Η καλύτερή μου αρχιχρονιά: Ένα πρωτοχρωνιάτικο διήγημα του Χρ, Χρηστοβασίλη, που μοσχοβολάει Ήπειρο!
Είχα τελειώσει τα μαθήματά μου κι έμεινα στο σπίτι μου, που είναι σ’ ένα χωριουδάκι έξ ακέριες ώρες μακριά από τα Γιάννινα. Μην έχοντας πλιο καμιά φροντίδα, ούτε τι να μελετήσω για να παρουσιαστώ ευπρόσωπος στους δασκάλους μου και στους συμμαθητάδες μου, ούτε τι δουλειά να επιχειριστώ για να βγάζω το ψωμί μου, γιατί μπορούσε τότε το σπίτι μου να θρέψει όχι μονάχα τους ανθρώπους του, αλλ’ έθρεφε καθημερινώς και πολλούς ξένους ακόμα, κατά τη συνήθεια που είχε μείνει από τους πρώτους χτίτορές του. Σκότωνα λοιπόν τον καιρό μου στα κοπάδια μου, σε περίπατους μέσα στα χωράφια, στ’ αμπέλια και στα περίχωρα, στο ψάρεμα μέσα στον μεγάλο μας ποταμό, τον Καλαμά, και στο κυνήγι μες στα λόγγα του χωριού μου, ή στ’ αντικρινά βουνά.
Μ’ είχε πιάσει μια τέτοια αποστροφή προς τα γράμματα, που δεν ήθελα να ξέρω καθόλου από χαρτί, πέννα, μελάνη και βιβλία. Τα είχα αποστραφεί τόσο πολύ, αφόντας βγήκα από το σκολειό, που μ’ έπιανε φρίκη στα σωστά, άμα έβλεπα, πράγματα, που μου θύμιζαν το διάβασμα ή το γράψιμο, κι απορούσα, όταν σκέφτομουν σε τι θα μου χρησίμευαν τα γράμματα, που είχα μάθει, αν δεν θα μπορούσα να πιάσω πέννα, χαρτί και βιβλία στη ζωή μου. Δεν ήθελα να γνωρίζω από ανάγνωση, δεν ήθελα ν’ ακούω από γράψιμο! Πολύ λίγο έμενα στο σπίτι μου, γιατί με στενοχωρούσαν οι άγριοι και χοντροί τοίχοι του και βρίσκομουν, πες, πάντα έξω.
Κι όμως, τι δεν θα ’δινα σήμερα, κατάδικος κι αυτοεξόριστος από την αγαπημένη μου Πατρίδα, ξένος κι άγνωστος σε ξένα μέρη, βιοπαλαιστής και στενοχωρημένος, να βρεθώ μέσα στους άκομψους κι ακαλαίστητους τοίχους σου, ω πολυαγαπημένο μου Σπίτι μου, που τους είχαν χτίσει οι παππούδες μου σε πολύ πονηρές μέρες, για να φυλάγωνται όχι μοναχά από το κρύο του χειμώνα κι από τη ζέστη του καλοκαιριού, αλλά και να υπερασπίζουν τη ζωή τους και την τιμή τους από τες επιδρομές των εχτρών της Πίστης μας και της Πατρίδας μας!
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1878 βρέθηκα στο χειμάδι μου, γιατί είχε αρχίσει ο γέννος των προβάτων μας, δεκαριές την ημέρα. Νόμισα αναγκαίο να μείνω όλην την ημέρα στο χειμάδι, με έναν σκοπό: να τηράω τες γεννημένες προβατίνες, πώβοσκαν μέσα σ’ ένα κριθάρι και μ’ έναν άλλον ακόμα: να μπορέσω να σκοτώσω κανέναν αητό, γιατί εκεί κοντά ήταν ένα χοντρό ψοφίμι κι η μυρουδιά του τραβούσε πολλά όρνια. Κατά το δειλινό έπιασε μια φοβερή βροχή. Νόμιζε κανείς ότι ο ουρανός είχε γίνει ένας απέραντος καταρράχτης κι ήθελε να πνίξει τη Γη. Τα όρνια και τ’ άλλα πετούμενα πιάστηκαν ανεπάντεχα από τ’ αγριοκαίρι εκεί που κυνηγούσαν ή εκεί που βοσκούσαν, κι έτρεχαν αγέλες - αγέλες στ’ αντικρυνά βουνά, όπου είχαν τες φωλιές τους, αλλά τα βαρειά κοράκια, επειδή δεν βαστούσαν, φαίνεται, να εξακολουθήσουν τον δρόμο τους για τες φωλιές τους, μαζεύτηκαν στα πυκνά κλωνάρια των αιωνόβιων πουρναριών, που ήταν γύρα - γύρα στο χειμάδι μου, και κρακράκιζαν με μεγάλον αλαλαγμό, σαν να ’βλεπαν κανέναν τρομερό κίντυνο για τη ζωή τους. Θα είχαμε ακόμα δυο ώρες μέρα, αλλ’ ήταν τόσο πυκνό το σκότος, που νόμιζε κανείς ότι είχε βασιλέψει ο ήλιος! Κι αυτό ακόμα το κοπάδι γελάστηκε από το πρώιμο σκοτάδι, και μ’ όλες τες προσπάθειες των πιστικών για να το μποδίσουν, πήγαινε τρέχοντας στο χειμάδι, βελάζοντας «μπααα! μπααα! μπααα!» κι ακολουθώντας τον Σιούτο, το περιφημότερο γκεσέμι όλων των κοπαδιών, που βρίσκονταν γύρα - γύρα στα περίχωρά μας και τον ζήλευαν όλα τα τσιελεγκάτα, ενώ έρχονταν πολύ μακριά πίσω από το κοπάδι οι τρεις πιστικοί λαχανιασμένοι, μαζί με τα τέσσαρα μαντρόσκυλα: τον Μούργκα, τον Γκεσούλη, τον Λιάρο και τον Κοράκη.
* * *
Ήταν χαλασμός κόσμου, ήταν οργή Κυρίου εκείνη η ώρα! Κάθε στιγμή χύνονταν στη γη μια φοβερή και απαίσια λάμψη, ακολουθουμένη από τρομερή ξεκουφαντική βροντή, που τράνταζε τα βουνά και τα θεμέλια της γης. Νόμιζε κανείς ότι έτρεμε όλη η Γη κι ότι κλονίζονταν και κυμαίνονταν σαν βάρκα απάνω στα κύματα. Σταυροκοπιώταν οι πιστικοί από τον φόβο τους, και παρακαλούσαν τον Θεό με τα «Γλύσε μας, Θεέ μου!» να τους σώση από κείνο το διοσημειό, προντίζονταν τα πρόβατα σε κάθε βροντή, σαν να είχαν μπει στο χειμάδι δέκα λύκοι, κι ούρλιαζαν τα σκυλιά σαν να προαιστάνονταν κάποιο μεγάλο κακό• αλλά κι εγώ, αν κι ήμουν σε θέση να μην παρεξηγήσω καθόλου εκείνη τη θύελλα, που μας παρουσιάζονταν με θεϊκή αγριότητα, άρχισα να στενοχωριούμαι και να φοβούμαι κανένα αναποδογύρισμα των φυσικών νόμων, κανέναν δεύτερον κατακλυσμό, και να σκέφτωμαι πώς να πιάσω τον συντομώτερον δρόμο για τ’ αντικρυνό βουνό.
Ο ποταμός, αν και δεν ήταν μακρύτερα από τριακόσια - τετρακόσια μέτρα από μας, δεν φαίνονταν καθόλου από το σκότος, αλλ’ ακούγονταν να βουΐζη άγρια σαν μυριόφωνο θεριό. Διώχνοντας με τη λογική τον φόβον, αιστάνομουν μια όρεξη μέσα μου να καταίβω στον όχτο του ποταμού, για να θαμάξω τη φοβερή μεγαλοπρέπεια της κατεβασιάς, αλλά μ’ εμπόδιζε η βροχή. Δεν έβρεχε ούτε με τη σήττα ούτεμε την αργιόσηττα, ούτε με την ποκνάδα, ούτε με τον κόσκινο, ούτε με το ντρυμόνι, αλλά με το καρδάρι. Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε κι όλο έβρεχε! Δυο πατημασιές αν επιχειρούσα να κάνω έξω από το χειμάδι, θα χώνομουν στες λάσπες και θα γένομουν παππί από την βροχή. Σ’ αυτήν απάνω τη σκέψη μου, άκουσα τον τσιέλεγκα να διατάζη το πιστικούδι.
