Tου Μητροπολίτη Κονίτσης Ανδρέα
Στο θρυλικό Έπος του 1940 - 1941, αθόρυβο αλλά σπουδαίο ρόλο έπαιξαν και οι Ελληνίδες Γυναίκες, είτε στις πόλεις ζούσαν, είτε στα χωριά και στην ύπαιθρο. Το πολεμικό σάλπισμα, εκείνο το πρωϊνό της 28ης Οκτωβρίου 1940, βρήκε όλο το Έθνος στο πόδι. Και βέβαια, δεν θα μπορούσαν να λείψουν και οι γυναίκες από αυτόν τον γενικό ξεσηκωμό. Γιατί από τα πανάρχαια χρόνια, όταν οι μανάδες ξεπροβόδιζαν τα παιδιά τους για τον πόλεμο, δίνοντάς τους την ασπίδα έλεγαν, γενναίες και αλύγιστες : "Η ταν η επί τας", δηλαδή η θα φέρης πίσω την ασπίδα νικητής η θα σε φέρουν επάνω της σκοτωμένο για την Πατρίδα.
Πρώτες στην προσφορά προς τον μαχόμενο Στρατό μας, οι ηρωΐδες γυναίκες της Πίνδου. Ζαλωμένες στην πλάτη κιβώτια με πυρομαχικά, τρόφιμα, πουλόβερ και "τσουράπια"- κάλτσες, όλα μάλλινα, πλεγμένα από τα χέρια τους, "τα κοφτά γκρεμνά ... ανέβαιναν", θα γράψη με θαυμασμό σ' ένα ποίημά του ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Και θα προσθέση, ότι ενώ "τις αεροτραμπάλιαζε ο άνεμος φορτωμένες κι' έλυνε τα τσεμπέρια τους κι' έπαιρνε τα μαλλιά τους" "αυτές αντροπατάγανε ψηλά πέτρα την πέτρα κι' ανηφορίζαν στη γραμμή, όσου που μέσ' στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη". Γυναίκες νέες, αλλά και ηλικιωμένες, μέχρι και 88 ετών (!), αψηφώντας τις θύελλες, το χιόνι, τον πάγο και το τρομερό κρύο, έφταναν ψηλά στις αετοφωλιές της Πίνδου, εκεί που ήταν αδύνατο να φθάσουν τα μεταγωγικά, δηλαδή τα μουλάρια, για να προσφέρουν στους φαντάρους μας αγάπη και ζεστασιά με την παρουσία τους, και με τα τόσο απαραίτητα πυρομαχικά, το καλοζυμωμένο ψωμί, τα μάλλινα, την μικρή, αλλά τεράστια προσφορά της καρδιάς τους.
Και να ήταν μόνο αυτές ! Ήταν κι' εκείνες , που μπήκαν στο νερό ορμητικών και άγριων ποταμών, και, πιασμένες σφιχτά από τους ώμους, σχημάτιζαν πρόχωμα, που ανέκοβε την ορμή των νερών, κι' ευκόλυνε τους γεφυροποιούς του Στρατού μας για να δημιουργούν γέφυρες, ώστε να μπορούν να περνάνε οι πολεμιστές και τα μεταγωγικά. Στον ποταμό Βογιούσα, στον Καλαμά, στον Δρίνο επαναλήφθηκε αυτό το εκπληκτικό γεγονός.
Αλλά και οι άλλες, στις πόλεις, που, νύχτα - μέρα, έπλεκαν γάντια, μπλούζες, φανέλλες, κασκόλ · που ετοίμαζαν δέματα, που έγραφαν γράμματα στους ήρωες, εκ μέρους των συγγενών τους, οι οποίοι ήταν αναλφάβητοι · που έτρεχαν στα νοσοκομεία για να επισκεφθούν τους τραυματίες μας· που επισκέπτονταν τα σπίτια των πολεμιστών, για να τονώσουν και να ενισχύσουν τις φτωχές οικογένειές τους, τις οποίες ο προστάτης τους, στο κάλεσμα της Πατρίδος, τις άφησε στα πεντανέμια ... Κι' αν πη κανείς για τις αδελφές νοσοκόμες, αυτές έγιναν κυριολεκτικά θυσία στην νοσηλεία των τραυματιών από τα εχθρικά πυρά, αλλά και από τα φοβερά κρυοπαγήματα.
Ακόμη, και όσες γυναίκες υπηρετούσαν το άσμα και το θέαμα, ετάχθηκαν εθελοντικά στην ψυχαγωγία του μαχόμενου Στρατού μας. Κορυφαία, "η τραγουδίστρια της νίκης", όπως δίκαια την αποκάλεσαν, η θρυλική Σοφία Βέμπο. Με τα περίφημα πολεμικά τραγούδια της εμψύχωνε τα "παιδιά, της Ελλάδος παιδιά", εξευτέλιζε τους Ιταλούς κοκορόφτερους και τον γελοίο "Ντούτσε", τον Μπενίτο Μουσολίνι, αλλά και εξέφραζε τον πόνο του Έθνους για τις παλινωδίες και την αχαριστία των Συμμάχων προς την Ελλάδα.
Τέλος, ανάμεσα στις πολλές επώνυμες και ανώνυμες Ελληνίδες ξεχωρίζουμε δυό μανάδες : α) Την μάνα που έγραφε στον στρατευμένο γιο της, ότι "πρώτα ανήκεις εις την Πατρίδα και ύστερα εις εμέ · και γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου". Και β) Την χήρα μάνα με τα τρία κορίτσια, που είχαν προστάτη τον γιο της τον Δημητρό, ο οποίος "έπεσεν υπέρ Πατρίδος · χαλάλι της Πατρίδος ο Δημητρός μου. Ζήτω η Πατρίς". Και οι δυό τους πρόσφεραν τα βλαστάρια τους στην Πατρίδα, χωρίς κρατούμενα και χωρίς μικροϋπολογισμούς, όπως, άλλωστε, έπραξαν και πάμπολλες άλλες Ελληνίδες Μητέρες, κατά το Έπος 1940-1941.
