Tου π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Το να οικοδομούν και να
ευπρεπίζουν οι πιστοί τον οίκον τού Θεού, τον Ναό δηλ. που τελείται η Θεία
λατρεία, αυτό αποτελεί ευλογία μεγάλη. Γι΄ αυτό άλλωστε στην οπισθάμβωνο ευχή,
μεταξύ των άλλων ο λειτουργός δέεται: “...
αγίασον τους αγαπώντας την ευπρέπειαν του οίκου σου..”. Αγίασε Κύριε
αυτούς που αγαπούν την ευπρεπή παράσταση και την τάξη τού Ναού
σου. Αντιθέτως, αποτελεί βεβήλωση και βλασφημία μεγάλη το να καταστρέφονται οι
σου. Αντιθέτως, αποτελεί βεβήλωση και βλασφημία μεγάλη το να καταστρέφονται οι
Εκκλησίες και να
μετατρέπονται σε τζαμιά και σε άλλους χώρους λατρείας που η χρήση τους έρχεται
σε αντίθεση με το Ιερόν και την λατρεία τού Τριαδικού Θεού.
Εκτός όμως τού
υλικού ναού, ο καθαυτό ναός που ιδιαιτέρως ζητεί και ευχαριστείται ο Κύριος και
Παντοκράτωρ είναι οι υπάρξεις των πιστών μελών τής Ορθοδόξου Εκκλησίας και
μάλιστα όταν ενωμένοι και αγαπημένοι κοινωνούμε του Δεσποτικού Σώματος και
Αίματος του Χριστού. Όλοι μαζί οι πιστοί, κατά τον λόγο των Πατέρων, αποτελούμε
τους “πνευματικούς λίθους” οι οποίοι συγκροτούμε το θείον οικοδόμημα που
ευαρεστείται να κατοικεί ο Θεός.
Φυσικά, μετά
από αυτά γίνεται κατανοητό ότι και ο καθένας μας χωριστά με την όλη ύπαρξή μας,
διά της πίστεως και των Ιερών Μυστηρίων έχουμε καταστεί ο έμψυχος ναός τής
απείρου, αγνής και επουρανίου Τριαδικής Θεότητος! Και μόνο αυτή την αλήθεια εάν
συνειδητοποιήσουμε, όντως συγκλονιζόμεθα. Ώστε, λοιπόν είμαστε ναός του Θεού!
Βεβαίως, μας
κηρύσσει ο Απόστολος Παύλος και μας τονίζει την αλήθεια αυτή με ένα καίριο
ερώτημα “ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστέ, και το Πνεύμα τού Θεού οικεί εν υμίν;”
Δεν γνωρίζεται ότι σεις οι Χριστιανοί, είσθε ναός Θεού και μέσα σας κατοικεί το
Πνεύμα το Άγιον; Αλλά δεν μένει μόνο σ' αυτό ο Θεόπνευστος Απόστολος. Συνεχίζει
με μια αλήθεια που κόβει την ανάσα στην συνειδητοποίησή της : “ει τις τον ναόν
τού Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός·
ο γαρ ναός τού Θεού άγιος εστίν, οίτινες εστέ υμείς”. Αλλά χρειάζεται να σταθούμε
δι΄ ολίγον στην αποστολική αυτή φράση για να δούμε με ποιόν τρόπο προξενείται η
φθορά τού ναού τού Θεού που ως αποτέλεσμα φέρει τελικώς τον κολασμόν εκείνου
που απρόσεκτα καταστρέφει τον ναόν.
Φυσικά στην
φθορά τού Ναού υπάγονται όλα τα “έργα σαρκός” και τα “πάθη ατιμίας” που
μολύνουν και διαστρέφουν και το σώμα και την ψυχή. Η ακολασία, όπως θα δούμε
και στην συνέχεια, ως μόνο και βέβαιο κατάντημα έχει την καταστροφή, αφού όντως
“η φύσις εκδικείται” και ο άνθρωπος κληρονομεί την κόλαση. Ναι, φοβερό και
τρομερό ο άνθρωπος και μάλιστα ο Πιστός να μολύνει το βάπτισμα και να
καταντήσει “σάρκα”. Όμως το όλον πνεύμα τού Θείου Παύλου στην περικοπή αυτή
αναφέρεται κυρίως στην φθορά τού ναού τού Θεού, την οποία επιφέρουν τα ποικίλα
σχίσματα και οι εγωιστικές διχοστασίες που ελάμβαναν χώρα στην Κόρινθο. Αλλά
αυτά τα οποία αναφέρονται για την τοπική εκείνη Εκκλησία έχουν διαχρονική αξία,
δοθέντος ότι οι “εκ δεξιών πειρασμοί” που καταλήγουν “ένεκεν διαμαρτυρίας” σε
παρατάξεις, φατρίες, σχίσματα, “αυτόνομες εκκλησίες”, “ανυπόστατες συνόδους”
και σε έωλες και μη νομιμοποιημένες “αποτειχίσεις” και τόσα άλλα ακόμα, που καταγράφει με τα
μελανώτερα των χρωμάτων η αντικειμενική Εκκλησιαστική Ιστορία, καιροφυλακτούν
να αναπτυχθούν σε κάθε εποχή, πόσο μάλλον στη δική μας.
