Κατά το Β’ εξάμηνο του 2015 εξιχνιάστηκε μεγάλος αριθμός υποθέσεων εξαπάτησης, ενώ συνελήφθησαν 15 άτομα (12 βουλγαρικής υπηκοότητας και 3 ελληνικής) και ταυτοποιήθηκαν 13 Βούλγαροι υπήκοοι κι ένας Κύπριος (βουλγαρικής υπηκοότητας), σε βάρος των οποίων σχηματίστηκαν αντίστοιχες δικογραφίες. Προκειμένου να ενημερωθούν οι πολίτες και κυρίως οι ηλικιωμένοι και να αποφεύγουν το ενδεχόμενο εξαπάτησής τους, επισημαίνεται ότι οι
επιτήδειοι χρησιμοποιούν συγκεκριμένη μεθοδολογία (modus operandi), η οποία αποτυπώνεται ως ακολούθως: Οι δράστες, έχοντας προφανώς αντλήσει πληροφορίες για την οικογενειακή κατάσταση των υποψήφιων θυμάτων, πραγματοποιούν αιφνιδιαστικές τηλεφωνικές κλήσεις σε αυτούς, προσποιούμενοι άλλοτε νοσοκομειακούς γιατρούς και άλλοτε δικηγόρους ή αστυνομικούς, υποστηρίζοντας ψευδώς ότι στενό συγγενικό τους πρόσωπο (συνήθως τέκνο τους) έχει προκαλέσει με υπαιτιότητά του τροχαίο ατύχημα, με συνέπεια τον θανάσιμο ή βαρύτατο τραυματισμό συνήθως ανήλικου παιδιού. Επιπλέον ισχυρίζονται ότι για να αποφευχθεί η φυλάκιση του συγγενικού τους προσώπου και να απεμπλακεί από τις επικείμενες ποινικές συνέπειες, απαιτείται η καταβολή σημαντικών χρηματικών ποσών, το ύψος των οποίων διαφοροποιείται σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη δεκτικότητα και την ευπιστία των θυμάτων. Για να γίνουν πιο πειστικοί, άλλοι συνεργάτες τους παρεμβάλλονται στην τηλεφωνική επικοινωνία και προσποιούνται το συγγενικό τους πρόσωπο, εκλιπαρώντας για βοήθεια και ασκώντας αφόρητη ψυχολογική πίεση στα θύματα. Στη συνέχεια και εφόσον τα θύματα έχουν πεισθεί, είτε εμφανίζονται στην οικία τους για την παραλαβή των χρημάτων, είτε δίνουν ραντεβού σε προκαθορισμένο από τους δράστες τόπο και χρόνο, πλησίον της οικίας. Επισημαίνεται ότι στα τροχαία ατυχήματα ακολουθούνται πάντα από τις αστυνομικές Αρχές οι νόμιμες και προβλεπόμενες ενέργειες, υπό την καθοδήγηση των κατά τόπους Εισαγγελικών Αρχών και σε καμία περίπτωση δεν υφίστανται παρέκκλιση από αυτές, με την καταβολή χρηματικών ποσών.
επιτήδειοι χρησιμοποιούν συγκεκριμένη μεθοδολογία (modus operandi), η οποία αποτυπώνεται ως ακολούθως: Οι δράστες, έχοντας προφανώς αντλήσει πληροφορίες για την οικογενειακή κατάσταση των υποψήφιων θυμάτων, πραγματοποιούν αιφνιδιαστικές τηλεφωνικές κλήσεις σε αυτούς, προσποιούμενοι άλλοτε νοσοκομειακούς γιατρούς και άλλοτε δικηγόρους ή αστυνομικούς, υποστηρίζοντας ψευδώς ότι στενό συγγενικό τους πρόσωπο (συνήθως τέκνο τους) έχει προκαλέσει με υπαιτιότητά του τροχαίο ατύχημα, με συνέπεια τον θανάσιμο ή βαρύτατο τραυματισμό συνήθως ανήλικου παιδιού. Επιπλέον ισχυρίζονται ότι για να αποφευχθεί η φυλάκιση του συγγενικού τους προσώπου και να απεμπλακεί από τις επικείμενες ποινικές συνέπειες, απαιτείται η καταβολή σημαντικών χρηματικών ποσών, το ύψος των οποίων διαφοροποιείται σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη δεκτικότητα και την ευπιστία των θυμάτων. Για να γίνουν πιο πειστικοί, άλλοι συνεργάτες τους παρεμβάλλονται στην τηλεφωνική επικοινωνία και προσποιούνται το συγγενικό τους πρόσωπο, εκλιπαρώντας για βοήθεια και ασκώντας αφόρητη ψυχολογική πίεση στα θύματα. Στη συνέχεια και εφόσον τα θύματα έχουν πεισθεί, είτε εμφανίζονται στην οικία τους για την παραλαβή των χρημάτων, είτε δίνουν ραντεβού σε προκαθορισμένο από τους δράστες τόπο και χρόνο, πλησίον της οικίας. Επισημαίνεται ότι στα τροχαία ατυχήματα ακολουθούνται πάντα από τις αστυνομικές Αρχές οι νόμιμες και προβλεπόμενες ενέργειες, υπό την καθοδήγηση των κατά τόπους Εισαγγελικών Αρχών και σε καμία περίπτωση δεν υφίστανται παρέκκλιση από αυτές, με την καταβολή χρηματικών ποσών.