— Να πας στο χωριό ως που ’ναι γλήγορα, και να πάρης ψωμί! Ακούς;
— Πού να πάω μ’ αυτόν τον κατακλυσμό; θα πνιγώ!
Απολογήθηκε το πιστικούδι.
— Να πας γάλι - γάλι, του απολογήθηκε ο τσιέλιγκας, κι όσο πολύ κι αν βραχής, σε κουλλουριάζω με την κάππα μου τη νύχτα και κοιμάσαι. Μια χαψιά άνθρωπος είσαι εσύ... Τι να κάνω εγώ, αν βραχώ, που είμαι μεγάλος και δεν με χωράει η κάππα σου, κι’ απέ συ!...
Κίνησε το καημένο το παιδί να πάηι, αλλά γλυστρούσε σε κάθε του πατημασιά κι έπεφτε καταγής. Το λυπήθηκα το καημένο και το γύρισα πίσω, και διάταξα τον δεύτερο πιστικό να πάη για ψωμί, να πη και στο σπίτι ότι θα κοιμώμουν στο χειμάδι, για να μη με καρτερούν, κι ότι θαβγαινα το πρωί ολόϊσια στην εκκλησιά με το πρώτο σήμαντρο.
Θεωρείται ως θεάρεστο πράγμα να κοιμάται κανείς στα πρόβατα και να πηγαίνη στην εκκλησιά, χωρίς να μπη πρώτα σε σπίτι. Ο άνθρωπος που κοιμάται στα πρόβατα –όχι όμως και στα γίδια, γιατί έχει να κάνη ο Εξαπέδως στα γίδια, επειδή γένεται κι αυτός συχνά γίδι και πειράζει τον κόσμο – είναι μακρυά από την εξουσία του Διαβόλου. Κοιμάται σαν ναναι στον Παράδεισο, μακρυά από διαβολική πείραξη. Αυτό θα ευχαριστούσε πολύ τη μάννα μου, που ήταν πάρα - πολύ θρήσκα, και μπορούσε να θυσιάση όλον τον κόσμο, κι εμένα ακόμα, για να πάη στον Παράδεισο, χωρίς να λογαριάζη γι’ αυτό κανέναν κόπο, κανέναν μόχτο, και καμμιά θυσία. Ένας λόγος ακόμα πλειότερος, που αποφάσισα να μείνω εκείνη τη βραδιά στο χειμάδι, είναι και το ότι δεν έχει καμμιά επισημότητα ιδιαίτερη η παραμονή της Πρωτοχρονιάς στην Πατρίδα μου, αλλ’ είναι σαν όλες τες κοινές βραδυές.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και νά σου γυρίζει με τα χέρια αδειανά και σαν φάντασμα ο πιστικός που είχε πάει για ψωμί.
— Πού ’ναι το ψωμί;
Τον ρώτησα.
— Δεν μπόρεσα να περάσω στο χωριό...
Μου απάντησε ξέκαρδα, ενώ η βροχή έτρεχε πουρνάρα από πάνω του.
— Και γιατί δεν μπόρεσες;
Τον ξαναρώτησα.
— Πάει η λειάσα!... Την πήρε!
Και λέγοντας αυτά, έκανε μια χειρονομία που μώδωκε να καταλάβω την τύχη της λειάσας.
Λειάσα λέγεται το φτωχό γεφύρι, που ένωνε το λειβάδι που βρισκόμαστε με το χωριό. Το ποτάμι, που περνάει κάτω από τη λειάσα, δεν έχει το καλοκαίρι πλειότερο από πεντέξη μυλαύλακα νερό, ενώ τον χειμώνα γίνεται θεριό, κάθε φορά που βρέχει πολύ. Κι η φράση: «Πάει η λειάσα» δηλούσε ότι είχε πλημμυρίσει το ποτάμι και παρέσυρε το πλεχτό γεφύρι, κι ένεκα απ’ αυτό, θα είμαστε, για δυο τρεις ημέρες το λιγώτερο, αποκλεισμένοι από το χωριό.
* * *
Το πνίξιμο του πλεχτού γεφυριού, της λειάσας, δεν στοίχιζε τίποτε άλλο από κόπο, γιατί οι χωριανοί, δουλεύοντας όλοι μαζί κοινοτικώς, θαπλεχαν σε μια μέρα καινούργιο γεφύρι, χωρίς κανένα έξοδο, επειδή κι όλη η απαιτούμενη ξυλική έβγαινε από τον χωριάνικον λόγγο, και το μόνο πράγμα που μου σκότιζε τον νου ήταν πώς θα περνούσαμε εκείνη τη βραδυά χωρίς ψωμί. Είχαμε γάλα ανθό, τυρί ασκίσιο νοστιμότατο, και γκουλιάστρα αφράτη, αλλά χωρίς ψωμί όλα αυτά ήταν λειψά. Το ψωμί είναι η ψυχή του φαγιού και του τραπεζιού. Τη στιγμή όμως, πώκανα εκείνη τη σκέψη, πέρασε από τη φαντασία μου η εικόνα της μάννας μου, φορτωμένης ένα μεγάλο σακκούλι γεμάτο ζωοτροφίες, κι αμέσως μουρθε η ιδέα ότι θα σκέφτονταν η μάννα μου, αμέσως ύστερα από το πνίξιμο της λειάσας, τον αποκλεισμό μας και τα λοιπά, και θακανε κάθε τρόπο να μας στείλη ψωμί από το χωριό, σφεντονίζοντάς το από τη μιαν άκρα του ποταμού ώς την άλλη με κανέναν δυνατόν χωριανό μας. Εν τω άμα, λοιπόν, διατάζω πάλι τον δεύτερο πιστικό να ξαναπάει στο λειασοπόρι, και να περιμένη εκεί να του ρίξουν ψωμί απότο χωριό.(2)
Στην διαταγή μου ξεκίνησε πάλι ο πιστικός ξέκαρδα και πριν περάση πολλή ώρα, νά σου και γύρισε φορτωμένος ζωοτροφίες, που του είχε πετάξει από την πέρα οχτιά του ποταμού μέσα στο σακκούλι ο ζευγίτης του σπιτιού μας.
Ευχαριστήθηκα πολύ, που είχε νυχτώσει στα καλά, μπήκα στην ανθρωποκαλύβα και κάθησα σταυροπόδι κοντά στην φωτιά, που είχε ετοιμασμένη ο γεροπιστικός, ο τσιέλεγκας.
Η ανθρωποκαλύβα, ξέρετε, είναι εκείνη η καλύβα του χειμαδιού, όπου κάθονται και κοιμούνται οι πιστικοί. Έχει σχήμα τριγωνικής σκηνής, σκεπασμένη με σάλιμα.
Η κακοκαιρία μολαταύτα εξακολουθούσε άγρια και τρομαχτική. Νόμιζες ότι θαλυονε η καημένη η Γη από την πολλή νεροποντιά, σαν βώλος ζάχαρης, που πέφτει απάνω του μια βαριά σταλαμματιά νερού. Οι αστραπές κι οι βροντές πήγαιναν η μια κοντά στην άλλη σε κάθε στιγμή, σαν να είταν χυνόπωρος ή άνοιξη, κι’ η γη κλονίζονταν συθέμελη, σαν να την αναμόχλευαν χίλιοι Θεοί. Έρχονταν καμιά φορά τέτοιες φοβερές πνοές του Νότου, που νομίζαμε ότι θα σήκωναν στον αέρα χειμάδι, κοπάδι κι ανθρώπους. Μαίνονταν σαν λυσσιασμένα τα Στοιχειά. Γη κι Ουρανός είχαν πιαστή μαλλιά - μαλλιά και γροθοκοπιώνταν αλύπητα, και κάθε φορά που θέριευε πολύ ο σάλος, σταυροκοπιώνταν περίλυπος ο γεροπιστικός κι έλεγε:
— Γλύσε μας, Θεέ μου, τους αμαρτωλούς!
Βλέποντας στα υστερνά ο γεροπιστικός ότι δεν έπαυε το αγριοκαίρι, πήρε τον βοηθό του –αυτόν, που μας είχε φέρει το ψωμί – και το πιστικούδι, και πήγαν να κόψουν καμπόσο κισσόκλαρο για τα πρόβατα, κι ανέθεσε σ’ εμένα να επιθεωρήσω με το φαναράκι τ’ αυλάκια, που ήταν γύρα στο μαντρί από την απάνω τη μεριά, μην είναι κανένα χαλασμένο ή αδύνατο, και μπη μέσα το νερό και μας πνίξη κι εμάς και τα πρόβατα.
