Συμπληρώνονται φέτος ἔνδεκα χρόνια ἀπὸ τὴν ἐκδημία τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου. Ταπεινὸ ἀφιέρωμα σ’αὐτὸν τὸν μεγάλο ἄνδρα, ποὺ μὲ τιμοῦσε μὲ τὴ φιλία καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του, εἶναι οἱ γραμμές ποὺ ἀκολουθοῦν. Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ὑπῆρξε μιὰ σπάνια ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα, γιγαντιαίων, θὰ ἔλεγα, διαστάσεων. Σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ διακρίθηκε γιὰ τὸ ἀνεπίληπτο ἦθος, τὴν ἄριστη ἐπιστημονική του κατάρτιση, τὴ θαυμαστὴ γλωσσομάθεια, τὴν ἐκπληκτικὴ ὀργανωτική του ἱκανότητα, τὴ συγκινητική του εὐαισθησία σὲ θέματα εἰρήνης, κοινωνικῆς δικαιοσύνης, ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ σεβασμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ὑπῆρξε ὁ πλέον λειτουργικὸς Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ τελευταίου αἰώνα, ποὺ ἕλκονταν ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως καῖ τὸ θάμβος τῆς ὀρθοδόξου μυστηριακῆς ζωῆς. Ἄριστος γνώστης καὶ ἐκτελεστῆς τῆς πατρώας βυζαντινῆς μουσικῆς, ὑποδειγματικὸς καὶ βιωματικὸς ἐκκλησιαστικὸς λειτουργὸς, δεινὸς καὶ χειμαρρώδης ὁμιλητὴς, μὲ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ γνώση τῆς νέας εὐρωπαϊκῆς καὶ βαλκανικῆς πραγματικότητας. Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ἀγωνίστηκε νὰ συνθέσει τὴ λειτουργικὴ μὲ τὴν κοινωνικὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴν εἶναι «τὸ θεωρητικὸν ἀκοινώνητον καὶ τὸ πρακτικὸν ἀφιλοσόφητον», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἔδωσε ὤθηση στὴν ἀξιοποίηση τοῦ διαδικτύου καὶ τῶν νέων τεχνολογιῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Οἱ πρωτότυπες τοποθετήσεις του σὲ θέματα βιοηθικῆς ἰατρικῆς προλάμβαναν τὴν ἐποχή του καὶ ἔδειχναν πρὸς τὰ ἔξω τὸ καινούργιο πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας. Πρότεινε στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τὴ θεσμοθέτηση εἰδικῶν συνοδικῶν ἐπιτροπῶν, οἱ ὁποῖες ἄρχισαν τὴ μελέτη κρίσιμων ζητημάτων τῆς ἐποχῆς μας. Παράλληλα ἐπέδειξε μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο, παίρνοντας μιὰ σειρὰ πρωτοβουλιῶν, ὅπως τὴν παροχὴ ἐπιδόματος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ τρίτο παιδὶ τῶν οἰκογενειῶν ποὺ ζοῦν στὴ Θράκη, στὴ στήριξη τῶν κακοποιημένων γυναικῶν, στὴν ἐνίσχυση τῶν παλλινοστούντων, στὶς οἰκολογικὲς πρωτοβουλίες, στὴν ὑποστήριξη τοῦ θεσμοῦ τῶν ἐθελοντῶν καὶ γενικὰ στὴν ἐνίσχυση τῶν εὐπαθῶν κοινωνικῶν ὁμάδων. Ὁ ἀείμνηστος Χριστόδουλος εἶχε μιὰ ξεχωριστὴ ἀγάπη στὴν Ἑλλάδα, ὡς διαχρονικὴ πολιτιστικὴ ὀντότητα, ὡς κοιτίδα ὑψηλῶν ἀξιῶν καὶ ὡς συνέχεια μιᾶς ἀνυπέρβλητης πνευματικῆς παρακαταθήκης. Μὲ παρρησία καὶ τόλμη τοποθετήθηκε συχνὰ στὰ ἐθνικὰ ζητήματα τῆς χώρας, τονώνοντας τὴν αὐτοπεποίθηση καὶ τὴν