Μέχρι τη δεκαετία του '80 ήταν συχνό φαινόμενο. Σε πλατείες της Ηγουμενίτσας, της Παραμυθιάς και των Φιλιατών, αλλά και μεγάλων χωριών, καραγκιοζοπαίχτες έδιναν παραστάσεις και συγκεντρώνονταν αρκετός κόσμος, κυρίως παιδιά, αλλά και μεγαλύτεροι. Μετά τα πράγματα άλλαξαν, η καταναλωτική κοινωνία έστρεψε αλλού τα ενδιαφέροντα, μπήκε στη ζωή μας και το ίντερνετ και ο καραγκιόζης υποτιμήθηκε... Ήρθε, όμως, η οικονομική κρίση, και καργκιοζοπαίκτες εμφανίζονται ξανά στις πλατείες της Θεσπρωτίας. Περνά μάλιστα το αυτοκίνητο με το μεγάφωνο στους δρόμους και διαφημίζει την παράσταση. ο Καραγκιόζης είναι μια φιγούρα οικεία στους Θεσπρωτούς, βαθιά εντυπωμένη στις μνήμες του περασμένου καιρού ως διέξοδος ψυχαγωγική των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και ως έκφραση μιας πλευράς του ψυχισμού τους. Με κύρια γνωρίσματα τη θυμοσοφική διάθεση, τον αυτοσαρκασμό , την καπατσοσύνη, την αδιάλειπτη ένδεια, το ανατολίτικο ραχατιλίκι, αλλά και την υπονομευτική σάτιρα, επιδιώκει το ανέφικτο και ονειρεύεται το ανεκπλήρωτο. Το σημασιολογικό του αντίκρισμα κατέληξε, πιθανόν από λόγους …υποβολιμαίας κοινωνικής υποτίμησης , να είναι αντίστοιχο με το χαρακτήρα του γελοίου, του κοινωνικά και ηθικά κατώτερου, αδικώντας τη λαϊκή του αυθεντικότητα και ό τι ευρύτερα μπορεί να αντιπροσωπεύει. Πρόκειται για ανθρώπινο τύπο με εξυψωμένα πνευματικά και ηθικά χαρακτηριστικά , αλλά κυρίως με οξυμμένο πολιτικό και κοινωνικό κριτήριο. Ο Καραγκιόζης ως βασικός «αφηγητής»- σχολιαστής επιδεικνύει πέραν των παραδοσιακών ιλαροκωμικών του γνωρισμάτων, υψηλό επίπεδο πολιτικής συγκρότησης και υπευθυνότητας , αφού, εκτός από την ικανότητα περιγραφής και ανάλυσης των δεδομένων, συχνά νουθετεί και προτείνει ρεαλιστικές λύσεις. Ο Καραγκιόζης, βέβαια, υπήρξε για τους παλαιότερους βιωματικό γεγονός συνδεδεμένο με την παιδική τους ηλικία, με άμεσες εμπειρίες, που είχαν ως δρώντα πρόσωπα οι ίδιοι σ’ ένα γοητευτικό θεατρικό παιχνίδι, που προϋπέθετε δημιουργικότητα, συμμετοχή και αυτοσχεδιασμό και κατέληγε στην ευφρόσυνη ψυχική εκτόνωση.