Ομολογουμένως,
ζούμε σε μία αλλοπρόσαλλη εποχή που ο πιστός καλείται να βαδίσει αποφεύγοντας
τα άκρα. Δεν παρουσιάζεται μόνο εκεί που εισχωρεί η ακολασία και η αμαρτία, η
κατάπτωσις του πνευματικού ναού τού Θεού, και αυτό το διαπιστώνουμε τραγικά
στις ημέρες μας, αλλά η κατάρρευσις
ακολουθεί και εκεί που ο εγωισμός με όλα τα παρελκόμενα σχίζει τον άραφο
χιτώνα τού Χριστού.
Και στο σημείο
αυτό επιβάλλεται να τονισθεί ότι για το κατάντημα αυτό των απλοϊκών ψυχών (στην
καλυτέρα των περιπτώσεων) που αποκόπτονται από το λειτουργικό Σώμα της
Εκκλησίας και κατόπιν “περιάγουν γην και θάλασσαν και την ξηράν” για να βρουν
έναν καθηρημένον “επίσκοπον” ώστε να έχουν δήθεν “εκκλησιολογική κάλυψη”, προς
τούτο πρέπει να ομολογήσουμε ότι εν πολλοίς ευθύνη μεγάλη φέρουν τα τέκνα τού
οικουμενισμού με τις “απερίσκεπτες” ενέργειές τους. Έχουμε το λοιπόν να
παλέψουμε τόσο με τον κατακλυσμό της αμαρτίας, όσο και με την αδιακρισία και
την θεολογική πενία που φθείρουν τον ναόν τού Θεού.
Το δεύτερο
μάλιστα ζήτημα ουδόλως αποτελεί παρωνυχίδα, αφού ακριβώς τις ολέθριες συνέπειες
αυτού επιζητεί να προλάβει ο ιδρυτής τής Εκκλησίας τής Κορίνθου. Και ας
προσθέσουμε και τούτη την αλήθεια. Η ιδία η πραγματικότης μάς δείχνει ότι
ευκολότερα κανείς δια τής μετανοίας επανέρχεται στην ζωή τής Εκκλησίας εάν έχει
πέσει στον λάκκο τής ηθικής ρυπαρότητας, παρά εάν για διαφόρους λόγους έχει
περιπέσει στα ποικίλα σχίσματα που πληγώνουν και αιμορροούν το Σώμα τής
Εκκλησίας. Στην περίπτωση αυτή, προϊόντος του χρόνου ο άνθρωπος σκληρύνεται
ιδίως διά του εγωισμού με την υπάρχουσα και υποκαίουσα εκκλησιολογική πλάνη.
Τα υπάρχοντα
παραδείγματα και σ' αυτή την εποχή μας, επιβεβαιώνουν τούς αποστολικούς φόβους
και το εύθραυστον της Εκκλησιολογικής κοινωνίας.
Εκείνο όμως που θα μας βοηθήσει στο να μην ξεφεύγουμε στα
μονοπάτια τού κακού και στον “μέλανα πόντον” τού Εκκλησιαστικού κατακερματισμού
(όντως καταστάσεις φρικτές ου μην αλλά και φαιδρές), είναι το να μην λησμονούμε
ότι ως ναοί Θεού είμεθα κεχωρισμένοι και αφιερωμένοι στον Θεό. Πράγμα που
σημαίνει ότι πρέπει να αποφεύγουμε ό,τι είναι δυνατόν να μας αποξενώσει από τον
Αρχηγό τής σωτηρίας μας και να μεταβάλει το εν ημίν ιερό του κατοικητήριον είτε
σε σταύλο ηθικής ακαθαρσίας, είτε σε οπερετικά εκκλησιαστικά πραξικοπήματα που
όμως οδηγούν τις αστήρικτες ψυχές στην καταστροφή.
Το δε πλέον τραγικό είναι ότι δεν ακολουθεί απλώς κάποια
έστω και μεγάλη ζημιά, αλλά αποκλεισμός τής σωτηρίας. Ο δε Ιερός Χρυσόστομος
σχετικά με το “φθερεί αυτόν ο Θεός” τονίζει τα εξής: “Τουτέστιν απολεί. Τούτο
δε ουχί καταρωμένου, αλλά προφητεύοντος”.