Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Σε κάθε εποχή, αλλά κυρίως στη
δική μας που τόσα ρεύματα έχουν διαπεράσει τον κόσμο και συνεχίζουν να
κυκλώνουν την οικουμένη, τίθενται δύο ερωτήματα. α) Έχει λόγο η Εκκλησία; και β) ποιο πρέπει να
είναι το περιεχόμενο αυτού του λόγου - κηρύγματος που εάν έχει, οφείλει να
καλλιεργεί η Εκκλησία; Όντως ερωτήματα που κάνουν τους εντός της
Εκκλησίας να “βασανίζουν το θέμα” ώστε να απαντήσουν υπεύθυνα. Υπεύθυνα,
δοθέντος ότι τους τελευταίους καιρούς, παρά
το πλήθος των “κηρύκων”, φαίνεται να απουσιάζει το ριζοσπαστικό κήρυγμα της Αναστάσεως και να
επέρχεται ένας συμβιβασμός προς το πνεύμα τού κόσμου, συν το ότι ο θεσμός των ιεροκηρύκων δείχνει να συρρικνώνεται δραματικά.
το πλήθος των “κηρύκων”, φαίνεται να απουσιάζει το ριζοσπαστικό κήρυγμα της Αναστάσεως και να
επέρχεται ένας συμβιβασμός προς το πνεύμα τού κόσμου, συν το ότι ο θεσμός των ιεροκηρύκων δείχνει να συρρικνώνεται δραματικά.
Ας αφήσουμε
όμως τους εχθρούς τής Εκκλησίας που σκοπό έχουν να καταργήσουν το ζωντανό της
κήρυγμα - παρά τα γλυκόλογα και τους “αδελφικούς ασπασμούς”, και ας μη
λησμονούμε ότι σε κάθε εποχή και οπουδήποτε υφίσταται ο “φιλοπρωτεύων
Διοτρεφής” (Γ' Ιωαν. 9), και με δέος ας ακούσουμε μέσω τού Αποστολικού
αναγνώσματος τον Άγγελο Κυρίου. Το λειτουργικό πνεύμα όπου “διά της νυκτός ήνοιξε τας θύρας τής φυλακής, εξαγαγών τε
αυτούς (τους Αποστόλους) είπε·
πορεύεσθε, και σταθέντες λαλείτε εν τω ιερώ τω λαώ πάντα τα ρήματα της ζωής
ταύτης” (Πραξ. ε' 19-20).
Μάλιστα! Στα
δύο ερωτήματα, εάν δηλ. υφίσταται κήρυγμα της Εκκλησίας και ποιο το περιεχόμενό
του, μας απαντά ο Θεός διά του αγίου Αγγέλου. Επαναλαμβάνεται και εδώ με
διαφορετικά λόγια η εντολή τού Αναστάντος Κυρίου μας: “πορευθέντες, μαθητεύσατε (=εκχριστιανίσατε), πάντα τα
έθνη” (Ματθ. κη' 19).
Αυτή επίσης
την πραγματικότητα την βλέπουμε στους χρόνους όπου επικρατούσε ο Νόμος. Εκεί
που τα εκλεκτά πνεύματα των Δικαίων και των εκλεκτών εκήρυσσαν και έλεγχαν,
προφητεύοντας ταυτοχρόνως τον αναμενόμενο Μεσσία, και φυσικά την ευλογημένη
αυτή πραγματικότητα που βιώνει η Εκκλησία στο Νόμο τής Χάριτος. Εκεί που το
λειτουργικό Σώμα, μέσα στο Κυριακό Δείπνο δέχεται διά του θείου κηρύγματος το
μήνυμα της ελπίδος. Την βεβαιότητα της νίκης εναντίον τού θανάτου και τού
διαβόλου.
Ουδέποτε
υπήρξε εποχή κατά την οποία η Εκκλησία υποτίμησε το πραγματικό κήρυγμα. Η
εκκλησιαστική ιστορία αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα αυτής τής πραγματικότητος.
