Οι νερόμυλοι στο νομό Θεσπρωτίας, ταπεινοί, ερειπωμένοι και εγκαταλελειμμένοι σήμερα, αποτελούν σημαντικά μνημεία της προβιομηχανικής περιόδου με πολλαπλή σημασία, ιστορική, οικονομική, κοινωνική και λαογραφική. Η αναζήτηση, η εύρεση και η καταγραφή των μύλων της Θεσπρωτίας, δεν είναι εύκολος. Όσων τα απομεινάρια διασώζονται υπολογίζονται σε 100. Προφανώς θα υπήρξαν κι άλλοι, οι οποίοι δεν εντοπίστηκαν. Ήταν στις παρυφές των χωριών, μα κυρίως έξω από αυτά, σε ερημικές – κατά βάση-
περιοχές, σε χείμαρρους και ποταμιές πνιγμένες στη βλάστηση. Άλλοι νερόμυλοι δίνουν το στίγμα τους με ένα λιθοσωρό, ενώ κάποιοι – άγνωστο πόσοι – δεν άφησαν κανένα ίχνος τους, κατέρρευσαν παίρνοντας μαζί τους τα μυστικά τους και μόνο το τοπωνύμιο μαρτυρά την ύπαρξή τους (π.χ. Παλιόμυλος, Μυλόλακα, Μυλόρρεμα, Μύλος κλπ.). Το δικαίωμα που εισέπραττε ο μυλωνάς για τα αλεστικά, το λεγόμενο ξάι, κυμαινόταν σε ποσοστό από 3% έως 12% ανάλογα με την περιοχή, ενώ σε κάποιες περιοχές υπήρχε και το «κεφαλιάτικο» (χρέωση για άλεσμα ενός χρόνου). Με ένα μέρος από το αλεύρι που έπαιρναν οι μυλωνάδες κάλυπταν τις οικογενειακές διατροφικές τους ανάγκες και το υπόλοιπο το πουλούσαν σε ακτήμονες, κυρίως, χωρικούς. Η απλότητα και η αλήθεια, που χαρακτηρίζουν τα λαϊκά έργα ως δημιουργήματα έκφρασης και επιβίωσης, μπορούν σήμερα να διαμορφώσουν συνειδήσεις, ν’ αποκαταστήσουν τη λαϊκή μνήμη, ν’ αποτελέσουν σπουδαίες ιστορικές πηγές, αφού οι νερόμυλοι είναι μνημεία, που αποτελούν μέρος του πολιτισμού άλλων παλαιότερων μορφών κοινωνικής οργάνωσης, ικανά να δώσουν πληροφορίες γι’ αυτή, για τις κοινωνικές συνθήκες και ασχολίες, τις κοινωνικές σχέσεις, τις τεχνικές δυνατότητες των ανθρώπων του απώτερου και πρόσφατου παρελθόντος. Για έναν κόσμο που λειτούργησε σε ισορροπία με τη φύση, ικανό σήμερα όχι μόνο να υπενθυμίσει, αλλά και να εμπνεύσει.
περιοχές, σε χείμαρρους και ποταμιές πνιγμένες στη βλάστηση. Άλλοι νερόμυλοι δίνουν το στίγμα τους με ένα λιθοσωρό, ενώ κάποιοι – άγνωστο πόσοι – δεν άφησαν κανένα ίχνος τους, κατέρρευσαν παίρνοντας μαζί τους τα μυστικά τους και μόνο το τοπωνύμιο μαρτυρά την ύπαρξή τους (π.χ. Παλιόμυλος, Μυλόλακα, Μυλόρρεμα, Μύλος κλπ.). Το δικαίωμα που εισέπραττε ο μυλωνάς για τα αλεστικά, το λεγόμενο ξάι, κυμαινόταν σε ποσοστό από 3% έως 12% ανάλογα με την περιοχή, ενώ σε κάποιες περιοχές υπήρχε και το «κεφαλιάτικο» (χρέωση για άλεσμα ενός χρόνου). Με ένα μέρος από το αλεύρι που έπαιρναν οι μυλωνάδες κάλυπταν τις οικογενειακές διατροφικές τους ανάγκες και το υπόλοιπο το πουλούσαν σε ακτήμονες, κυρίως, χωρικούς. Η απλότητα και η αλήθεια, που χαρακτηρίζουν τα λαϊκά έργα ως δημιουργήματα έκφρασης και επιβίωσης, μπορούν σήμερα να διαμορφώσουν συνειδήσεις, ν’ αποκαταστήσουν τη λαϊκή μνήμη, ν’ αποτελέσουν σπουδαίες ιστορικές πηγές, αφού οι νερόμυλοι είναι μνημεία, που αποτελούν μέρος του πολιτισμού άλλων παλαιότερων μορφών κοινωνικής οργάνωσης, ικανά να δώσουν πληροφορίες γι’ αυτή, για τις κοινωνικές συνθήκες και ασχολίες, τις κοινωνικές σχέσεις, τις τεχνικές δυνατότητες των ανθρώπων του απώτερου και πρόσφατου παρελθόντος. Για έναν κόσμο που λειτούργησε σε ισορροπία με τη φύση, ικανό σήμερα όχι μόνο να υπενθυμίσει, αλλά και να εμπνεύσει.