Ανεξερεύνητες και αφύλακτες παραμένουν οι μεγάλης αξίας υποθαλάσσιες αρχαιότητες στα Σύβοτα Θεσπρωτίας! Εκεί το 435 π.Χ. είχε γίνει μεγάλη ναυμαχία, μεταξύ των Κερκυραίων και των Κορινθίων. Άρα ο βυθός της θάλασσας κρύβει μεγάλο αρχαιολογικό πλούτο. Οι Κορίνθιοι, αφού προπαρασκευάστηκαν εντατικά, απέπλευσαν κατά της
Κερκύρας με εκατόν πενήντα πλοία, από τα οποία δέκα ήσαν των Ηλείων, δώδεκα των Μεγαρέων, δέκα
Κερκύρας με εκατόν πενήντα πλοία, από τα οποία δέκα ήσαν των Ηλείων, δώδεκα των Μεγαρέων, δέκα
των Λευκαδίων, είκοσι επτά των Αμβρακιωτών,
ένα των Ανακτορίων και ενενήντα Κορινθιακά. Κάθε πολύ είχε δικό της
στρατηγό και οι Κορίνθιοι είχαν τέσσερις στρατηγούς με τον Ξενοκλείδη
του Ευθυκλέους να έχει το γενικό πρόσταγμα. Οι σύμμαχοι
συγκεντρώθηκαν στην Λευκάδα και αφού έπλευσαν στην απέναντι της Κερκύρας
ηπειρωτική ακτή αγκυροβόλησαν στο Χειμέριο της Θεσπρωτίδος κοντά στις
εκβολές του ποταμού Θύαμι. (Καλαμά) Εκεί έλαβαν ενισχύσεις από τους
Ηπειρώτες, διότι οι κάτοικοι του μέρους τούτου ήταν παραδοσιακοί τους
φίλοι. Οι Κερκυραίοι, μόλις κατάλαβαν την προσέγγιση του εχθρού,
καθέλκυσαν εκατόν δέκα πλοία, υπό τους στρατηγούς Μικιάδη και Ευρυβάτη,
εγκατεστάθηκαν με τον στόλον των σε μία από τις νήσους στα Σύβοτα. Μαζί
με τα Κερκυραϊκά, ήταν και τα δέκα Αθηναϊκά πλοία. Το Κερκυραϊκό πεζικό,
επικουρούμενο από χιλίους Ζακυνθίους οπλίτες, παρετάχθει στο ακρωτήριο
Λευκίμνη.
Οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί
τους πιστεύοντας ότι λόγω της αριθμητικής τους υπεροχής δεν θα
ναυμαχήσουν με τον εχθρό έλαβαν τροφή τριών ημερών και απέπλευσαν νύκτα
με σκοπό να αποβιβαστούν στην Κέρκυρα. Δοκίμασαν όμως δυσάρεστη έκπληξη
καθώς τα ξημερώματα, ενώ έπλεαν στο στόχο τους, είδαν αιφνιδίως το στόλο
τω Κερκυραίων, κατευθυνόμενο αποφασιστικά εναντίον τους. Στο δεξιό των
Κερκυραίων ετάχθησαν τα Αθηναϊκά πλοία, Τη λοιπή παράταξη σχημάτιζε ο
Κερκυραϊκός στόλος, διαιρεμένος σε τρεις μοίρες, εκάστης των οποίων
αρχηγός ήταν ένας από τους τρεις Κερκυραίους στρατηγούς.
Στην αντίπαλη πλευρά το δεξιό κέρας κατέλαβαν τα πλοία των Μεγαρέων
και των Αμβρακιωτών. Στη μέση ήταν οι Λευκάδιοι, οι Ανακτόριοι και οι
Ηλείοι αριστερό κέρας σχημάτιζαν οι Κορίνθιοι με τα ευκινητότερα πλοία
τους, αντιμετωπίζοντας τους Αθηναίους και το δεξιό κέρας των Κερκυραίων.
Τα ιστία μαζεύτηκαν και τα κρόταλα των κελευστών επιτάχυναν το ρυθμό
των ερετών. Καθώς η απόσταση μειώνονταν άρχισε εκατέρωθεν ο εξακοντισμός
βλημάτων. Οι Αθηναίοι και οι Κερκυραίοι επικαλούμενοι την Αθηνά ενώ οι
αντίπαλοί τους τον Ποσειδώνα Εννοσίγαιο, ύψωσαν το σήμα της εφόδου.
Όταν υψώθη από τα δυο μέρη το σήμα της μάχης, και άρχισε η ναυμαχία, ο
Θουκυδίδης παρατηρεί ότι η ναυμαχία διεξάγετω με την απαρχαιωμένη
τακτική (δηλαδή την εμβολή), που δεν ακολουθεί τις εξελίξεις της εποχής
του. Επισημαίνει όμως οι αντιμαχόμενοι έχουν τα καταστρώματα γεμάτα
πεζοναύτες πράγμα που επηρεάζει την τακτική τους. Κάθε φορά που
συμπλέκονταν δύο πλοία διεξείγετω πεισματώδης αγών καθώς για να
επιβληθούν οι πεζοναύτες κάθε μέλος του αντιπάλου πληρώματος έπρεπε να
φονευθεί, να αιχμαλωτιστεί ή να ριφθεί στη θάλασσα. Δεν έγινε καμία
απόπειρα διασπάσεως της εχθρικής παρατάξεως, αλλά το θάρρος και η
σωματική δύναμις αντικατέστησαν τη ναυτική δεξιότητα. Ως εκ τούτου,
παντού επεκράτει μεγάλος θόρυβος και σύγχυσις κατά την ναυμαχία.