Άμα τράβηξαν και βγήκαν ο γεροπιστικός κι οι άλλοι δυο πιστικοί, βγήκα κι εγώ να παρακυττάξω τ’ αυλάκια, κι όταν μπόρεσα να ιδώ και να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά τ’ αυλάκια και δεν είχαμε κανέναν φόβο, γύρισα γλήγορα στην ανθρωποκαλύβα, σταυροποδιάστηκα δίπλα στη φωτιά, κι ‘ακούμπησα σ’ ένα είδος σκαμνί, που χρησίμευε ως τραπέζι στους πιστικούς. Εκεί που διαλογίζομουν μόνος μου, ήρθε και κάθισε στον νου μου ολάκερο το Έτος, που τέλειονε εκείνη την ημέρα και δεν άφινε πίσω του ακόμα παρά λίγες μαύρες ώρες χωρίς ήλιο, σαν άκρη μαύρης ουράς. Είχε ένα πένθιμο ήθος απάνω του και το λυπήθηκα από την καρδιά μου, που πήγαινε να πνιγεί στον απέραντον ωκεανό των Περασμένων. Το λυπήθηκα προπάντων, γιατί αυτό το έτος με γλίτωσε από τα νύχια του Σκολειού, της Σκλαβιάς του Σκολειού και πλάκωσε την καρδιά μου μια μεγάλη μελαγχολία. Μου φάνηκε ότι βρίσκομουν μπροστά σ’ έναν ευεργέτη μου, που ψυχομαχούσε.
— Τι καλό που στάθηκε αυτό το έτος για μένα! ψιθύρισα. Με παρέδωκε στην Κοινωνία φωτισμένον, ανεξάρτητον κι ευτυχισμένον. Άμποτε να μου είναι ευεργετικό και το νέο Έτος. Άμποτε να φέρη τον αιώνιον πόθο του Γένους μας, που τον καρτερούμε τετρακόσια είκοσι πέντε χρόνια.(3)
Τότε άφησα το πλοιαράκι μου στο πέλαγο της χρυσόφτερης φαντασίας μου... Χίλιες εικόνες, χρυσόντυτες, χαρωπές, γελαστές, διάφανες, αλαφρές σαν αγεράκι μαγιάτικο, που φυσάει πριν ανατείλη ακόμα ο ήλιος, περνούσαν από μπροστά μου• κι ενώ έτρεχα με τον νου μου καταπόδι της μιανής και της αλληνής, σαν σκιά, κυνηγώντας σκιές, ψηλά στον κατάχρυσον αιθέρα, μπήκαν βαρυοί οι πιστικοί με τα κοφτερά τους και μ’ έκαναν να βγω από εκείνη την μαγική φαντασμαγορία και κυττάζοντας τον γεροπιστικό ,τού είπα:
— Ε! γεροτσιέλεγκα! Τι λες; Καθόμεστε απόψε ως τα μεσάνυχτα για να ιδούμε πώς θα φύγη ο παλιός ο Χρόνος και πώς θαρθη ο καινούργιος;
— Εγώ, παιδί μου, μου απολογήθηκε μελαγχολικά ο γεροπιστικός, είμαι ογδοήντα χρονών, απάνω κάτω, άνθρωπος, πε και τα εβδομήντα χρόνια, ως τα τώρα, τα πέρασα πιστικός. Έχω περίττο από πενήντα χρόνια, ως τώρα, που είμαι συγκρατούμενα τσιέλεγκας. Ξέρεις τι θα ειπή πενήντα χρόνια όλο τσιέλεγκας; Μια ζωή ακέρια! Ε! πώς φορτώνονται απάνω μας τα έρημα τα χρόνια, χωρίς να το καταλαβαίνομε! Μας κλέφτουν τρίχα - τρίχα τα νειάτα μας, τη λεβεντιά μας, την ζωή μας, μας ζαρόνουν το πετσί, που γυαλοκοπούσε πριν, μας ασπρίζουν τα μαύρα ή τα ξανθά μαλλιά, και μας τα μαδούν, μας βγάζουν τα δόντια, μας θαμπόνουν τα μάτια, μας κουφαίνουν τ’ αυτιά, μας αδυνατίζουν τα χέρια και τα ποδάρια, μας σκρυμπόνουν το κορμί, και –ας το ειπώ κι αυτό!– μας κάνουν μισά ζώα! Τα ζώα έχουν τέσσερα ποδάρια κι εμείς οι γερόντοι τρία. Εσύ, καλότυχος, είσαι παιδί ακόμα! Αλλά... εγώ γέρασα, ακκούμπησα, πάει, βασίλεψα! Εγώ, παιδί μου, αφόντας κάνω αυτό το έργος της κλύτσας, δεν βρέθηκα ποτέ με τα μάτια κοιμώμενα τη στιγμή που φεύγει ο ένας χρόνος και δίνει τα κλειδιά του Κόσμου στον άλλο, πώ’ρχεται να κάτση στον τόπο του. Εγώ, το λοιπόν, θα κάτσω, που θα κάτσω... Εσύ κύτταξε να μην κοιμηθής.
— Θα καθίσω, γέρο, θα καθίσω!
Του είπα αποφασιστικά.
— Αα! είν’ ώμορφο πράγμα, παιδί μου! Γίνεται ένας κλονισμός στην Πλάση, ένα βαθυυυυύ... βαθύ βουητό, που πρέπει ναχεις πολυυυύ... πολύ αλαφρό αυτί για να το καταλάβης. Γίνεται ένα τρομερό απόκοσμο κλάμα... Δεν είναι μικρό πράγμα ναρχεται ένας άλλος και να σου παίρνη από τα χέρια σου τα κλειδιά του Κόσμου! σαν καληώρα ναρθη απόψε ένας άλλος και να μας πη: – «Φευγάτε από το χειμάδι! θα καθίσω εγώ!» Είδες τι πόλεμος γένηκε έξω; Τι ήταν, παντεχαίνεις, αυτή η τρομερή νεροποντή; αυτό το στοιχειοπάλεμα; αυτά τ’ αστροπελέκια; αυτά τα τραντάγματα της γης μας; Τι άλλο ήταν, παρά πόλεμος ανάμεσα του ενός χρόνου και τ’ αλλουνού; Ήθελε ακόμα να κυριέψει ο Αντίχριστος! Ήθελε να χύση ακόμα ανθρώπινο αίμα, χριστιανικό αίμα(4)! Αλλ’ όσο κι αν έκανε, όσο κι αν κάνει ακόμα ώς τα μεσάνυχτα... δεν θα του περάση! θα κόψη το λαιμό του, και θα γκρεμοτσακιστή να φύγη!...
* * *
Έτσι, λοιπόν, αφού είπαμε και κάμποσα άλλα με τον γέροντα, παράθηκε ο δεύτερος πιστικός το φαγητό ψηλά στο σκαμνί, κι αρχίσαμε να τρώμε με τα ξύλινα χουλιάρια αφράτη πηχτή γκουλιάστρα.
Γκουλιάστρα λέγεται το πρώτο γάλα, ευτύς ύστερα από τον γέννο της προβατίνας ή της γίδας, κι ‘ είναι το νοστιμότερο απ’ όλα τα φαγητά, που γένονται από το ευλογημένο και τρισευλογημένο γάλα.
Στα υστερνά, τελειώσαμε το φαγί κι αρχίσαμε τες ομιλίες, για να βαστάξωμε άγρυπνοι ως τα μεσάνυχτα, αλλά βλέποντας ο γεροπιστικός ότι με τες κουβέντες του θ’ αποκοιμώμουν, πήρε τον γλυκόφωνό του τον ταμπουρά κι άρχισε «ντιγγ - ντιγγ!» να τον κουρτίζη• κι αφού τον καλοκούρτισε, άρχισε να τραγουδάη και συνάμα να βαρή τον ταμπουρά με δύναμη και με γλύκα άρρητη.