αἰσιοδοξία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Κατηγορήθηκε ὁ μακαριστὸς ὡς ἐθνικιστὴς καὶ λαϊκιστὴς. Ὁ ἴδιος ἀπάντηση κάποτε: «Μερικοὶ μὲ λένε ἐθνικιστὴ καὶ ἄλλοι λαϊκιστή. Λάθος. Οὔτε ἐθνικιστὴς εἶμαι οὔτε λαϊκιστής. Ὑπηρετῶ καὶ ἀγαπῶ τὴν Ἐκκλησία μας μὲ ὅλες μου τὶς δυνάμεις. Ἀγαπῶ καὶ τὴν πατρίδα μας τὴν Ἑλλάδα, τὴν ἔνδοξη χώρα μας». Πράγματι ὁ Χριστόδουλος δὲν ἦταν ἐθνικιστής. Ἦταν ἕνας ἁγνὸς πατριώτης. Ὡς ἐμβριθῆς περὶ τὰ θεολογικὰ, γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ ἐθνικισμὸς ὡς διχαστικὸ γεγονὸς κατατέμνει τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, καταστρατηγεῖ τὴν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων καὶ, ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ κήρυγμα τῆς παγκοσμιότητας καὶ ὑπερφυλετικότητας τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ὁ ἀείμνηστος Πρωθιεράρχης ἦταν ἰδιαίτερα ἀνήσυχος καὶ εὐαίσθητος γιὰ τὰ ἐθνικά μας θέματα. Διαρκῶς ἐπεσήμαινε τοὺς ἐθνικοὺς μας κινδύνους στοὺς πολίτες τῆς χώρας καὶ ἐνημέρωνε γι’αὐτὰ θεσμικοὺς φορεῖς καὶ προσωπικότητες τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ἰδιαίτερα ἀνήσυχος ἦταν γιὰ τὸ Μακεδονικό. Στὴν μὲ ἡμερομηνία 17-11-2004 ἐπιστολή του πρὸς στοὺς ἀρχηγοὺς τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν καὶ τοὺς προκαθημένους τῶν Ἐκκλησιῶν ἐκφράζει τὴ μεγάλη του ἀγωνία γιὰ τὸ ζήτημα αυτό. «Ἡ χρήση τοῦ ὀνόματος ‘Μακεδονία’ ἀπὸ τὰ Σκόπια», γράφει, «εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ μιὰ ἁπλὴ καὶ ἀθώα πολιτιστικὴ ὑπεξαίρεση. Καὶ αὐτό, γιατὶ στὴν περιοχή μας τὰ ὅρια τοῦ πολιτιστικοῦ, τοῦ πολιτικοῦ καὶ τοῦ ἐπεκτατικοῦ εἶναι ἀμυδρά». Παράλληλα μὲ τὴν πολιτικὴ διάσταση τοῦ μακεδονικοῦ ζητήματος, ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ἐκκλησιαστική, στηρίζοντας τὸν μαρτυρικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρίδος Ἰωάννη. Ἀλλὰ καὶ στὸ βορειοηπειρωτικὸ ζήτημα ὁ Χριστόδουλος ἔδωσε δυναμικὴ παρουσία. Πάλιν καὶ πολλάκις ἀναφέρθηκε στὶς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ζοῦν οἱ ἀδελφοὶ βορειοηπειρῶτες χριστιανοὶ, ἐξέφρασε τὴν ἀγανάκτησή του γιὰ τὴ βία καὶ τὴν καταπίεση τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεώς τους καὶ τόνισε ὅτι καὶ γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ ἐθνικό μας πρόβλημα χρειάζεται σωστὴ ἐθνικὴ στρατηγικὴ καὶ ὑπεύθυνη ἀντιμετώπιση, γιατὶ «οἱ καιροὶ οὐ μενετοὶ καὶ οἱ ἱστορικὲς εὐθῦνες μεγάλες». Μὲ ξεχωριστὴ ἀγωνία μιλοῦσε γιὰ τὸ κυπριακὸ ζήτημα καὶ τὶς ἀδικίες ποὺ ἔγιναν σὲ βάρος τοῦ κυπριακοῦ ἑλληνισμοῦ. Σὲ ὁμιλία του στοὺς Εὐρωβουλευτὲς τόνισε: «Ἔχω ἀγωνία γιὰ τὸ μέλλον τῆς Κύπρου... Ἡ Κύπρος εἶναι τούτη τὴν ὥρα κάρβουνο στὴν ψυχή μου, καὶ ἐλπίζω καὶ προσεύχομαι...». Κατὰ τὴν ἐπίσημη ἐπίσκεψή του στὴν Κύπρο διεπίστωσε ὅτι ὁ κυπριακὸς ἑλληνισμὸς παραμένει ἀταλάντευτα προσηλωμένος στὶς πνευματικὲς καὶ ἐθνικὲς του