φέρετε να τον γνωρίσω.
Αφού οι Καριωτίτες πήγαν
στο Δεσπότη το τσοπάνο και ο Δεσπότης τον εξέτασε, τους είπε :
- Αυτή την Κυριακή παντρέψτε τον και την άλλη
θα τον κάνω παπά.
΄Ετσι κι έγινε. Ο Γιώργος
χειροτονήθηκε παπάς κι όλοι τον ήξεραν ως Παπα – Γιώργο. Κανένας δε γνώριζε το πραγματικό
του επώνυμο.
Μια μέρα ανέβηκε στο
Πάνω Καριώτι ένας Τούρκος υπάλληλος για να καταγράψει τα σπίτια του χωριού.
Όταν έφθασε στο σπίτι του παπά, ρώτησε :
-
Αυτό το
σπίτι τίνος είναι;
-
Του Παπα -
Γιώργου, τού απάντησαν.
-
Ο παπάς
δεν έχει επώνυμο;
-
Έχει, του
φώναξε κάποιος, τον λεν Τάχια.
(Τον λεν Τάχια τού φώναξε,
επειδή οι Καριωτίτες είχαν δώσει στον Παπα-Γιώργο
το παρατσούκλι Τάχιας, γιατί πήγαινε πολύ πρωί στην εκκλησία).
΄Ετσι προήλθε το επώνυμο
Τάχιας, το οποίο σήμερα φέρνουν όλοι οι απόγονοί τους.
Ο Παναγιώτης, ο άλλος αδελφός του Παπα -
Γιώργου, αφού παντρεύτηκε κι έμεινε κι αυτός στο Καριώτι, πήρε το επίθετο Πατσιούρας (παρατσούκλι), επειδή
στην Κάτω βρύση του χωριού έπλενε τους πατσιάδες (πατσιούρια), που του έδιναν
οι χασάπηδες της Παραμυθιάς.
Το επίθετο Πατσιούρας
σήμερα φέρνουν στο Καριώτι οι απόγονοι του
Παναγιώτη.
Όλα τα παραπάνω μού τα
είπαν στην τοποθεσία Γκουγκού του Πάνω Καριωτιού τον Οκτώβριο του 1957
οι χωριανοί[1]
μου Γεώργιος Κοντός και Γεώργιος
Γκάτζιας »
[1] . (σ.σ.) Χωριανοί μου: Ο Γεώργιος Κοντός παντρεμένος με τη
Χρυσή, ήταν πατέρας του Τσίλη Κοντού,
και παππούς του Παπα – Χρήστου (Κοντού), ενώ ο Γεώργιος Γκάτζιας (γεννημένος
το 1894), παντρεμένος με τη Μήλω,
θεια του πρώην Γραμματέα της Βέλλιανης
Αριστοτέλη Μπίκα, ήταν πατέρας του
Σπύρου, του Φώτου και του Ντίνου
Γκάτζια. ( Πληροφορίες : Αρτεμισία
Παπαδοπούλου, Ληξίαρχος της Δημοτικής Ενότητας Παραμυθιάς )