-Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:«Γιώργαινα, ρίξε τ' άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ', μαζί μου ελάτε»και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.
Αν, όπως λέει το δημοτικό τραγούδι, «και τα φυσέκια ανάψανε και όλα φωτιά γενήκαν», εν τούτοις έλαμψε, ακτινοβόλησε ένα φως, μια λάμψη, που μας αφήνει έκθαμβους και σαστισμένους από το μεγαλείο της πρωταγωνίστριας και εκείνων των συγγενών της, γυναικών και παιδιών, που την ακολουθούσαν.
Σουλιώτισσες γενναίας, παιδιά ατρόμητα, δεν σκιάχτηκαν και στόλισαν την ιστορία με δάφνινα κλωνάρια, με αμάραντα και μυρωμένα άνθη.
Με καμάρι στάθηκαν αντίκρυ στου τυράννου την ατιμιά, το θάνατο, το φόνο, τη μαύρη συμφορά.
Το Σούλι, μπορεί να έπεσε. Όμως απροσκύνητη έμεινε και παραμένει η ψυχή του. Απροσκύνητο έμεινε και παραμένει το πνεύμα του.
Κυνηγημένες από τον Αλή πασά οι οικογένειες των Σουλιωτών, μεταξύ των οποίων του Γιώργου Μπότση και της συζύγου του Δέσπως Μπότση, κατέφυγαν, μετά την άλωση του Σουλίου το 1803, προς διάφορες κατευθύνσεις, μεταξύ αυτών και τα Ριζά.
Οι Τουρκαλβνανοί κατεδίωξαν τους Σουλιώτες, παραβιάζοντας τους όρους της συνθηκολόγησης, και η Δέσπω Μπότση, αρνούμενη να υποταχθεί, κλείστηκε στου «Δημουλά» τον Πύργο, μαζί με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της, όπου προτίμησαν, μετά από μάχη, να καούν ζωντανοί, βάζοντας φωτιά σε ένα βαρέλι με μπαρούτι, παρά να πέσουν στα χέρια του εχθρού, παρά να ατιμωθούν.
Ακολουθεί η κατάληψη του κάστρου από τους Σουλιώτες και μάχες για απελευθέρωση της Πάργας.
Τέλος με την αποτυχία των ελληνικών στρατευμάτων στη μάχη του Πέτα και της Πλάκας, το κάστρο εγκαταλείπεται οριστικά από τους Έλληνες.
Να σημειωθεί ότι το 1338 στην επανάσταση κατά της Βυζαντινής επικυριαρχίας, στο κάστρο είχε καταφύγει ο δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Β’ Ορσίνι. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός (πριν ακόμα γίνει αυτοκράτορας) μετά την κατάληψη των κάστρων της Άρτας και των Ρωγών, έπεισε τον Νικηφόρο να παραδώσει το κάστρο. Ο Νικηφόρος παντρεύτηκε την κόρη του Καντακουζηνού και μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί το διατήρησαν μέχρι το 1350 οπότε κατελήφθη από τους Σέρβους (του Στέφανου Δουσάν) και στη συνέχεια από τους Αλβανούς που το ονόμασαν Ρινιάσα. Ο Αλβανός ηγεμόνας Κάρολος Τόκο αργότερα, βελτίωσε την οχύρωση, βάζοντας κανόνια (Λουμπάρδες). Οι Τούρκοι το κατέλαβαν το 1451.
π. Ηλίας Μάκος