Τα Αθηναϊκά πλοία, όπου έβλεπαν τους Κερκυραίους πιεζομένους,
απειλούσαν εμβολισμό και συνεκράτουν τον εχθρό εμποδίζοντας την
εκμετάλλευση της αριθμητικής υπεροχής. Δεν εμπλέκοντο όμως, διότι οι
στρατηγοί εφοβούντο να παραβούν τις διαταγές των Αθηναίων. Αυτό ακριβώς
εκμεταλλεύτηκαν οι Κερκυραίοι και τα είκοσι πλοία τους έτρεψαν σε φυγή
το δεξιό κέρας των Κορινθίων καταδιώκοντας τους μέχρι την ακτή. Αφού
τους διεσκόρπισαν, έπλευσαν κατ' ευθείαν προς το στρατόπεδόν τους και
αποβιβασθέντες το λεηλάτησαν, αφήνοντας έτσι αβοήθητο τον υπόλοιπο στόλο.
Στο αριστερό κέρας όμως, όπου οι Κερκυραίοι ήταν μόνοι, η υπεροχή των
Κορινθίων ήταν φανερή, διότι οι Κερκυραίοι, οι οποίοι και εξ αρχής
εμειονέκτουν κατά τον αριθμόν των πλοίων, εμειονέκτουν ακόμη
περισσότερον καθώς εξετέθει το πλευρό τους λόγω της απομακρύνσεως των
πλοίων, τα οποία απεσπάστηκαν δια την καταδίωξη του εχθρού. Οι Αθηναίοι
τότε, βλέποντες τους Κερκυραίους πιεζομένους, τους υποστήριζαν πλέον
ανεπιφύλακτα. Αν και απέφευγαν κατ' αρχάς την επίθεση δια του εμβόλου
τελικά αναγκάστηκαν να το κάνουν για να καλύψουν την φυγή των
Κερκυραίων.
Ήταν τόσα πολλά τα πλοία των δύο αντιμαχομένων
και τόσο μεγάλη η έκταση της συμπλοκής, έτσι ώστε ήταν δύσκολο μεταξύ
νικητών και ηττημένων να διακρίνει κανείς τον φίλο από τον εχθρό.
Ενώ οι αντιμέτωποι στόλοι ετοιμάζονταν για επανάληψη της μάχης, οι
Κορίνθιοι άρχισαν αιφνιδίως «ν' ανακρούουν πρύμναν», διότι διέκριναν
επερχόμενα είκοσι Αθηναϊκά πλοία, τα οποία οι Αθηναίοι είχαν στείλει
προς βοήθεια φοβούμενοι ότι τα δέκα πρώτα ήταν ανεπαρκή. Νομίζοντας
λοιπόν ότι πρόκειται για ισχυρή δύναμη, οι Κορίνθιοι αποχώρησαν και οι
στόλοι εχωρίσθησαν.
Την επομένη ημέρα όσα Αττικά και Κερκυραϊκά πλοία είχαν απομείνει
μάχιμα έπλευσαν προς τα Σύβοτα για να εξακριβώσουν εάν οι Κορίνθιοι, που
ήσαν ηγκυροβολημένοι εκεί, είχαν σκοπόν να ναυμαχήσουν. Οι Κορίνθιοι
που εφοβούντο τα ανέπαφα Αθηναϊκά πλοία δεν επετίθετο. Για να
διερευνήσουν αν ίσχυε η Τριακονταετής συνθήκη έστειλαν μία λέμβο με
κύρηκες για να μάθουν τις προθέσεις των Αθηναίων. Οι Κερκυραίοι έξαλλοι
για την σφαγή των ναυαγών κραύγαζαν ζητώντας τη θανάτωση των κυρήκων. Οι
Αθηναίοι είπαν ότι θα πολεμούσαν μόνο αν οι Κορίνθιοι
έπλεαν κατά της Κέρκυρας αλλά δεν θα εμπόδιζαν την επιστροφή τους στα
πάτρια.
Οι Πελοποννήσιοι αφού έστησαν τρόπαιο εις τον επί της Ηπείρου λιμένα
των Συβότων παρέλαβαν τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους και άρχισαν τον
πλου της επιστροφής. Οι δε Κερκυραίοι, αφού συνέλεξαν τα πτώματα των
πεσόντων, καθώς και τους ναυαγούς, που είχαν παρασυρθεί προς τις ακτές
τους, έστησαν αντίθετο τρόπαιον σε μίαν από τις νήσους Σύβοτα, θεωρώντας
εαυτούς νικητές.
Στην επιστροφή, οι Κορίνθιοι κατέλαβαν δι' απάτης το Ανακτόριο, που
είχαν ως κοινή αποικία με τους Κερκυραίους και εγκατέστησαν φιλικά
διακείμενους αποίκους.
Τους Κερκυραίους δούλους επώλησαν αλλά τους ελευθέρους τους φυλάκισαν
με καλές συνθήκες κράτησης, ελπίζοντας ότι αυτοί, μετά την επιστροφήν
τους στην Κέρκυρα, μπορούσαν να επιτύχουν την μεταστροφή της πολιτικής
της υπέρ των Κορινθιακών συμφερόντων καθώς πολλοί από αυτούς ήταν
ευπατρίδες. Δεν έπαυσαν να δε να θεωρούν τους Αθηναίους υπεύθυνους για
την διάρρηξη της συνθήκης και ανταγωνισμός μεταφέρθηκε στο Βόρειο
Αιγαίο, στην Ποτίδαια. Η σκιά του επερχόμενου ολέθρου είχε πια καλύψει
όλη την Ελλάδα.