« Τ’ ακούσαταν τι γένηκε στου Φώτου τα χειμάδια,
Μπήκανε Τούρκοι στα μαντριά και πήραν τα κοπάδια,
Πήραν πρατίνες με τ’ αρνιά, γίδες με τα κατσίκια,
Πήραν τον Νιάγγρο τον τρανό, τον Μπέλο, το γκεσέμι
Πήραν τη Στρεφοκάλεσα με το λαμπρό κουδούνι,
Τέσσερους χρόνους το λαλεί κι αρνί δεν έχει κάνει
Και σκότωσαν τους πιστικούς με την αράδαν όλους
Δώδεκα αδερφοξάδερφα, καθάρια παλικάρια,
Και ρήμαξαν τα μαντριά και ρήμαξαν οι στρούγκες•
Κλαιν οι μαννάδες τα παιδιά και οι αδερφές τ’ αδέρφια
Κλαίει κι’ η γυναίκα του Γιωβά, παρηγοριά δεν έχει
Που της σκοτώσαν τον Γιωβά, τον δόλιο της τον άντρα,
Και δεν τον χάρηκε γαμπρόν ούτε καν μια βδομάδα.»
Αυτό το τραγούδι με συγκίνησε και γιατί το τραγουδούσε ώμορφα ο γεροπιστικός, και γιατί το πήγαινε καλά με τον ταμπουρά, αλλά το πλειότερο γιατί αναφέρονταν στην καταστροφή των κοπαδιών του προπροπάππου μου, που, χώρια από τα γιδοπρόβατα, που μας πήραν οι Τουρκοτσάμηδες ξημερώνοντας του Βαγγελισμού, εκατό χρόνια πριν, σκότωσαν και καμμιά δεκοχτώ πιστικούς, όλους αδερφοξάδερφα, παιδιά του σπιτιού μου, αλλ’ ο Φώτος τούς πρόφτασε με τους Ραβενιώτες απάνω στη Βίγλα της Κεραμίτσας, σκότωσε καμιά τριανταριά απ’ αυτούς και γλίτωσε και τα γιδοπρόβατα από τα χέρια τους.
* * *
Αυτό το τραγούδι μνημονεύει το τέλος της μεγάλης ποιμενικής δόξας του Σπιτιού μου, που βόσκανε ως δυόμιση χιλιάδες γιδοπρόβατα.
Ήταν η ώρα 11½ κι η φωνή του γέροντα, σιγαλή και γλυκειά, σμίγονταν αδερφικά με τη λυγερή φωνή του ωριόηχου ταμπουρά, σαν δυο πολυαγαπημένα στόματα, που σμίγονται με πόνο στο χαρμόσυνο φιλί της αγάπης. Έξω άρχισαν να κοπάζουν και ν’ ανακωχεύουν τα στοιχεία και να συφιλιώνονται ο Ουρανός κι η Γη.
Τέλειωσε το τραγούδι κι απόθεκε τον ταμπουρά ο γέρος λέγοντάς μου:
— Πόση ώρα θέλομε ώς το ζύγιασμα της Νύχτας;
— Μισή ώρα!
Του απολογήθηκα.
- Ααα! Τότε ας καθήσωμε καραούλι! Σιωπηηή ως που να περάση αυτή η μισή ώρα. Σιωπηηηηηηηή!
Κ’ έβαλε ορθό το δάκτυλό του κάτω από την μύτη του, απάνω στην χωρίστρα των άσπρων μουστακιών του.
Ως που να περάση αυτή η μισή ώρα, μου φάνηκε πως πέρασε ένας χρόνος, και την στιγμή που πάτησε ο λεφτοδείχτης του ωρολογιού μου απάνω στον ωροδείχτη, κι έκαναν οι δύο δείχτες μαζί μια μοναχή γραμμή απάνω στον αριθμό ΧΙΙ, μου φάνηκε ότι είδα μπροστά μου τους δύο χρόνους σαν δυο εκατόχρονους γερόντους, με μακρυά άσπρα γένεια και μαλλιά, που κρατούσαν ο καθένας στο χέρι του από ένα χοντρό ραβδί και στήριζαν απάνω το σκρυμπό κορμί τους. Τη στιγμή , που ανταμώθηκαν οι δυο Γέροι μέσα σε ένα θεώρατο κι απέραντο παλάτι, άφηκε ο ένας τον θρόνο, που κάθονταν, και τον έπιασε ο άλλος. Κατέβαινε ο ένας τα σκαλοπάτια του θρόνου ζερβιά και τ’ ανέβαινε ο άλλος δεξιά. Σωστή ζωντανή εικόνα, ζωγραφισμένη με τα ζωηρότερα χρώματα του καλύτερου ζωγράφου του κόσμου.
- Καλή χρονιά, γέρο.
Του φώναξα και χωρίς να γνωρίζω γιατί, χτυπούσε «τικ – τακ» η καρδιά μου.
- Ζύγιασε η Νύχτα;
Με ρώτησε.
- Ζύγιασε . Του απήντησα. Αυτήν την στιγμή βρίσκεται απανωθιό στη ράχη...
- Ε! Καλή χρονιά το λοιπόν! Είπε και ο γέρος. Να χιλιάση το κοπάδι μας και να μυριάση! Σερκά παιδιά και θηλυκά αρνιά και κατσίκια! Χαβωμένος ο τρισκατάρατος λύκος. Μακρυά από μας κι από τα σύνορά μας παρμάρα, αβδέλλα, ψώρα, βλογιά, αυγολήτα και κάθε άλλο κακό. Χρόνια πολλά Αμήν.
Και παίρνοντας από πλάγι του ένα πουρναρήσιο κλαδί, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του και τ’ απόθεκε ψηλά στην φωτιά. έφεξε πλειότερο η ανθρωποκαλύβα, και βάλαμε κι εμείς οι άλλοι από ένα πουρναρήσιο κλαδί στην φωτιά, επαναλαμβάνοντας τες ίδιες ευκές του γεροπιστικού.
Σαν νάχε λησμονήσει να ειπή κάτι ακόμα ο γεροπιστικός, ξανάκανε τον σταυρί του και ξαναείπε!
- Να ζήσετε παιδιά μου! Ο Θεός να μας αξιώση να διώξουμε τον εχτρό, τον Αγαρηνό, από τον τόπο μας, που μας τρώει τα σπλάχνα.
Και λέγοντας αυτά, αναστέναξε βαθειά ο καημένος ο γέρος, σαν να μην το πίστευε ότι θάβλεπε με τα μάτια του εκείνη την ονειροφάνταχτη μέρα.
***
Σωπάσαμε όλοι για τέσσερα πέντε λεφτά, κι είμαστε σαν βουβοί. Μας είχε πιάσει μια μεγάλη μελαγχολία και θλίψη. Εκείνην την στιγμήν είχαμε γηράσει όλοι κατά έναν χρόνο κι είχαμε προχωρήσει ο καθένας κατά ένα σταθμό προς τον τάφο του!
Εκείνη η σιωπή με βοήθησε ν’ ακούσω μια δυνατή φωνή πώρχονταν πέρα από το χωριό, απάνω από τη ράχη των Αγναντιών...
Βγήκα από την ανθρωποκαλύβα κι αφηκράστηκα.
Είταν η μάννα μου, που βγήκε μεσάνυχτα στην ράχη και φώναζε να μάθη αν ήμουν καλά κι εγώ και τα πρόβατα, κι αφού της απάντησε ότι είμαστε όλοι καλά, ξαναμπήκα στην ανθρωποκαλύβα και ξαπλώθηκα παρεστιάς και αποκοιμήθηκα.
Πες όμως και δεν κοιμήθηκα καλά – καλά, όπως κοιμώμουν αλλά λαγοκοιμήθηκα μόνον κι όταν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα του, χαιρέτισα την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ανάμεσα στα συμπαθητικά βελάσματα των προβατιών, και στ’ αλυχτήματα των σκυλιών. Κι αφού ξαναείπαμε τες πρωτοχρονιάτικες ευκές, περάσαμε αμέσως τ’ αϊβασιλιάτικα κουλούρια στα κέρατα των κριαριών, ξαναβάλαμε πάλι κι από ένα πουρνάρι ακόμα στη φωτιά και ξαναείπαμε τα ίδια.
-« Καλή χρονιά μας.. Να χιλιάση και να μυριάση το κοπάδι μας. Σερκά παιδιά και θηλυκά αρνιά και κατσίκια! Χαβωμένος ο τρισκατάρατος λύκος. Μακρυά από μας κι από τα σύνορά μας παρμάρα, αβδέλλα, ψώρα, βλογιά, αυγολήτα και κάθε άλλο κακό. Χρόνια πολλά Αμήν!»
