Τα παλαιότερα χρόνια, όταν έφτανε η ώρα του τοκετού, όσοι βρίσκονταν κοντά στην ετοιμόγεννη επικαλούνταν τον Άγιο Ελευθέριο για να την ελευθερώσει. Μόλις γεννιόταν το παιδί, το έπαιρνε η μαμή και άπλωνε στο σώμα του νεογέννητου ζάχαρη και αλάτι, στη συνέχεια το φάσκιωνε. Η μαμή θα έπρεπε να το σταυρώσει 3 φορές και μετά να το αφήσει στα πόδια της μητέρας του, η μητέρα με την σειρά τη θα έπρεπε να κλωτσήσει ίσα-ίσα το μωρό και να πει αν το παιδί είναι αγόρι ή κορίτσι. Τις επόμενες μέρες έπρεπε να έρθει ο παπάς, ο οποίος θα διάβαζε κάποιες ευχές στην λεχώνα και θα έπρεπε να αφήσει για σαράντα μέρες, στο δωμάτιο της λεχώνας το πετραχήλι του, σαν φυλαχτό! Όταν έφτανε η νύχτα άναβαν θυμιατό με λιβάνι και το κρεμούσαν στην πόρτα του δωματίου. Αν ερχόταν λοιπόν κάποιος επισκέπτης για να ευχηθεί στην λεχώνα, θα έπρεπε να περάσει πρώτα από το θυμιατό. Η μαμή πήγαινε στην λεχώνα την τρίτη μέρα, μαζί με τους συγγενείς της λεχώνας για να λούσουν για πρώτη φορά το μωρό. Μόλις η μαμή έβαζε το μωρό στο νερό, οι συγγενείς έριχναν χρήματα μέσα στη σκάφη ως δώρα στη μαμή. Θα έπρεπε να φορέσουν καινούρια ρούχα στο μωρό και να του κρεμάσουν τα δώρα των συγγενών. Eεπειδή το βράδυ θα ερχόντουσαν και οι μοίρες για να μυρώσουν το μωρό, έβαζαν κάτω από προσκεφάλι του κοσμήματα, με αυτό τον τρόπο ευχαριστούσαν τις μοίρες, ήθελαν να αποφύγουν το κακό μάτι και να είναι το παιδί καλότυχο. Στην συνέχεια θα έπρεπε να αλλάξουν όλα τα σκεπάσματα της λεχώνας με καινούργια και μεταξωτά. Η μαμή θα έπρεπε να περιποιηθεί και την μαμά, έτσι της έπλενε το στήθος με κρεμμύδι και ζάχαρη για να μπορέσει η μαμά να θηλάσει για πρώτη φορά το μωρό! Μετά από 9 μέρες η μαμή ξαναερχόταν στο σπίτι, για να βάλει μπροστά από το κρεβάτι της λεχώνας, ένα κομμάτι σίδηρο, κατά προτίμηση πέταλο. Η λεχώνα θα έπρεπε να πατήσει για να κατέβει πρώτη φορά από το κρεβάτι, για να είναι σιδερένια. Η μαμή την κρατούσε από το χέρι, την έκανε τρεις βόλτες μέσα στο δωμάτιο της και της ευχόταν "καλορίζικο" και "να ζήσει".Μέχρι να σαραντίσει, η λεχώνα δεν επιτρεπόταν να βγει από το σπίτι της και δεν μπορούσε να πάει επίσκεψη σε ένα άλλο σπίτι γιατί ήταν γρουσουζιά. Το μωρό μέχρι να σαραντίσει δεν έτρωγε τίποτα άλλο από το γάλα της μητέρας του. Σε περίπτωση που αρρώσταινε του έδιναν γάλα με χαλβά και αλεύρι καβουρδισμένο με βούτυρο. Όταν πια το μωρό σαράντιζε η μαμά έπρεπε να ταΐζει το παιδί με πυκνή τροφή, που πρώτα τη μασούσε η ίδια και έπειτα την έβαζε στο στόμα του. Η κούνια του μωρού έπρεπε να είναι ξύλινη και κρεμαστή για να μπορεί το μωρό να νανουρίζετε εύκολα.Όταν το μωρό έκλαιγε πίστευαν ότι πονάει, έτσι φώναζαν την μαμή για να το εξετάσει και στην συνέχεια έβαζαν στο στόμα του παιδιού λίγη ρακί για να ηρεμήσει. Έφτιαχναν ένα μείγμα από κύμινο και ρακί και με αυτό άλειφαν τον αφαλό του μωρού για να φύγει ο πόνος. Όταν σαράντιζε η μητέρα μαζί με την γιαγιά, πήγαιναν το παιδί στην εκκλησία για να πάρει την ευχή, έπαιρνε ο ιερέας το παιδί μέσα στο ιερό και το έκανε τρεις βόλτες γύρω από την Αγία Τράπεζα, αν ήταν κορίτσι το τοποθετούσε μπροστά στην Παναγία, αν ήταν αγόρι μπροστά στο Χριστό. Η μητέρα στη συνέχεια το πήγαινε σε σπίτια συγγενών, όπου οι γυναίκες έβαζαν μέσα στα ρούχα του παιδιού ζάχαρη για να έχει γλυκιά η ζωή του και βαμβάκι για να γίνει γέρο με άσπρα μαλλιά. Τέλος πριν μπει στο σπίτι της, έπιανε το σιδερένιο χαλκά της εξώπορτας για να είναι «σιδερένια» η ζωή του.