Έχει σημασία για τη σημερινή πραγματικότητα, που τίθεται θέμα διευθέτησης των συνόρων Ελλάδας Αλβανίας, να γυρίσει κανείς πίσω στην ιστορία και να δει πως χαράχθηκαν τα σύνορα, ανάμεσα στις δύο χώρες και πως από την εξέλιξη αυτή προέκυψε τόσο το υπαρκτό "βορειοηπειρωτικό" όσο και το ανύπαρκτο "τσάμικο" ζήτημα. Η διεθνής επιτροπή διαχάραξης συνόρων ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Αλβανία παρέμεινε στη μεθόριο μόνο 58 ημέρες, συνεδρίασε μόνο 12 φορές και εξέτασε μόνο 14 άτομα. Σύμφωνα με τις έρευνες, η επιτροπή έκρινε ότι το κριτήριο της γλώσσας ήταν ανεφάρμοστο – λόγω της πολυπλοκότητας της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής και της διγλωσσίας μεγάλου μέρους των φορέων της ελληνικής γλώσσας. Τα πορίσματα της μεικτής επιτροπής κατατέθηκαν ενώπιον των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες κατέληξαν στη Συμφωνία της Φλωρεντίας (Α’ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, 1913).Το Σύμφωνο ή Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913, σύμφωνα με το Σταύρο Ντάγιο (διδάκτωρ ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το ερευνητικό ενδιαφέρον του εδράζεται στη μελέτη των διαβαλκανικών σχέσεων), "δεν βασίστηκε σε γλωσσικά ή εθνολογικά κριτήρια, αλλά κυρίως σε γεωπολιτικές ισορροπίες: για να είναι βιώσιμο το νεοσύστατο αλβανικό κράτος έπρεπε να περιέλθει εντός των εθνικών του συνόρων ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Ηπείρου, το οποίο η Αλβανία αποκαλούσε Νότια Αλβανία. Μόνον έτσι θα αποτελούσε ανασχετικό παράγοντα κατά της σλαβικής επεκτατικότητας στα Δυτικά Βαλκάνια. Περαιτέρω, η χάραξη της οριστικής ελληνοαλβανικής μεθορίου, η οποία κατακυρώθηκε τελικά τον Νοέμβριο του 1921, διαιρώντας την Ήπειρο στα δύο, διαίρεσε, και την αποκαλούμενη «Τσαμουριά» μεταξύ Ελλάδας (Νομός Θεσπρωτίας) και Αλβανίας (Νομός Αγίων Σαράντα)". Έκτοτε, ενώ για την Ελλάδα αναφύεται το «βορειοηπειρωτικό» ζήτημα, για την Αλβανία ξεπηδά το «τσάμικο», όρος που κακώς ταυτίζεται με τους μουσουλμάνους κατοίκους, οι οποίοι ζούσαν στην περιοχή της Θεσπρωτίας . Φάνηκε έτσι, ότι η εδαφική συγκρότηση και η χάραξη των συνόρων του νεοπαγούς αλβανικού κράτους, ενώ έμοιαζε με πολυσύνθετη υπόθεση, διευθετήθηκε εν τέλει με τη μέθοδο και τη λογική της προκρούστειας λύσης. Η Ελλάδα εμφανίσθηκε απογοητευμένη, γιατί εδάφη της προσαρτίστηκαν στην Αλβανία, ενώ η γειτονική χώρα αρχικά επαναπαύθηκε, μελλοντικά προέβαλε και αυτή εδαφικές αξιώσεις σε βάρος της Ελλάδας, εποφθαλμιούσα περιοχές της Θεσπρωτίας και επικουρούμενη κυρίως από την Ιταλία. Έτσι, το ενιαίο, αλλά διχοτομημένο πια, γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου – όπως υφίστατο επί Τουρκοκρατίας – κατέστη μήλον της έριδoς μεταξύ των δύο χωρών.