Ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων έκανε τις αγορές του σε κοσμήματα και πολύτιμους λίθους, πολυτελή υφάσματα, περίτεχνους καθρέφτες, κρύσταλλα και πορσελάνες από τα καλύτερα μαγαζιά της Ευρώπης, που βρίσκονταν στη Ρώμη, στην Τεργέστη, στη Βενετία, στο Παρίσι, στο Λιβόρνο, αλλά κυρίως στη Βιέννη. Τον Απρίλιο του 1814 αγόρασε από τον κοσμηματοπώλη Νάιλιγκ της Βιέννης «μίαν πέτραν δακτυλίδι μπριλάντι καράτια
17» πληρωμένο κατά το ήμισυ από τον Αλή και κατά το άλλο ήμισυ από τον φόρο τομαριών. Τον Αύγουστο του 1817 αγοράζει ιατρικά και «μουσική». Τον επόμενο χρόνο αναθέτει στον γιατρό Λουκά Βάγια να φέρει από τη Βιέννη γκιούλεσι (ροδέλαιο), μολύβι, κεντητό χρυσό και άλλες πραμάτειες που εξοφλήθηκαν με τον γεωργικό φόρο της Ζίτσας. Για λογαριασμό του γιου του Μουχτάρ παραγγέλνει πάλι στη Βιέννη «μία δαμπακέρα με κολλημένον καπάκι μαλαματένιο, με σμάλτον και επάνω διαμάντια, να κοστάρει έως γρόσια δύο χιλιάδες» και για τον ίδιο «μίαν χασάν (κάλυμμα ράχης αλόγου) ωσάν του κατή (δικαστή), να είναι πλουσιωτέρα κατά πάντα και να έχει κλόσια». Το πλήθος αυτών λαφυραγωγήθηκε μετά τη δολοφονία του στη Νήσο της Παμβώτιδας το 1822, έχουν απομείνει όμως αρκετά προσωπικά του αντικείμενα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
17» πληρωμένο κατά το ήμισυ από τον Αλή και κατά το άλλο ήμισυ από τον φόρο τομαριών. Τον Αύγουστο του 1817 αγοράζει ιατρικά και «μουσική». Τον επόμενο χρόνο αναθέτει στον γιατρό Λουκά Βάγια να φέρει από τη Βιέννη γκιούλεσι (ροδέλαιο), μολύβι, κεντητό χρυσό και άλλες πραμάτειες που εξοφλήθηκαν με τον γεωργικό φόρο της Ζίτσας. Για λογαριασμό του γιου του Μουχτάρ παραγγέλνει πάλι στη Βιέννη «μία δαμπακέρα με κολλημένον καπάκι μαλαματένιο, με σμάλτον και επάνω διαμάντια, να κοστάρει έως γρόσια δύο χιλιάδες» και για τον ίδιο «μίαν χασάν (κάλυμμα ράχης αλόγου) ωσάν του κατή (δικαστή), να είναι πλουσιωτέρα κατά πάντα και να έχει κλόσια». Το πλήθος αυτών λαφυραγωγήθηκε μετά τη δολοφονία του στη Νήσο της Παμβώτιδας το 1822, έχουν απομείνει όμως αρκετά προσωπικά του αντικείμενα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.