Εάν κάπου
υπήρξε υποτίμησις του λόγου τού Θεού, δηλ. του κηρύγματος, εκεί επήλθε
πνευματικός μαρασμός και η άγνοια της αληθείας οδήγησε σε επικίνδυνα μονοπάτια,
σε πλάνες, σε αιρέσεις και τέλος σε αυτήν την αποκοπή από την Ορθοδοξία. Δεν
είναι δε καθόλου τυχαίο πως όταν κατά καιρούς ξεσπούν περιπέτειες εναντίον τής
Εκκλησίας, από τα πρώτα που τίθενται εν περιορισμώ και κατόπιν σε διωγμό, είναι
αυτό το κήρυγμα. (Φυσικά όταν γίνεται λόγος περί κηρύγματος, εννοούμε το
γνήσιο, πατερικό, απολογητικό, ελεγκτικό, αφυπνιστικό κήρυγμα συμφώνως προς τις
προδιαγραφές των μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων οι οποίοι επί καθημερινής
βάσεως, ουχί άπαξ αλλά και δις την ημέραν αρκετές φορές, εδίδασκαν το
εμπιστευθέν εις αυτούς χριστεπώνυμον πλήρωμα των τοπικών τους Εκκλησιών).
Εκείνο επίσης
που είναι ανάγκη να σημειωθεί, είναι πως τις πονηρές ημέρες που ζούμε, όχι μόνο
το αυθεντικό εκκλησιαστικό κήρυγμα ολονέν και περισσότερον ολιγοστεύει, αλλά
ταυτοχρόνως αναπτύσσεται το νόθο και ξένο προς τις αρχές, τα δόγματα και τον
αγιαστικόν (ασκητικόν-ησυχαστικόν) τρόπον ζωής που αδιασπάστως οι άγιοι
παραδίδουν από την μία γενεάν εις την άλλην. Το αποτέλεσμα τώρα τούτης τής
καταστάσεως όλοι το βιώνουμε. Είναι το να ακούωνται από επίσημα χείλη απόψεις,
και δη εκκλησιολογικές, που σε παλαιότερες εποχές οι εκφράζοντες και
υποστηρίζοντες παρόμοιες θέσεις θα καλούνταν προς απολογίαν. Έτσι, συν τοις
άλλοις, διαμορφώνεται ένα “ξύλινο κήρυγμα” που μπορεί να ακούεται όχι μόνο σε
χώρους αιρετικών οίκων, αλλά ακόμα και σε αλλοθρήσκους και γιατί όχι και σε
συνάξεις ακόμα αθέων και απίστων, αφού και αυτοί ενδιαφέρονται δήθεν για την
“οικολογία” και τα “κοινά προβλήματα της ανθρωπότητας”.
Οπωσδήποτε όσοι ποιμένες έχουν συνείδηση της υψηλής τους
αποστολής, όσοι επιτέλους πιστεύουν στον Θεό, γνωρίζουν ότι δεν θα δώσουν λόγο
σε ανθρώπους και ανθρωπάκια ποικίλλων θρησκευτικών και πολιτικομματικών
αποχρώσεων, αλλά στον ίδιο τον Νικητή τού θανάτου.
Γνωρίζουν ότι το “λαλείτε” τού Αγγέλου προς τους
Αποστόλους δεν είναι κάτι που επαφίεται στην διάθεση του εργάτου τού αμπελώνος,
αλλά παράγγελμα επιτακτικόν προς τους ιδίους αλλά και προς όσους βρίσκονται
στην ιερά αποστολή τής Ορθοδοξίας. Παράγγελμα προς όσους λιτανεύουν τον σταυρόν
τής αληθείας και του αποκαλυπτικού Χριστοκεντρικού κηρύγματος.
Οι κήρυκες λοιπόν του θείου λόγου δεν έχουν παρά να
εμπνέονται από τα Βιβλικά κείμενα, να ενθουσιάζονται από τα πατερικά ομιλητικά
αριστουργήματα και “ευκαίρως ακαίρως” προς κάθε κατεύθυνση να σπείρουν δαψιλώς
τον λόγο τού Θεού, όντας βέβαιοι ότι τα εμπόδια που εφεξής θα αντιμετωπίσουν
δεν είναι παρά η επιβεβαίωσις του έργου τους. Έργου μεστού από την ευλογία τού
Αναστάντος Χριστού.
Ας μη λησμονούν δε ποτέ οι αυθεντικοί κήρυκες του
Ευαγγελίου ότι “δεν φοβάται ο λαγός τη βροντή τόσο, όσο φοβείται ο διάβολος τον
λόγο τού Θεού”.