Σε λίγο άνοιξαν οι πορειές του χειμαδιού. Όλο το κοπάδι πήρε τα πλάγια του λιβαδιού κι έμειναν μοναχά οι γεννημένες οι προβατίνες για να τες βάλη το πιστικόπουλο στο χωράφι, που ήταν επίτηδες σπαρμένο κριθάρι γι’ αυτές.
Κι έτσι τελείωσε εκείνη την χρονιά η τελετή της πρωτοχρονιάς και ήταν η καλύτερη πρωτοχρονιά, πόχω περάσει στη ζωή μου.
Μ’ είχε πιάσει μια τέτοια αποστροφή προς τα γράμματα, που δεν ήθελα να ξέρω καθόλου από χαρτί, πέννα, μελάνη και βιβλία. Τα είχα αποστραφεί τόσο πολύ, αφόντας βγήκα από το σκολειό, που μ’ έπιανε φρίκη στα σωστά, άμα έβλεπα, πράγματα, που μου θύμιζαν το διάβασμα ή το γράψιμο, κι απορούσα, όταν σκέφτομουν σε τι θα μου χρησίμευαν τα γράμματα, που είχα μάθει, αν δεν θα μπορούσα να πιάσω πέννα, χαρτί και βιβλία στη ζωή μου. Δεν ήθελα να γνωρίζω από ανάγνωση, δεν ήθελα ν’ ακούω από γράψιμο! Πολύ λίγο έμενα στο σπίτι μου, γιατί με στενοχωρούσαν οι άγριοι και χοντροί τοίχοι του και βρίσκομουν, πες, πάντα έξω.
Κι όμως, τι δεν θα ’δινα σήμερα, κατάδικος κι αυτοεξόριστος από την αγαπημένη μου Πατρίδα, ξένος κι άγνωστος σε ξένα μέρη, βιοπαλαιστής και στενοχωρημένος, να βρεθώ μέσα στους άκομψους κι ακαλαίστητους τοίχους σου, ω πολυαγαπημένο μου Σπίτι μου, που τους είχαν χτίσει οι παππούδες μου σε πολύ πονηρές μέρες, για να φυλάγωνται όχι μοναχά από το κρύο του χειμώνα κι από τη ζέστη του καλοκαιριού, αλλά και να υπερασπίζουν τη ζωή τους και την τιμή τους από τες επιδρομές των εχτρών της Πίστης μας και της Πατρίδας μας!
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1878 βρέθηκα στο χειμάδι μου, γιατί είχε αρχίσει ο γέννος των προβάτων μας, δεκαριές την ημέρα. Νόμισα αναγκαίο να μείνω όλην την ημέρα στο χειμάδι, με έναν σκοπό: να τηράω τες γεννημένες προβατίνες, πώβοσκαν μέσα σ’ ένα κριθάρι και μ’ έναν άλλον ακόμα: να μπορέσω να σκοτώσω κανέναν αητό, γιατί εκεί κοντά ήταν ένα χοντρό ψοφίμι κι η μυρουδιά του τραβούσε πολλά όρνια. Κατά το δειλινό έπιασε μια φοβερή βροχή. Νόμιζε κανείς ότι ο ουρανός είχε γίνει ένας απέραντος καταρράχτης κι ήθελε να πνίξει τη Γη. Τα όρνια και τ’ άλλα πετούμενα πιάστηκαν ανεπάντεχα από τ’ αγριοκαίρι εκεί που κυνηγούσαν ή εκεί που βοσκούσαν, κι έτρεχαν αγέλες - αγέλες στ’ αντικρυνά βουνά, όπου είχαν τες φωλιές τους, αλλά τα βαρειά κοράκια, επειδή δεν βαστούσαν, φαίνεται, να εξακολουθήσουν τον δρόμο τους για τες φωλιές τους, μαζεύτηκαν στα πυκνά κλωνάρια των αιωνόβιων πουρναριών, που ήταν γύρα - γύρα στο χειμάδι μου, και κρακράκιζαν με μεγάλον αλαλαγμό, σαν να ’βλεπαν κανέναν τρομερό κίντυνο για τη ζωή τους. Θα είχαμε ακόμα δυο ώρες μέρα, αλλ’ ήταν τόσο πυκνό το σκότος, που νόμιζε κανείς ότι είχε βασιλέψει ο ήλιος! Κι αυτό ακόμα το κοπάδι γελάστηκε από το πρώιμο σκοτάδι, και μ’ όλες τες προσπάθειες των πιστικών για να το μποδίσουν, πήγαινε τρέχοντας στο χειμάδι, βελάζοντας «μπααα! μπααα! μπααα!» κι ακολουθώντας τον Σιούτο, το περιφημότερο γκεσέμι όλων των κοπαδιών, που βρίσκονταν γύρα - γύρα στα περίχωρά μας και τον ζήλευαν όλα τα τσιελεγκάτα, ενώ έρχονταν πολύ μακριά πίσω από το κοπάδι οι τρεις πιστικοί λαχανιασμένοι, μαζί με τα τέσσαρα μαντρόσκυλα: τον Μούργκα, τον Γκεσούλη, τον Λιάρο και τον Κοράκη.
* * *
Ήταν χαλασμός κόσμου, ήταν οργή Κυρίου εκείνη η ώρα! Κάθε στιγμή χύνονταν στη γη μια φοβερή και απαίσια λάμψη, ακολουθουμένη από τρομερή ξεκουφαντική βροντή, που τράνταζε τα βουνά και τα θεμέλια της γης. Νόμιζε κανείς ότι έτρεμε όλη η Γη κι ότι κλονίζονταν και κυμαίνονταν σαν βάρκα απάνω στα κύματα. Σταυροκοπιώταν οι πιστικοί από τον φόβο τους, και παρακαλούσαν τον Θεό με τα «Γλύσε μας, Θεέ μου!» να τους σώση από κείνο το διοσημειό, προντίζονταν τα πρόβατα σε κάθε βροντή, σαν να είχαν μπει στο χειμάδι δέκα λύκοι, κι ούρλιαζαν τα σκυλιά σαν να προαιστάνονταν κάποιο μεγάλο κακό• αλλά κι εγώ, αν κι ήμουν σε θέση να μην παρεξηγήσω καθόλου εκείνη τη θύελλα, που μας παρουσιάζονταν με θεϊκή αγριότητα, άρχισα να στενοχωριούμαι και να φοβούμαι κανένα αναποδογύρισμα των φυσικών νόμων, κανέναν δεύτερον κατακλυσμό, και να σκέφτωμαι πώς να πιάσω τον συντομώτερον δρόμο για τ’ αντικρυνό βουνό.
Ο ποταμός, αν και δεν ήταν μακρύτερα από τριακόσια - τετρακόσια μέτρα από μας, δεν φαίνονταν καθόλου από το σκότος, αλλ’ ακούγονταν να βουΐζη άγρια σαν μυριόφωνο θεριό. Διώχνοντας με τη λογική τον φόβον, αιστάνομουν μια όρεξη μέσα μου να καταίβω στον όχτο του ποταμού, για να θαμάξω τη φοβερή μεγαλοπρέπεια της κατεβασιάς, αλλά μ’ εμπόδιζε η βροχή. Δεν έβρεχε ούτε με τη σήττα ούτεμε την αργιόσηττα, ούτε με την ποκνάδα, ούτε με τον κόσκινο, ούτε με το ντρυμόνι, αλλά με το καρδάρι. Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε κι όλο έβρεχε! Δυο πατημασιές αν επιχειρούσα να κάνω έξω από το χειμάδι, θα χώνομουν στες λάσπες και θα γένομουν παππί από την βροχή. Σ’ αυτήν απάνω τη σκέψη μου, άκουσα τον τσιέλεγκα να διατάζη το πιστικούδι.
— Να πας στο χωριό ως που ’ναι γλήγορα, και να πάρης ψωμί! Ακούς;
— Πού να πάω μ’ αυτόν τον κατακλυσμό; θα πνιγώ!
Απολογήθηκε το πιστικούδι.
— Να πας γάλι - γάλι, του απολογήθηκε ο τσιέλιγκας, κι όσο πολύ κι αν βραχής, σε κουλλουριάζω με την κάππα μου τη νύχτα και κοιμάσαι. Μια χαψιά άνθρωπος είσαι εσύ... Τι να κάνω εγώ, αν βραχώ, που είμαι μεγάλος και δεν με χωράει η κάππα σου, κι’ απέ συ!...
