Τοῦ Μητροπολίτου Κονίτσης Ἀνδρέου
(Σ. Σ.: Ἡ ἀκριτικὴ Μητρόπολη Κονίτσης, κάθε χρόνο ἑορτάζει μεγαλοπρεπῶς τὴ μνήμη του πατροΚοσμᾶ. Ἔτσι καὶ φέτος τὴν παραμονή, 23 Αὐγούστου, ἡμέρα Τετάρτη, στὶς 7 μ.μ., ἐψάλη ὁ Μέγας Ἑσπερινὸς καὶ ἐπακολούθησε ἡ σύντομη λιτάνευση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου καὶ τῆς Εἰκόνος τοῦ Ἁγίου. Τὴν κυριώνυμη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, Πέμπτη, 24 Αὐγούστου τελέστηκε πολυαρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία).
Ἔχουν περάσει, κιόλας, 238 χρόνια ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου Ἐθνοϊερομάρτυρος καὶ Ἐθναποστόλου Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἔζησε, ἔδρασε καὶ ἐκήρυξε σὲ χρόνια δίσεκτα γιὰ τὸ Ἔθνος. Ἡ τουρκικὴ σκλαβιὰ εἶχε γίνει βαρὺς βραχνᾶς γιὰ τοὺς ραγιᾶδες Ἕλληνες. Ἡ ἀμάθεια, οἱ προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες, οἱ ληστεῖες καὶ πολλὰ ἄλλα δυσάρεστα, ἦταν στὴν ἡμερήσια διάταξη. Τὸ Ἔθνος κινδύνευε νὰ χάσῃ τὴν ὀρθόδοξη πίστη του καὶ τὴν γλῶσσα τὴν Ἑλληνική. Ἄν αὐτὴ ἡ φοβερὴ κατάσταση συνεχιζόταν, δὲν θὰ ἀργοῦσε ὁ ἀφανισμὸς τοῦ Λαοῦ, ποὺ εἶχε φτιάξει Παρθενῶνες, τὴν Ἁγια Σοφιά, λαμπρὰ ἔργα τέχνης, καὶ εἶχε ἀναπτύξει τὴν φιλοσοφία καὶ τὶς ἐπιστῆμες στὸν ὕψιστο βαθμό. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς ἀγρυπνοῦσε.
Ἔτσι, παρουσιάστηκε ἄγγελος παρήγορος ἕνας Ἁγιορείτης Μοναχὸς ὁ Κοσμᾶς, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἰτωλία, γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ ἔμεινε ἡ προσωνυμία «Αἰτωλός». Τί, ὅμως, μποροῦσε νὰ κάνῃ ἕνας φτωχὸς καλόγερος, γιὰ νὰ σταματήσῃ τὸ κακό ; Ἦταν τόση ἡ δυστυχία, ποὺ προκαλοῦσαν οἱ Τοῦρκοι, ὥστε πολλοί, μὴ ὑποφέροντας τὰ δεινά, ἐξισλαμίζονταν. Ἄφηναν, δηλαδή, τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ γινόντουσαν μουσουλμᾶνοι, γιὰ νὰ γλυτώσουν τὸ κεφάλι τους καὶ τὴν μικρή τους περιουσία, ἀπὸ τὴν ἀδηφαγία τῶν κατακτητῶν. Ὅμως, ὅσοι ἄφηναν τὴν πίστη τους, κινδύνευαν νὰ χάσουν ὄχι μόνο τὴν γλῶσσα, ἀλλά, κυρίως, τὴν ἐθνική τους συνείδηση. Ἀναφέρεται, ὅτι σὲ μιὰ Ἐπαρχία Ἐκκλησιαστικὴ τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὁ οἰκεῖος Ἐπίσκοπος καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἀλλαξοπίστησαν. Ἡ κατάσταση ἦταν, στ’ ἀλήθεια, τραγική.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς εἶχε σὰν δυνατὸ ἐφόδιο τὴν βοήθεια καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Σεραφεὶμ τοῦ Β΄ καὶ τῆς Μονῆς Φιλοθέου, στὴν ὁποία ἀνῆκε, ξεκίνησε τέσσερις ἱεραποστολικὲς περοδεῖες. Βέβαια, τὸ πρᾶγμα δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο. Διότι ἔπρεπε συνεχῶς νὰ πεζοπορῇ μὲ ὅλες τὶς καιρικὲς συνθῆκες, μὲ κινδύνους ἀπὸ ληστὲς καὶ ποικίλους κακοποιούς. Ὅμως, τὸ κήρυγμά του εὕρισκε μεγάλη ἀνταπόκριση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ὑπαίθρου, ποὺ ἔτρεχαν μὲ ἀληθινὴ δίψα νὰ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἦταν, μάλιστα, χαρακτηριστικό, ὅτι κάποιες φορὲς καὶ ληστὲς ἀκόμη, ἀκούγοντας τὶς διδαχές του, μετανοοῦσαν καὶ ἄλλαζαν ζωή.
Θὰ πρέπῃ νὰ τονίσουμε, ὅτι ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἐθνοϊεραπόστολος ἐφιστοῦσε τὴν προσοχὴ τῶν ὀρθοδόξων ἀκροατῶν του καὶ ἀπὸ τοὺς κινδύνους ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴν παπικὴ προπαγάνδα, ποὺ πάντοτε «ψάρευε» σὲ θολὰ νερά - ἐν προκειμένῳ στὴν φτώχεια καὶ τὴν δυστυχία τοῦ λαοῦ. Καὶ εἶναι γνωστὸς ὁ ἀφορισμός του : «Τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε γιατὶ αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ αἰτία». Ἄς μὴ ξεχνᾶμε, ἀγαπητοί, ὅτι καὶ σήμερα, τὸ 2017, ὁ παπικὸς κίνδυνος δὲν ἔχει ἐκλείψει, ἀφοῦ τὸν καλλιεργεῖ ὁ Οἰκουμενισμός.
Ἔτσι, ἐργαζόμενος ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, συμφιλιώνοντας τοὺς ἀνθρώπους, μαθαίνοντάς τους νὰ μπολιάζουν τὰ ἄγρια δένδρα, καὶ διδάσκοντας συνεχῶς τὴν ἀνάγκη νὰ σέβωνται τὴν θρησκεία τους καὶ νὰ ἀγαποῦν τὴν Ἑλλάδα, ἔσωσε τοὺς σκλαβωμένους Ἕλληνες ἀπὸ τὴν ἀλλοτρίωση. Γι’ αὐτὸ καὶ πολὺ τιμήθηκε καὶ τιμᾶται ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν Ἑλληνισμό, ἀφοῦ θεωρεῖται, ὅπως καὶ εἶναι, ὁ προάγγελος τῆς Ἐθνικῆς μας Παλλιγγενεσίας τοῦ 1821.