Υποκλινόμαστε με σεβασμό και θαυμασμό στην μνήμη όλων αυτών των ηρωΐδων γυναικών. Το Έθνος δεν θα πάψη ποτέ να τις ευγνωμονή.
Πρώτες στην προσφορά προς τον μαχόμενο Στρατό μας, οι ηρωΐδες γυναίκες της Πίνδου. Ζαλωμένες στην πλάτη κιβώτια με πυρομαχικά, τρόφιμα, πουλόβερ και "τσουράπια"- κάλτσες, όλα μάλλινα, πλεγμένα από τα χέρια τους, "τα κοφτά γκρεμνά ... ανέβαιναν", θα γράψη με θαυμασμό σ' ένα ποίημά του ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Και θα προσθέση, ότι ενώ "τις αεροτραμπάλιαζε ο άνεμος φορτωμένες κι' έλυνε τα τσεμπέρια τους κι' έπαιρνε τα μαλλιά τους" "αυτές αντροπατάγανε ψηλά πέτρα την πέτρα κι' ανηφορίζαν στη γραμμή, όσου που μέσ' στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη". Γυναίκες νέες, αλλά και ηλικιωμένες, μέχρι και 88 ετών (!), αψηφώντας τις θύελλες, το χιόνι, τον πάγο και το τρομερό κρύο, έφταναν ψηλά στις αετοφωλιές της Πίνδου, εκεί που ήταν αδύνατο να φθάσουν τα μεταγωγικά, δηλαδή τα μουλάρια, για να προσφέρουν στους φαντάρους μας αγάπη και ζεστασιά με την παρουσία τους, και με τα τόσο απαραίτητα πυρομαχικά, το καλοζυμωμένο ψωμί, τα μάλλινα, την μικρή, αλλά τεράστια προσφορά της καρδιάς τους.
Και να ήταν μόνο αυτές ! Ήταν κι' εκείνες , που μπήκαν στο νερό ορμητικών και άγριων ποταμών, και, πιασμένες σφιχτά από τους ώμους, σχημάτιζαν πρόχωμα, που ανέκοβε την ορμή των νερών, κι' ευκόλυνε τους γεφυροποιούς του Στρατού μας για να δημιουργούν γέφυρες, ώστε να μπορούν να περνάνε οι πολεμιστές και τα μεταγωγικά. Στον ποταμό Βογιούσα, στον Καλαμά, στον Δρίνο επαναλήφθηκε αυτό το εκπληκτικό γεγονός.
Αλλά και οι άλλες, στις πόλεις, που, νύχτα - μέρα, έπλεκαν γάντια, μπλούζες, φανέλλες, κασκόλ · που ετοίμαζαν δέματα, που έγραφαν γράμματα στους ήρωες, εκ μέρους των συγγενών τους, οι οποίοι ήταν αναλφάβητοι · που έτρεχαν στα νοσοκομεία για να επισκεφθούν τους τραυματίες μας· που επισκέπτονταν τα σπίτια των πολεμιστών, για να τονώσουν και να ενισχύσουν τις φτωχές οικογένειές τους, τις οποίες ο προστάτης τους, στο κάλεσμα της Πατρίδος, τις άφησε στα πεντανέμια ... Κι' αν πη κανείς για τις αδελφές νοσοκόμες, αυτές έγιναν κυριολεκτικά θυσία στην νοσηλεία των τραυματιών από τα εχθρικά πυρά, αλλά και από τα φοβερά κρυοπαγήματα.
Ακόμη, και όσες γυναίκες υπηρετούσαν το άσμα και το θέαμα, ετάχθηκαν εθελοντικά στην ψυχαγωγία του μαχόμενου Στρατού μας. Κορυφαία, "η τραγουδίστρια της νίκης", όπως δίκαια την αποκάλεσαν, η θρυλική Σοφία Βέμπο. Με τα περίφημα πολεμικά τραγούδια της εμψύχωνε τα "παιδιά, της Ελλάδος παιδιά", εξευτέλιζε τους Ιταλούς κοκορόφτερους και τον γελοίο "Ντούτσε", τον Μπενίτο Μουσολίνι, αλλά και εξέφραζε τον πόνο του Έθνους για τις παλινωδίες και την αχαριστία των Συμμάχων προς την Ελλάδα.
Τέλος, ανάμεσα στις πολλές επώνυμες και ανώνυμες Ελληνίδες ξεχωρίζουμε δυό μανάδες : α) Την μάνα που έγραφε στον στρατευμένο γιο της, ότι "πρώτα ανήκεις εις την Πατρίδα και ύστερα εις εμέ · και γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου". Και β) Την χήρα μάνα με τα τρία κορίτσια, που είχαν προστάτη τον γιο της τον Δημητρό, ο οποίος "έπεσεν υπέρ Πατρίδος · χαλάλι της Πατρίδος ο Δημητρός μου. Ζήτω η Πατρίς". Και οι δυό τους πρόσφεραν τα βλαστάρια τους στην Πατρίδα, χωρίς κρατούμενα και χωρίς μικροϋπολογισμούς, όπως, άλλωστε, έπραξαν και πάμπολλες άλλες Ελληνίδες Μητέρες, κατά το Έπος 1940-1941.
Υποκλινόμαστε με σεβασμό και θαυμασμό στην μνήμη όλων αυτών των ηρωΐδων γυναικών. Το Έθνος δεν θα πάψη ποτέ να τις ευγνωμονή.