Ένα συγκλονιστικό "γράμμα" του γιου στον πατέρα, που έφυγε!

Μας έκανε να δακρύσουμε, ακόμη και να κλάψουμε, με τα λόγια, που έγραψε για να αποχαιρετήσει τον πατέρα του Αλέξανδρο Αναστασίου ο γιος του Βαγγέλης Αναστασίου. Απηχώντας φυσικά και τα συναισθήματα των άλλων μελών της οικογένειας. Δείχνει ότι μένουν μέσα του αβούλιαχτα και ανέγγιχτα τα όνειρα του πατέρα του και πως πάντα στα μάτια του θα βλέπει τη λάμψη από τη  "φωτιά" της καρδιάς του. Αυτή η λάμψη θα διαλύει το σκοτάδι και θα είναι το φωτεινό χαμόγελο του μπαμπάκα του από τον ουρανό. Ρίχνει με τις λέξεις
στο κιβούρι του πατέρα του άνθη λεμονιάς, λολούδια, που μοσχοβολάνε, τον στεφανώνει με την άνοιξη της ψυχής του, για να μην τον κλώθει, αν και πεθαμένος, ο θάνατος. Ιδού μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα: " Ήσουν αυτός που μου έμαθε να ακούω, να διαβάζω και να γράφω, και όμως οι λέξεις, αυτή την ώρα, μου φαντάζουν ελάχιστες για να μπορέσω να περιγράψω το ποιος ήσουν. Οι σελίδες είναι λίγες για να χωρέσουν τις αναμνήσεις μου μαζί σου.
Πώς να ξεχάσω τις πρώτες βόλτες μας στο πάρκο, δίπλα από το σπίτι μας, στο κέντρο της Ηγουμενίτσας;
Πώς να ξεχάσω τις βόλτες μας στο σινεμά του Δάλλα;
Πώς να ξεχάσω τις πρωτομαγιές μας στην Γαλήνη;
Πώς να ξεχάσω τις φλόγες που έβγαζαν τα μάτια σου όταν κατάφερες να φτιάξεις το δικό σου σπίτι, αλλά και την εμμονή σου να μη μας λείψει τίποτα.
Πώς να ξεχάσω, την πρώτη ασπρόμαυρη τηλεόραση, το πρώτο μας Φιατάκι;
Πώς να ξεχάσω το παιδικό μου δωμάτιο και στο οποίο έχω κοιμηθεί μαζί με 18 ξαδέρφια μου;
Πώς να ξεχάσω την συμβουλή σου πως η οικογένεια είναι πάνω από όλα;
Πώς να ξεχάσω το πάθος σου και την αγάπη σου για τον τόπο μας;
Αυτό το πάθος, που το 1989, σε οδήγησε να χρεωθείς, ώστε να ανοίξεις το πρώτο ιδιωτικό ραδιόφωνο στη Θεσπρωτία.
Για να ακολουθήσουν και τα άλλα «παιδιά» σου. Οι εφημερίδες ΤΙΤΑΝΗ και ΤΟΛΜΗ, το tvA, το Geronymo, το Ράδιο Άλφα της Ηπείρου. Ακόμα και όταν έχασες την αγαπημένη σου αδερφή, την Ουρανία, στάθηκες δίπλα σε όλη την οικογένεια. Στον Μίμη, στον Μάρκο, στον Νίκο και στους γονείς σου. Δεν άφησες την μοίρα να σε λυγίσει. Έλεγες, πως όλα θα πάνε καλά και πως όλα θα περάσουν. Και όταν οι μοίρα φάνηκε άδικη απέναντί σου, στερώντας σου και την μικρότερη αδερφή σου, την Λίτσα, ακόμα απορώ που βρήκες τη δύναμη για να σταθείς βράχος.
Βράχος στην οικογένειά σου, βράχος στα πιστεύω και στις ιδέες σου.
Όση όμως χαρά σου στέρησε η μοίρα, άλλη τόση κατάφερες και κέρδιζες από τα εγγόνια σου.
Ο Αλέξανδρος, ο Άγγελος, η Ηρώ και η Ελένη, ήταν η ζωή σου, για όσους σε γνώριζαν πραγματικά.
Ήσουν εσύ που θα τους πήγαινες σχολείο και θα τους έπαιρνες από αυτό, στα φροντιστήρια τους, στις βόλτες τους, στα μπάνια τους.
Ήσουν εκεί, στην πρώτη καρέκλα, για να τους καμαρώσεις στις εκδηλώσεις τους.
Ήσουν εκεί για να τους κακομάθεις, όπως κάθε καλός παππούς.
Ξέρω και ξέρουν και τα εγγόνια σου, πως θα είσαι δίπλα τους και από εκεί που τώρα βρίσκεσαι.
Και αυτό γιατί φρόντισες, το πρώτο βράδυ που «έφυγες», να εμφανιστείς στον ύπνο του Άγγελού σου, να τον σκεπάσεις και να τον φιλήσεις, τόσο τον ίδιο όσο και τα 3 ξαδερφάκια του, καθησυχάζοντας τους. Δεν θα ξεχάσω προσωπικά, πως παρ’ όλες τις τρέλες μου, ήσουν εκεί να με μαλώσεις, να με συμβουλεύσεις, αλλά στο τέλος πάντα να με στηρίξεις.
Σαν καλός φίλος. Μένει μόνο να σου υποσχεθώ πατέρα, πως και εγώ «λεύτερος θα είμαι, ακόμα και αν με δέσουν με χίλιες αλυσίδες». Γιατί με έμαθες πως «τη λευτεριά ή τη σκλαβιά την κουβαλά ο καθένας μέσα του».
Ελεύθερος έζησες, ελεύθερα παιδιά έπλασες, ελεύθερος θα ζεις για πάντα σε περίοπτη θέση του νου μας.
Θα είμαστε πλέον εμείς εδώ, ο Θάνος, ο Βαγγέλης, η Εύη, ο Αλέξανδρος, ο Άγγελος, η Ηρώ και η Ελένη.
Θα προσπαθήσουμε εμείς, να καταφέρουμε να σηκώσουμε το βάρος της ευθύνης που μας άφησες.
Καλό ταξίδι Αλεξ(η)κέραυνε, καλό ταξίδι μπαμπά και σε ευχαριστώ για αυτό που ήσουν".