Η κακολογία είναι φοβερό αμάρτημα...
Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Για άλλο ένα έτος η αγάπη τού
Θεού μάς ευλόγησε και φθάσαμε στη Μ. Τεσσαρακοστή. Η αγία μας
Ορθόδοξος Εκκλησία με τους κατανυκτικούς ύμνους της και τα ιερά αναγνώσματά της
μας καλεί σε εντονότερο πνευματικό αγώνα.
“Έφθασε καιρός η των πνευματικών αγώνων αρχή...”. Αλλά είναι
τόσα που χρειάζεται να
προσέξουμε ώστε να θέσουμε μια ευλογημένη αρχή, αφού “η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν”. Και ομολογουμένως ένα από τα πλέον βασικά θέματα που παρουσιάζει μεταξύ των άλλων, ενώπιόν μας ο Απόστολος Παύλος, δηλ. το Πνεύμα το Άγιον δια του θείου Αποστόλου είναι αυτό της “κακολογίας”. Το φοβερό αμάρτημα της κατακρίσεως.
προσέξουμε ώστε να θέσουμε μια ευλογημένη αρχή, αφού “η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν”. Και ομολογουμένως ένα από τα πλέον βασικά θέματα που παρουσιάζει μεταξύ των άλλων, ενώπιόν μας ο Απόστολος Παύλος, δηλ. το Πνεύμα το Άγιον δια του θείου Αποστόλου είναι αυτό της “κακολογίας”. Το φοβερό αμάρτημα της κατακρίσεως.
Για να δείξει
ο Απόστολος το μέγεθος της έξεως αυτής, θέτει προς όλους μας ένα συγκλονιστικό
ερώτημα: “Συ, τις ει ο κρίνων αλλότριον
οικέτην;” Κρίνεις και κατακρίνεις τον πλησίον σου. Αλλά με ποίο
δικαίωμα και ποία εξουσία κάνεις αυτό που κάνεις; Ποίος είσαι εσύ κύριε που
κρίνεις και κατακρίνεις ξένον δούλον, δηλ. δούλον Θεού;
Επειδή λοιπόν
το Αποστολικό ερώτημα είναι καταλυτικό και ισοπεδώνει οιοδήποτε προκάλυμμα
κατακρίσεως, καλόν είναι να εμβαθύνουμε λίγο στο θέμα αυτό, δοθέντος ότι το
απαιτεί και το πνεύμα τής Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Είναι ανάγκη
να υποστηρίξουμε ότι όπως όλες οι δυνάμεις τού ανθρώπου δια της παρακοής και
παραβάσεως αποσυντονίστηκαν, έτσι και το δώρο αυτό της ικανότητος του ανθρώπου,
το να εκφράζεται δηλ. διά του λόγου, ξέπεσε και αυτό από το επίπεδο στο οποίο
εξ΄αρχής υπήρχε. Αποτέλεσμα; Ο άνθρωπος να πέφτει σε σφάλματα και μάλιστα
αμαρτήματα μεγάλα όπως αυτό της κατακρίσεως. Και ναι μεν η κρίσις αποτελεί
ενέργεια της διανοίας, δώρο δηλ. του Θεού στον λογικό άνθρωπο. Άνευ της κρίσεως
ο άνθρωπος είναι αδύνατον να ζήσει, αφού θα αδυνατεί να διακρίνει το σωστό από
το λάθος και το αναγκαίο και ωφέλιμο από το επιζήμιο και το βλαβερό. Αυτό είναι
η κρίσις. Η τόσο αναγκαία για την πνευματική αλλά και την φυσική – βιολογική
ζωή τού ανθρώπου.
Κατάκρισις
τώρα είναι η κρίσις που εμφανίζεται με αρνητικές διαθέσεις και φέρει αρνητικά
τα αποτελέσματα. Είναι όπως διδάσκουν οι πατέρες τής Εκκλησίας μας η ενέργεια
που προέρχεται από κακία και με αυτή ο άνθρωπος εκδηλώνει συναισθήματα που
αποκαλύπτουν το κενό τής πνευματικής ζωής και ιδίως την έλλειψη της αγάπης.