Κίνησε το καημένο το παιδί να πάηι, αλλά γλυστρούσε σε κάθε του πατημασιά κι έπεφτε καταγής. Το λυπήθηκα το καημένο και το γύρισα πίσω, και διάταξα τον δεύτερο πιστικό να πάη για ψωμί, να πη και στο σπίτι ότι θα κοιμώμουν στο χειμάδι, για να μη με καρτερούν, κι ότι θαβγαινα το πρωί ολόϊσια στην εκκλησιά με το πρώτο σήμαντρο.
Θεωρείται ως θεάρεστο πράγμα να κοιμάται κανείς στα πρόβατα και να πηγαίνη στην εκκλησιά, χωρίς να μπη πρώτα σε σπίτι. Ο άνθρωπος που κοιμάται στα πρόβατα –όχι όμως και στα γίδια, γιατί έχει να κάνη ο Εξαπέδως στα γίδια, επειδή γένεται κι αυτός συχνά γίδι και πειράζει τον κόσμο – είναι μακρυά από την εξουσία του Διαβόλου. Κοιμάται σαν ναναι στον Παράδεισο, μακρυά από διαβολική πείραξη. Αυτό θα ευχαριστούσε πολύ τη μάννα μου, που ήταν πάρα - πολύ θρήσκα, και μπορούσε να θυσιάση όλον τον κόσμο, κι εμένα ακόμα, για να πάη στον Παράδεισο, χωρίς να λογαριάζη γι’ αυτό κανέναν κόπο, κανέναν μόχτο, και καμμιά θυσία. Ένας λόγος ακόμα πλειότερος, που αποφάσισα να μείνω εκείνη τη βραδιά στο χειμάδι, είναι και το ότι δεν έχει καμμιά επισημότητα ιδιαίτερη η παραμονή της Πρωτοχρονιάς στην Πατρίδα μου, αλλ’ είναι σαν όλες τες κοινές βραδυές.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και νά σου γυρίζει με τα χέρια αδειανά και σαν φάντασμα ο πιστικός που είχε πάει για ψωμί.
— Πού ’ναι το ψωμί;
Τον ρώτησα.
— Δεν μπόρεσα να περάσω στο χωριό...
Μου απάντησε ξέκαρδα, ενώ η βροχή έτρεχε πουρνάρα από πάνω του.
— Και γιατί δεν μπόρεσες;
Τον ξαναρώτησα.
— Πάει η λειάσα!... Την πήρε!
Και λέγοντας αυτά, έκανε μια χειρονομία που μώδωκε να καταλάβω την τύχη της λειάσας.
Λειάσα λέγεται το φτωχό γεφύρι, που ένωνε το λειβάδι που βρισκόμαστε με το χωριό. Το ποτάμι, που περνάει κάτω από τη λειάσα, δεν έχει το καλοκαίρι πλειότερο από πεντέξη μυλαύλακα νερό, ενώ τον χειμώνα γίνεται θεριό, κάθε φορά που βρέχει πολύ. Κι η φράση: «Πάει η λειάσα» δηλούσε ότι είχε πλημμυρίσει το ποτάμι και παρέσυρε το πλεχτό γεφύρι, κι ένεκα απ’ αυτό, θα είμαστε, για δυο τρεις ημέρες το λιγώτερο, αποκλεισμένοι από το χωριό.
* * *
Το πνίξιμο του πλεχτού γεφυριού, της λειάσας, δεν στοίχιζε τίποτε άλλο από κόπο, γιατί οι χωριανοί, δουλεύοντας όλοι μαζί κοινοτικώς, θαπλεχαν σε μια μέρα καινούργιο γεφύρι, χωρίς κανένα έξοδο, επειδή κι όλη η απαιτούμενη ξυλική έβγαινε από τον χωριάνικον λόγγο, και το μόνο πράγμα που μου σκότιζε τον νου ήταν πώς θα περνούσαμε εκείνη τη βραδυά χωρίς ψωμί. Είχαμε γάλα ανθό, τυρί ασκίσιο νοστιμότατο, και γκουλιάστρα αφράτη, αλλά χωρίς ψωμί όλα αυτά ήταν λειψά. Το ψωμί είναι η ψυχή του φαγιού και του τραπεζιού. Τη στιγμή όμως, πώκανα εκείνη τη σκέψη, πέρασε από τη φαντασία μου η εικόνα της μάννας μου, φορτωμένης ένα μεγάλο σακκούλι γεμάτο ζωοτροφίες, κι αμέσως μουρθε η ιδέα ότι θα σκέφτονταν η μάννα μου, αμέσως ύστερα από το πνίξιμο της λειάσας, τον αποκλεισμό μας και τα λοιπά, και θακανε κάθε τρόπο να μας στείλη ψωμί από το χωριό, σφεντονίζοντάς το από τη μιαν άκρα του ποταμού ώς την άλλη με κανέναν δυνατόν χωριανό μας. Εν τω άμα, λοιπόν, διατάζω πάλι τον δεύτερο πιστικό να ξαναπάει στο λειασοπόρι, και να περιμένη εκεί να του ρίξουν ψωμί απότο χωριό.(2)
Στην διαταγή μου ξεκίνησε πάλι ο πιστικός ξέκαρδα και πριν περάση πολλή ώρα, νά σου και γύρισε φορτωμένος ζωοτροφίες, που του είχε πετάξει από την πέρα οχτιά του ποταμού μέσα στο σακκούλι ο ζευγίτης του σπιτιού μας.
Ευχαριστήθηκα πολύ, που είχε νυχτώσει στα καλά, μπήκα στην ανθρωποκαλύβα και κάθησα σταυροπόδι κοντά στην φωτιά, που είχε ετοιμασμένη ο γεροπιστικός, ο τσιέλεγκας.
Η ανθρωποκαλύβα, ξέρετε, είναι εκείνη η καλύβα του χειμαδιού, όπου κάθονται και κοιμούνται οι πιστικοί. Έχει σχήμα τριγωνικής σκηνής, σκεπασμένη με σάλιμα.
Η κακοκαιρία μολαταύτα εξακολουθούσε άγρια και τρομαχτική. Νόμιζες ότι θαλυονε η καημένη η Γη από την πολλή νεροποντιά, σαν βώλος ζάχαρης, που πέφτει απάνω του μια βαριά σταλαμματιά νερού. Οι αστραπές κι οι βροντές πήγαιναν η μια κοντά στην άλλη σε κάθε στιγμή, σαν να είταν χυνόπωρος ή άνοιξη, κι’ η γη κλονίζονταν συθέμελη, σαν να την αναμόχλευαν χίλιοι Θεοί. Έρχονταν καμιά φορά τέτοιες φοβερές πνοές του Νότου, που νομίζαμε ότι θα σήκωναν στον αέρα χειμάδι, κοπάδι κι ανθρώπους. Μαίνονταν σαν λυσσιασμένα τα Στοιχειά. Γη κι Ουρανός είχαν πιαστή μαλλιά - μαλλιά και γροθοκοπιώνταν αλύπητα, και κάθε φορά που θέριευε πολύ ο σάλος, σταυροκοπιώνταν περίλυπος ο γεροπιστικός κι έλεγε:
— Γλύσε μας, Θεέ μου, τους αμαρτωλούς!
Βλέποντας στα υστερνά ο γεροπιστικός ότι δεν έπαυε το αγριοκαίρι, πήρε τον βοηθό του –αυτόν, που μας είχε φέρει το ψωμί – και το πιστικούδι, και πήγαν να κόψουν καμπόσο κισσόκλαρο για τα πρόβατα, κι ανέθεσε σ’ εμένα να επιθεωρήσω με το φαναράκι τ’ αυλάκια, που ήταν γύρα στο μαντρί από την απάνω τη μεριά, μην είναι κανένα χαλασμένο ή αδύνατο, και μπη μέσα το νερό και μας πνίξη κι εμάς και τα πρόβατα.