καταβολές. Κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ ἀδιαπραγμάτευτο αἴτημα μιᾶς δίκαιης καὶ βιώσιμης λύσης, ποὺ θὰ ἐπανενώσει πραγματικὰ τὴν Κύπρο σὲ ἕνα ἐλεύθερο, ἑνιαῖο, ἀνεξάρτητο καὶ δημοκρατικὸ κράτος. Ἀλλὰ καὶ στὸ κουτσοβλαχικὸ ζήτημα ἦταν ἀπόλυτος. Στὰ ἐγκαίνια τοῦ ἱεροῦ ναοῦ ἁγίου Νικολάου Νυμφαίου Φλωρίνης εἶχε πεῖ: «Οἱ Βλάχοι ἦταν καὶ εἶναι γνησιότατοι Ἕλληνες. Πρωτοστάτησαν στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν κοινωνικὴ εὐποιΐα, καλλιέργησαν τὰ γράμματα καὶ τὶς τέχνες καὶ γενικὰ διέπρεψαν σὲ κάθε τομέα τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς». Θυμᾶμαι στὸ περιθώριο τῆς ἐπισήμου ἐπισκέψεώς του στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, ὅπου εἶχα τὴν τιμὴ νὰ τὸν συνοδεύσω, εἶχε πεῖ στὸν τότε Μητροπολίτη Μολδαβίας καὶ νῦν Πατριάρχη Ρουμανίας Δανιήλ: «ἡ προσπάθεια νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι οἱ Βλάχοι τῆς Μακεδονίας, Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας ἦρθαν ἀπὸ τὴ Δακία, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι εἶναι ἱστορικὰ ἀτεκμηρίωτη, εἶναι λογικὰ ἀκατανόητη καὶ πρακτικὰ ἀσύμφορη, ἀφοῦ κανένας δὲν ἀφήνει τὶς εὔφορες πεδιάδες τῆς Δακίας γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὰ κατσάβραχα τῆς Πίνδου καὶ τοῦ Βοΐου». Ἐκεῖνο ποὺ ἰδιαίτερα τὸν στενοχωροῦσε ἦταν ὁ βιασμὸς τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας καὶ ὁ ἀνεπίτρεπτος ἀκρωτηριασμός της στὴν προκρούστεια κλίνη τῶν ἰδεολογικῶν προκαταταλήψεων, τῶν ὑλιστικῶν σχημάτων, τῆς μονολιθικῆς σκέψεως καὶ τῶν σοφιστικῶν συλλογισμῶν. Ἡ διατήρηση τῆς ἱστορικῆς μήμης εἶναι γιὰ τὸν Χριστόδουλο βασικὴ προϋπόθεση ἐπιβιώσεως τῶν Ἐθνῶν. Ἡ λήθη εἶναι νέκρωση τῆς ἱστορίας καὶ παρακώλυση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας, δηλαδὴ ἱστορικὸς θάνατος. Ἡ συντήρηση τῆς ἐθνικῆς μνήμης, ἀντίθετα, παροντοποιεῖ τὴν ἱστορία καὶ ἐξασφαλίζει τὴ συνέχεια. Πάντα τόνιζε ὅτι «ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη στὶς διαπροσωπικὲς καὶ διακρατικὲς σχέσεις δὲν πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ νὰ λησμονοῦμε τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια». Νοῦς ἀνοικτὸς καὶ δεκτικὸς στὶς προκλήσεις τῶν καιρῶν, καθὼς ἦταν, χωρὶς ἀγκυλώσεις καὶ ἐσωστρέφειες, φρόντιζε γιὰ τὴν ἐνίσχυση τοῦ ρόλου τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν κόσμο, προβάλλοντας μὲ συνέπεια τὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ μαρτυρία στὰ εὐρωπαϊκὰ καὶ διεθνῆ φόρα. Ὑπῆρξε ὑπέρμαχος τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνώσεως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι αὐτὴ θὰ σέβεται τὴν ταυτότητα καὶ ἰδιοπροσωπία τοῦ κάθε λαοῦ, τὴ γλώσσα του, τὴ θρησκεία, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, τὴν παράδοση καὶ τὴν κληρονομιά του. Ἤθελε μιὰ Εὐρώπη-παράγοντα σταθερότητας γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, στὴν ὁποία οἱ ἡγέτες της δὲν θὰ ἀποφασίζουν μὲ βάση τὸ συμφέρον, ἀλλὰ τὸ δίκαιο. Μιὰ Εὐρώπη-παράγοντα ἀνεκτικότητας πρὸς τοὺς ἄλλους πολιτισμοὺς καὶ τὶς θρησκεῖες καὶ συνεργασίας μὲ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς. Ἰδιαίτερα σκληρὸς ἦταν στὴν ἄρνηση τῶν εὐρωπαίων ἡγετῶν νὰ ἀναγραφεῖ στὸ Σύνταγμα τῆς Εὐρώπης ὁ Χριστιανισμὸς, ὡς θεμέλιο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Πίστευε ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ νὰ πορεύονται σὲ μιὰ προσπάθεια συνενώσεως καὶ συνεργασίας μὲ κριτήρια μόνον τὰ οἰκονομικὰ συμφέροντα. Ἀλλὰ ὅτι χρειάζεται καὶ μιὰ ἀνώτερη πνευματικὴ θεώρηση καὶ σκοποθεσία, ποὺ θὰ ἀποτελεὶ τὴν ἐμπνέουσα δύναμη γιὰ τὰ ἄτομα καὶ τὶς κυβερνήσεις. Καὶ αὐτὴ ἡ δύναμη εἶναι ὁ Χριστιανισμός. «Εὐρώπη», τόνισε ὁ μακαριστὸς Χριστόδουλος, «δὲν εἶναι ἕνας γεωγραφικὸς ὅρος. Ἡ Εὐρώπη εἶναι πολιτιστικὸ μόρφωμα. Ἡ ἀναφορὰ στὸν Χριστιανισμὸ δὲν ζητήθηκε ὡς πράξη παρεμπόδισης τοῦ λαϊκοῦ κράτους, ἀλλὰ ὡς πράξη διαφύλαξης τῆς εὐρωπαϊκῆς συνείδησης». Πέρασαν δέκα ὁλόκληρα χρόνια ἀφότου ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ἔπαυσε νὰ βρίσκεται σωματικὰ κοντά μας. Ἔφυγε γιὰ τὴν ἀτέρμονη αἰωνιότητα, ὅπου «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων». Μὲ τὸ κεφάλι ψηλά. Μὲ τὴ συνείδηση ἀναπαυμένη ὅτι «τὸν καλὸν ἀγώνα ἠγωνίσατο». Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μὲ τὴ λιπαρὰ μόρφωση, τὸ ὑψηλὸ ἦθος, τὸν ἀκάματο ζῆλο, τὴ γρηγοροῦσα συνείδηση καὶ τὸ ὑψηλὸ αἴσθημα ἑλληνορθόδοξης εὐθύνης, δὲν πέθανε. Γιατὶ οἱ μεγάλοι δὲν πεθαίνουν. Δὲν πεθαίνουν καὶ ὅταν ἀκόμη βρίσκονται ἐν τάφῳ. Καὶ ὁ Χριστόδουλος ἀνήκει στοὺς Μεγάλους. Γι’αυτὸ καὶ ζεῖ στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ ποὺ τὸν ἀναπολεῖ στὶς μεγάλες ἐθνικὲς κρίσεις, στὰ ἔργα του, στὰ βιβλία του, στὶς εὐεργεσίες του, στὶς ὑποθῆκες ἀρχῶν καὶ συνέπειας ποὺ ἔδωσε μὲ τὴ ζωή του. Ὁ Χριστόδουλος ὑπῆρξε ἀσυμβίβαστος στὶς ἀρχές του. Δὲν ὑποχώρησε μπροστὰ σὲ ἐξουσίες ποὺ θέλησαν νὰ τραυματίσουν τὸ ἦθος τοῦ λαοῦ μας, νὰ χαλαρώσουν τὶς ἀντιστάσεις του ἀπέναντι σὲ ξενόφερτες συνήθειες ποὺ ἀντιστρατεύονται τὴν παράδοση καὶ ἀσεβοῦν ἀπέναντι στὴν ἱστορία του. Σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ προβάλλει ἀλλοτριωμένα πρότυπα ζωῆς καὶ δημιουργεῖ δευτερογενεῖς πλασματικὲς ἀνάγκες, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ἀνοίγει δρόμους, προβληματίζει καὶ ὁδηγεῖ τοὺς νεωτέρους στὸ δρόμο τοῦ θρησκευτικοῦ καὶ ἐθνικοῦ χρέους. Οἱ πνευματικὲς του παρακαταθῆκες εἶναι ὁλόκληρο ἰδεολογικὸ οἰκοδόμημα καὶ ἀποτελοῦν ὁδηγὸ συμπεριφορᾶς γιὰ ὅλους μας. Παρακαταθῆκες ποὺ μεταφράζονται σὲ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος, σεβασμὸ στὴν παράδοση καὶ τὶς ἀξίες τοῦ Γένους, ἀγάπη μέχρι θυσίας γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν πατρίδα.