Ο λόγος τού
Κυρίου: “μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε” (Ματθ. ζ'
1) αυτήν ακριβώς την κακή πνευματική, την διεστραμμένη κατάσταση
φανερώνει και κτυπά ώστε να την θεραπεύσει. Το ότι αυτή την κατάσταση την
αντιμετωπίζουμε επί καθημερινής βάσεως μέσα στην κοινωνία μας και το ότι δεν
ομιλούμε πλέον μόνο περί αμαρτήματος αλλά σε πλείστες όσες περιπτώσεις περί
πάθους, τούτο είναι αναμφισβήτητο. Πρόκειται μάλιστα περί πάθους το οποίο όσο
επαναλαμβάνεται τόσο και εκτρέφεται, με αποτέλεσμα ως άλλο θηρίο να καταπνίγει
αυτόν που το εκτρέφει μέσα στη στενόκαρδη καρδία του. Το δε ακραίο σημείο τής
ασθένειας αυτής φανερώνεται από το ότι ο άνθρωπος που το έχει χαίρεται στην
απαράδεκτη αυτή κατάσταση. “Ουδέν ούτως ηδύ τοις ανθρώποις ώς το κατακρίνειν τα
αλλότρια” θα τονίσει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Αλλά από καθαρώς πνευματικής
απόψεως, η αρνητική κρίσις, πλην των άλλων, αποτελεί υφαρπαγή! Μάλιστα,
υφαρπαγή και σφετερισμόν εξουσίας και δικαιωμάτων τού ίδιου τού Θεού.
Με δυο λόγια
αποτελεί ασέβεια και μάλιστα βαριάς μορφής απέναντι αυτού του Δικαίου Κριτού.
Τούτο
σημαίνει πως εκείνος που κατακρίνει, μεταξύ των άλλων, διαπράττει αμάρτημα
βαρύτερο από εκείνο που έπραξε ο αδελφός του (εάν όντως έπραξε).
Ξεκάθαρος και
στο σημείο αυτό ο λόγος τού Θεού δια του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου: “Εις εστίν ο νομοθέτης και κριτής, ο δυνάμενος σώσαι και
απολέσαι· συ δε τις ει ος κρίνεις τον έτερον;” (Ιακ. Δ' 12). Δηλαδή: Μόνο ένας είναι
εκείνος που έχει απόλυτο δικαίωμα να νομοθετεί και να κρίνει κάθε παραβάτη, ο
Θεός. Αυτός έχει και τη δύναμη να σώσει, αλλά και να εγκαταλείψει τον άνθρωπο
στην απώλεια. Ποίος είσαι λοιπόν εσύ μικρέ και τιποτένιε που κατακρίνεις τον
άλλον; Αλλά σε αυτήν ακριβώς την διάσταση του θέματος ο Απ. Παύλος θα
συμπληρώσει: “Διό αναπολόγητος ει, ώ άνθρωπε πας
ο κρίνων· εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον,
σεαυτόν κατακρίνεις· τα γαρ αυτά πράσσεις ο κρίνων” (Ρωμ. Β' 1).
Δηλαδή: Και συ όμως άνθρωπέ μου, που κατακρίνεις αυτή τη διαγωγή, δεν είσαι
λιγότερο ένοχος. Διότι, κρίνοντας τον άλλο, καταδικάζεις τον ίδιο τον εαυτό
σου, αφού και συ ο κριτής πράττεις τα ίδια.
Επομένως, όλοι ανεξαιρέτως
είμαστε υπεύθυνοι ενώπιον του Θεού και επιτέλους σε Αυτόν θα δώσουμε λόγο των
πράξεών μας.
Αλλά είναι και
κάτι ακόμα που θα πρέπει να προσεχθεί. Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε την
πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου που “από ενδιαφέρον” και “από αγάπη”
κατακρίνουμε; Ο άνθρωπος που δέχεται τα καταιγιστικά πυρά τής κατακρίσεως,
είναι δυνατόν τελικώς να μετανοήσει και φυσικά να βρει έλεος ενώπιον του Θεού.
Όχι απλώς να σωθεί, αλλά να γίνει και άγιος ακόμα, να δοξασθεί δηλ. από τον Θεό
και ίσως και τους ανθρώπους. Εκείνος όμως που επιμένει στην βαριά ενοχή τής
κατακρίσεως, τι άραγε αποτελέσματα θα έχει; Αναμφιβόλως αρνητικά αφού
επισημαίνονται και καταγράφονται στην Γραφή τα αποτελέσματα της
κατακρίσεως.
Δεν έχουμε λοιπόν
παρά να “κλίνουμε τα γόνατα, έτι και έτι” ενώπιον του Κυρίου και εν ταπεινώσει
μέσα στο κατανυκτικό πνεύμα των ημερών να δεηθούμε ώστε εμείς οι ίδιοι να μην
βλέπουμε “το κάρφος εν τω οφθαλμώ τού αδελφού”, αλλά “την δοκόν” που φέρουμε
στους οφθαλμούς μας. Ταυτοχρόνως δε να παρακαλούμε για την πνευματική προκοπή
πάντων των ανθρώπων αφού όλοι λίγο έως πολύ στα ίδια μήκη και πλάτη βαδίζουμε.
Ας μη λησμονούμε δε ποτέ τον Κυριακό λόγο: “Μη κρίνετε
κατ' όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε” (Ιωάν. ζ΄24).