Έφυγε από τη ζωή ένας καλός οικογενειάρχης και νοικοκύρης, ο Λάμπρος Τζαβέλλας. Βαστούσε από τη φάρα των Τζαβελλαίων κι είχε τ' όνομα του μακρινού προππάπου του, του πολέμαρχου Λάμπρου Τζαβέλλα. Μετρημένος στη ζωή του, με σύνεση και καθαρή συνείδηση, όλοι στη γειτονιά του, όπου ζούσε σε μια μονοκατοικία, είχαν να λένε για τη ντομπροσύνη του. Ψηλός σαν κυπαρίσσι, έμοιαζε σαν περήφανος βράχος, όμοιος με αυτούς του τόπου καταγωγής του. Αγωνίστηκε με τον τίμιο ιδρώτα του και παρόλο, που δεν ήταν πλούσιος, δεν έλειπε από την ανάγκη του πλησίον. Μετρούσε τη χαρά της ζωής, στα πολλά χρόνια, που έζησε, όχι με υλικά αγαθά, αλλά με την καλοσύνη του. Όταν πέθανε, μαθεύτηκε, ούτε η ίδια η οικογένειά του το ήξερε, ότι είχε θυρίδα σε τράπεζα. Δεν μπορούσαν να φανταστούν το περιεχόμενό της, αφού ο αείμνηστος Λάμπρος Τζαβέλλας, δεν είχε μεγάλη περιουσία. Η απορία λύθηκε, όταν άνοιξε η θυρίδα και βρέθηκαν μέσα σ' αυτή φύλλα δάφνης πάνω σε μπαρουτοκαπνισμένο μπαϊράκι. Όπως μαθεύτηκε, αυτό το απλό κομμάτι, που έχει, όμως, μεγάλη ιστορική αξία, καθώς διατηρεί εσαεί ζωντανά τα ονόματα των παλικαριών, που το τίμησαν, του το είχε στείλει ξενιτεμένος συγγενής του. Σχεδίαζε να το παραδώσει σε μουσείο, τον πρόλαβε η ασθένεια και άφησε αυτή την παραγγελιά στα παιδιά του.