Άμα τράβηξαν και βγήκαν ο γεροπιστικός κι οι άλλοι δυο πιστικοί, βγήκα κι εγώ να παρακυττάξω τ’ αυλάκια, κι όταν μπόρεσα να ιδώ και να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά τ’ αυλάκια και δεν είχαμε κανέναν φόβο, γύρισα γλήγορα στην ανθρωποκαλύβα, σταυροποδιάστηκα δίπλα στη φωτιά, κι ‘ακούμπησα σ’ ένα είδος σκαμνί, που χρησίμευε ως τραπέζι στους πιστικούς. Εκεί που διαλογίζομουν μόνος μου, ήρθε και κάθισε στον νου μου ολάκερο το Έτος, που τέλειονε εκείνη την ημέρα και δεν άφινε πίσω του ακόμα παρά λίγες μαύρες ώρες χωρίς ήλιο, σαν άκρη μαύρης ουράς. Είχε ένα πένθιμο ήθος απάνω του και το λυπήθηκα από την καρδιά μου, που πήγαινε να πνιγεί στον απέραντον ωκεανό των Περασμένων. Το λυπήθηκα προπάντων, γιατί αυτό το έτος με γλίτωσε από τα νύχια του Σκολειού, της Σκλαβιάς του Σκολειού και πλάκωσε την καρδιά μου μια μεγάλη μελαγχολία. Μου φάνηκε ότι βρίσκομουν μπροστά σ’ έναν ευεργέτη μου, που ψυχομαχούσε.
— Τι καλό που στάθηκε αυτό το έτος για μένα! ψιθύρισα. Με παρέδωκε στην Κοινωνία φωτισμένον, ανεξάρτητον κι ευτυχισμένον. Άμποτε να μου είναι ευεργετικό και το νέο Έτος. Άμποτε να φέρη τον αιώνιον πόθο του Γένους μας, που τον καρτερούμε τετρακόσια είκοσι πέντε χρόνια.(3)
Τότε άφησα το πλοιαράκι μου στο πέλαγο της χρυσόφτερης φαντασίας μου... Χίλιες εικόνες, χρυσόντυτες, χαρωπές, γελαστές, διάφανες, αλαφρές σαν αγεράκι μαγιάτικο, που φυσάει πριν ανατείλη ακόμα ο ήλιος, περνούσαν από μπροστά μου• κι ενώ έτρεχα με τον νου μου καταπόδι της μιανής και της αλληνής, σαν σκιά, κυνηγώντας σκιές, ψηλά στον κατάχρυσον αιθέρα, μπήκαν βαρυοί οι πιστικοί με τα κοφτερά τους και μ’ έκαναν να βγω από εκείνη την μαγική φαντασμαγορία και κυττάζοντας τον γεροπιστικό ,τού είπα:
— Ε! γεροτσιέλεγκα! Τι λες; Καθόμεστε απόψε ως τα μεσάνυχτα για να ιδούμε πώς θα φύγη ο παλιός ο Χρόνος και πώς θαρθη ο καινούργιος;
— Εγώ, παιδί μου, μου απολογήθηκε μελαγχολικά ο γεροπιστικός, είμαι ογδοήντα χρονών, απάνω κάτω, άνθρωπος, πε και τα εβδομήντα χρόνια, ως τα τώρα, τα πέρασα πιστικός. Έχω περίττο από πενήντα χρόνια, ως τώρα, που είμαι συγκρατούμενα τσιέλεγκας. Ξέρεις τι θα ειπή πενήντα χρόνια όλο τσιέλεγκας; Μια ζωή ακέρια! Ε! πώς φορτώνονται απάνω μας τα έρημα τα χρόνια, χωρίς να το καταλαβαίνομε! Μας κλέφτουν τρίχα - τρίχα τα νειάτα μας, τη λεβεντιά μας, την ζωή μας, μας ζαρόνουν το πετσί, που γυαλοκοπούσε πριν, μας ασπρίζουν τα μαύρα ή τα ξανθά μαλλιά, και μας τα μαδούν, μας βγάζουν τα δόντια, μας θαμπόνουν τα μάτια, μας κουφαίνουν τ’ αυτιά, μας αδυνατίζουν τα χέρια και τα ποδάρια, μας σκρυμπόνουν το κορμί, και –ας το ειπώ κι αυτό!– μας κάνουν μισά ζώα! Τα ζώα έχουν τέσσερα ποδάρια κι εμείς οι γερόντοι τρία. Εσύ, καλότυχος, είσαι παιδί ακόμα! Αλλά... εγώ γέρασα, ακκούμπησα, πάει, βασίλεψα! Εγώ, παιδί μου, αφόντας κάνω αυτό το έργος της κλύτσας, δεν βρέθηκα ποτέ με τα μάτια κοιμώμενα τη στιγμή που φεύγει ο ένας χρόνος και δίνει τα κλειδιά του Κόσμου στον άλλο, πώ’ρχεται να κάτση στον τόπο του. Εγώ, το λοιπόν, θα κάτσω, που θα κάτσω... Εσύ κύτταξε να μην κοιμηθής.
— Θα καθίσω, γέρο, θα καθίσω!
Του είπα αποφασιστικά.
— Αα! είν’ ώμορφο πράγμα, παιδί μου! Γίνεται ένας κλονισμός στην Πλάση, ένα βαθυυυυύ... βαθύ βουητό, που πρέπει ναχεις πολυυυύ... πολύ αλαφρό αυτί για να το καταλάβης. Γίνεται ένα τρομερό απόκοσμο κλάμα... Δεν είναι μικρό πράγμα ναρχεται ένας άλλος και να σου παίρνη από τα χέρια σου τα κλειδιά του Κόσμου! σαν καληώρα ναρθη απόψε ένας άλλος και να μας πη: – «Φευγάτε από το χειμάδι! θα καθίσω εγώ!» Είδες τι πόλεμος γένηκε έξω; Τι ήταν, παντεχαίνεις, αυτή η τρομερή νεροποντή; αυτό το στοιχειοπάλεμα; αυτά τ’ αστροπελέκια; αυτά τα τραντάγματα της γης μας; Τι άλλο ήταν, παρά πόλεμος ανάμεσα του ενός χρόνου και τ’ αλλουνού; Ήθελε ακόμα να κυριέψει ο Αντίχριστος! Ήθελε να χύση ακόμα ανθρώπινο αίμα, χριστιανικό αίμα(4)! Αλλ’ όσο κι αν έκανε, όσο κι αν κάνει ακόμα ώς τα μεσάνυχτα... δεν θα του περάση! θα κόψη το λαιμό του, και θα γκρεμοτσακιστή να φύγη!...
* * *
Έτσι, λοιπόν, αφού είπαμε και κάμποσα άλλα με τον γέροντα, παράθηκε ο δεύτερος πιστικός το φαγητό ψηλά στο σκαμνί, κι αρχίσαμε να τρώμε με τα ξύλινα χουλιάρια αφράτη πηχτή γκουλιάστρα.
Γκουλιάστρα λέγεται το πρώτο γάλα, ευτύς ύστερα από τον γέννο της προβατίνας ή της γίδας, κι ‘ είναι το νοστιμότερο απ’ όλα τα φαγητά, που γένονται από το ευλογημένο και τρισευλογημένο γάλα.
Στα υστερνά, τελειώσαμε το φαγί κι αρχίσαμε τες ομιλίες, για να βαστάξωμε άγρυπνοι ως τα μεσάνυχτα, αλλά βλέποντας ο γεροπιστικός ότι με τες κουβέντες του θ’ αποκοιμώμουν, πήρε τον γλυκόφωνό του τον ταμπουρά κι άρχισε «ντιγγ - ντιγγ!» να τον κουρτίζη• κι αφού τον καλοκούρτισε, άρχισε να τραγουδάη και συνάμα να βαρή τον ταμπουρά με δύναμη και με γλύκα άρρητη.
« Τ’ ακούσαταν τι γένηκε στου Φώτου τα χειμάδια,
Μπήκανε Τούρκοι στα μαντριά και πήραν τα κοπάδια,
Πήραν πρατίνες με τ’ αρνιά, γίδες με τα κατσίκια,
Πήραν τον Νιάγγρο τον τρανό, τον Μπέλο, το γκεσέμι
Πήραν τη Στρεφοκάλεσα με το λαμπρό κουδούνι,
Τέσσερους χρόνους το λαλεί κι αρνί δεν έχει κάνει
Και σκότωσαν τους πιστικούς με την αράδαν όλους
Δώδεκα αδερφοξάδερφα, καθάρια παλικάρια,
Και ρήμαξαν τα μαντριά και ρήμαξαν οι στρούγκες•
Κλαιν οι μαννάδες τα παιδιά και οι αδερφές τ’ αδέρφια
Κλαίει κι’ η γυναίκα του Γιωβά, παρηγοριά δεν έχει
Που της σκοτώσαν τον Γιωβά, τον δόλιο της τον άντρα,
Και δεν τον χάρηκε γαμπρόν ούτε καν μια βδομάδα.»
Αυτό το τραγούδι με συγκίνησε και γιατί το τραγουδούσε ώμορφα ο γεροπιστικός, και γιατί το πήγαινε καλά με τον ταμπουρά, αλλά το πλειότερο γιατί αναφέρονταν στην καταστροφή των κοπαδιών του προπροπάππου μου, που, χώρια από τα γιδοπρόβατα, που μας πήραν οι Τουρκοτσάμηδες ξημερώνοντας του Βαγγελισμού, εκατό χρόνια πριν, σκότωσαν και καμμιά δεκοχτώ πιστικούς, όλους αδερφοξάδερφα, παιδιά του σπιτιού μου, αλλ’ ο Φώτος τούς πρόφτασε με τους Ραβενιώτες απάνω στη Βίγλα της Κεραμίτσας, σκότωσε καμιά τριανταριά απ’ αυτούς και γλίτωσε και τα γιδοπρόβατα από τα χέρια τους.
* * *
Αυτό το τραγούδι μνημονεύει το τέλος της μεγάλης ποιμενικής δόξας του Σπιτιού μου, που βόσκανε ως δυόμιση χιλιάδες γιδοπρόβατα.
Ήταν η ώρα 11½ κι η φωνή του γέροντα, σιγαλή και γλυκειά, σμίγονταν αδερφικά με τη λυγερή φωνή του ωριόηχου ταμπουρά, σαν δυο πολυαγαπημένα στόματα, που σμίγονται με πόνο στο χαρμόσυνο φιλί της αγάπης. Έξω άρχισαν να κοπάζουν και ν’ ανακωχεύουν τα στοιχεία και να συφιλιώνονται ο Ουρανός κι η Γη.
Τέλειωσε το τραγούδι κι απόθεκε τον ταμπουρά ο γέρος λέγοντάς μου:
— Πόση ώρα θέλομε ώς το ζύγιασμα της Νύχτας;
— Μισή ώρα!
Του απολογήθηκα.
- Ααα! Τότε ας καθήσωμε καραούλι! Σιωπηηή ως που να περάση αυτή η μισή ώρα. Σιωπηηηηηηηή!
Κ’ έβαλε ορθό το δάκτυλό του κάτω από την μύτη του, απάνω στην χωρίστρα των άσπρων μουστακιών του.
Ως που να περάση αυτή η μισή ώρα, μου φάνηκε πως πέρασε ένας χρόνος, και την στιγμή που πάτησε ο λεφτοδείχτης του ωρολογιού μου απάνω στον ωροδείχτη, κι έκαναν οι δύο δείχτες μαζί μια μοναχή γραμμή απάνω στον αριθμό ΧΙΙ, μου φάνηκε ότι είδα μπροστά μου τους δύο χρόνους σαν δυο εκατόχρονους γερόντους, με μακρυά άσπρα γένεια και μαλλιά, που κρατούσαν ο καθένας στο χέρι του από ένα χοντρό ραβδί και στήριζαν απάνω το σκρυμπό κορμί τους. Τη στιγμή , που ανταμώθηκαν οι δυο Γέροι μέσα σε ένα θεώρατο κι απέραντο παλάτι, άφηκε ο ένας τον θρόνο, που κάθονταν, και τον έπιασε ο άλλος. Κατέβαινε ο ένας τα σκαλοπάτια του θρόνου ζερβιά και τ’ ανέβαινε ο άλλος δεξιά. Σωστή ζωντανή εικόνα, ζωγραφισμένη με τα ζωηρότερα χρώματα του καλύτερου ζωγράφου του κόσμου.
- Καλή χρονιά, γέρο.
Του φώναξα και χωρίς να γνωρίζω γιατί, χτυπούσε «τικ – τακ» η καρδιά μου.
- Ζύγιασε η Νύχτα;
Με ρώτησε.
- Ζύγιασε . Του απήντησα. Αυτήν την στιγμή βρίσκεται απανωθιό στη ράχη...
- Ε! Καλή χρονιά το λοιπόν! Είπε και ο γέρος. Να χιλιάση το κοπάδι μας και να μυριάση! Σερκά παιδιά και θηλυκά αρνιά και κατσίκια! Χαβωμένος ο τρισκατάρατος λύκος. Μακρυά από μας κι από τα σύνορά μας παρμάρα, αβδέλλα, ψώρα, βλογιά, αυγολήτα και κάθε άλλο κακό. Χρόνια πολλά Αμήν.
Και παίρνοντας από πλάγι του ένα πουρναρήσιο κλαδί, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του και τ’ απόθεκε ψηλά στην φωτιά. έφεξε πλειότερο η ανθρωποκαλύβα, και βάλαμε κι εμείς οι άλλοι από ένα πουρναρήσιο κλαδί στην φωτιά, επαναλαμβάνοντας τες ίδιες ευκές του γεροπιστικού.
Σαν νάχε λησμονήσει να ειπή κάτι ακόμα ο γεροπιστικός, ξανάκανε τον σταυρί του και ξαναείπε!
- Να ζήσετε παιδιά μου! Ο Θεός να μας αξιώση να διώξουμε τον εχτρό, τον Αγαρηνό, από τον τόπο μας, που μας τρώει τα σπλάχνα.
Και λέγοντας αυτά, αναστέναξε βαθειά ο καημένος ο γέρος, σαν να μην το πίστευε ότι θάβλεπε με τα μάτια του εκείνη την ονειροφάνταχτη μέρα.
***
Σωπάσαμε όλοι για τέσσερα πέντε λεφτά, κι είμαστε σαν βουβοί. Μας είχε πιάσει μια μεγάλη μελαγχολία και θλίψη. Εκείνην την στιγμήν είχαμε γηράσει όλοι κατά έναν χρόνο κι είχαμε προχωρήσει ο καθένας κατά ένα σταθμό προς τον τάφο του!
Εκείνη η σιωπή με βοήθησε ν’ ακούσω μια δυνατή φωνή πώρχονταν πέρα από το χωριό, απάνω από τη ράχη των Αγναντιών...
Βγήκα από την ανθρωποκαλύβα κι αφηκράστηκα.
Είταν η μάννα μου, που βγήκε μεσάνυχτα στην ράχη και φώναζε να μάθη αν ήμουν καλά κι εγώ και τα πρόβατα, κι αφού της απάντησε ότι είμαστε όλοι καλά, ξαναμπήκα στην ανθρωποκαλύβα και ξαπλώθηκα παρεστιάς και αποκοιμήθηκα.
Πες όμως και δεν κοιμήθηκα καλά – καλά, όπως κοιμώμουν αλλά λαγοκοιμήθηκα μόνον κι όταν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα του, χαιρέτισα την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ανάμεσα στα συμπαθητικά βελάσματα των προβατιών, και στ’ αλυχτήματα των σκυλιών. Κι αφού ξαναείπαμε τες πρωτοχρονιάτικες ευκές, περάσαμε αμέσως τ’ αϊβασιλιάτικα κουλούρια στα κέρατα των κριαριών, ξαναβάλαμε πάλι κι από ένα πουρνάρι ακόμα στη φωτιά και ξαναείπαμε τα ίδια.
-« Καλή χρονιά μας.. Να χιλιάση και να μυριάση το κοπάδι μας. Σερκά παιδιά και θηλυκά αρνιά και κατσίκια! Χαβωμένος ο τρισκατάρατος λύκος. Μακρυά από μας κι από τα σύνορά μας παρμάρα, αβδέλλα, ψώρα, βλογιά, αυγολήτα και κάθε άλλο κακό. Χρόνια πολλά Αμήν!»
Σε λίγο άνοιξαν οι πορειές του χειμαδιού. Όλο το κοπάδι πήρε τα πλάγια του λιβαδιού κι έμειναν μοναχά οι γεννημένες οι προβατίνες για να τες βάλη το πιστικόπουλο στο χωράφι, που ήταν επίτηδες σπαρμένο κριθάρι γι’ αυτές.
Κι έτσι τελείωσε εκείνη την χρονιά η τελετή της πρωτοχρονιάς και ήταν η καλύτερη πρωτοχρονιά, πόχω περάσει στη ζωή μου.