Μια διδακτική ιστορία από το παρελθόν, είναι η περίπτωση του Χρυσόστομου Λαμπρίδη από το Πολύδροσο Θεσπρωτίας. Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του
1930, πήγε ξυπόλητος στην Αίγυπτο και πρόκοψε. Από αυτή την ιστορία
προκύπτει ότι οι Έλληνες, όσο δύσκολες και αν είναι οι περιστάσεις,
βρίσκουν τρόπους, με τη δύναμη
της ψυχής τους και επιβιώνουν. Ο Νίκος Υφαντής, στο βιβλίο του για τον Χρυσόστομο Λαμπρίδη, περιγράφει: "Το 1930 είχε αρχίσει η διάνοιξη του δρόμου
Ιωαννίνων - Ηγουμενίτσας. Η διάνοιξη γινόταν από εκατοντάδες εργάτες με τον
κασμά. Ο Χρυσόστομος παρουσιάστηκε στον επιστάτη του δρόμου και τον παρακάλεσε
να τον προσλάβει για εργασία. Ο επιστάτης τον προσέλαβε αμέσως, μαζί με τον
συγχωριανό και συμμαθητή του Ευάγγελο Βέλη. Τους έδωσαν δυο ξύλινα
"ρουγκούλια" (καρότσια) και μετέφεραν μπάζα. Τα καρότσια ήταν πολύ βαριά για τα δυο παιδιά. Ο Βέλης μάλιστα, παρασύρθηκε από
το βάρος του και έπεσε κάτω από μια γέφυρα. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα και γλίτωσε.
Στις αρχές του 1936 εργάστηκε σε μια Εταιρεία που "τσιλίκωνε"
μεταλλικούς κασμάδες για τη διάνοιξη του δρόμου. Στην Εταιρεία αυτή δούλεψε
τέσσερις μήνες. Τον Απρίλη του 1936 ήρθε η ποθητή μέρα. Ορίστηκε η ημερομηνία αναχώρησης για το
Κάιρο. Θα έφευγαν στις 22 του Μάη. Ο πατέρας προσπαθούσε να τον πείσει να
μείνει κοντά στη μάνα και στ' αδέρφια του. "Οι δουλειές στην Αίγυπτο είναι
σκληρές για την ηλικία σου", του έλεγε. Πού να ακούσει ο Χρυσόστομος. Είχε
αποφασίσει σε περίπτωση που θα αρνιόταν ο πατέρας του να τον πάρει μαζί του, να
ξεκινήσει με τα πόδια για το Κάιρο. Νόμιζε ότι το Κάιρο ήταν κάπου κοντά στην
Αθήνα. Τα μεροκάματα που έκανε (45 δραχμές τη μέρα), τα εισέπραττε ο πατέρας του, που
εργαζόταν και εκείνος στην ίδια Εταιρεία. Ο ταμίας δεν τον πλήρωσε για τον
Απρίλη. Ισχυρίστηκε ότι δεν δούλεψε ο γιος του αυτό τον μήνα. Όταν το πληροφορήθηκε ο Χρυσόστομος τα έβαλε με την κακοτυχία του. Δεν
απογοητεύτηκε όμως. Θυμάται πολύ καλά αυτή τη σημαδιακή για τη ζωή του ημέρα: "Σηκώνομαι
από το σπίτι και δεν θυμάμαι πόση ώρα έκανα και έφτασα στο Μέγα Πλάι, που
πλήρωνε ο ταμίας. Μάλλον πετούσα, δεν περπατούσα. Σαν βλαχάκι που ήμουν, μπαίνω
στο γραφείο του ταμία λαχανιασμένος και του λέω: "Κυρ - ταμία θέλω τα
μεροκάματά μου, που δούλεψα, γιατί στις 22 του Μάη αναχωρώ για το Κάιρο."
Ο ταμίας με κοίταξε ξαφνιασμένος με τον βλάχικο τουπέ μου. Με ρώτησε πόσα
μεροκάματα έκανα και γύρισε στο βοηθό του και του είπε: "Κάνε μια απόδειξη για το μικρό και πλήρωσέ του τα μεροκάματα που
έχει να λαβαίνει". Αφού τα εισέπραξα βγήκα και πήρα τον κατήφορο τρέχοντας χωρίς να πατάω
στη γη, λες και πετούσα στον αέρα. Όταν έφτασα στο σπίτι και τους είπα όσα
συνέβησαν, τότε πια πείστηκε ο πατέρας μου και αποφάσισε να με πάρει μαζί του.
Ησύχασα και εγώ και συνήλθα κάπως από την αγωνία μου." [...] Άρχισαν οι προετοιμασίες για το μεγάλο ταξίδι. Ο Χρυσόστομος χαρούμενος,
οι υπόλοιποι της οικογένειας, η μάνα του, οι αδερφές του, ο μικρότερος αδερφός
του, στενοχωριόνταν πολύ. Δεν ήταν που θα ταξίδευε ο άντρας, η κολώνα του
σπιτιού, ο κυρ - Λάμπρος, μαζί του θα ταξίδευε και ο μεγάλος αδερφός, ο
Χρυσόστομος, στον οποίο στηριζόταν η οικογένεια. Σκεπτόταν η μάνα: Τι θα 'κανε
με τα γιδοπρόβατα και με τα τρία παιδιά που έμεναν πίσω; Δεν μπορούσε όμως, να
κάμει διαφορετικά. Ο "Τσιώμος" της (το χαϊδευτικό του Χρυσόστομου),
είχε πάρει την απόφασή του και κανένας δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Πρώτη δουλειά του Χρυσόστομου να πάει στην Παραμυθιά να αγοράσει
παπούτσια. Πώς θα ταξίδευε με τα τσαρούχια; Μακριά η Παραμυθιά, εφτά ώρες
ποδαρόδρομο. Ξεκίνησε ένα πρωινό, χαράματα, με άλλους συγχωριανούς του και όταν
ο ήλιος ανέβηκε ψηλά μπήκαν στην πόλη. Πρώτη φροντίδα να επισκεφτεί
ένα τσαγκάρικο για να αγοράσει παπούτσια. Προσπάθησε μάλιστα να έχει και κάποια
ωφέλεια από τα παλιά του τσαρούχια. "Τι θα μου πληρώσεις για τα παλιά μου
τσαρούχια, να τ' αγοράσεις;" είπε στον τσαγκάρη. Ο τσαγκάρης τον κοίταξε
καλά και του είπε: "Πάρε ένα δίφραγκο και πέταξέ τα στο λάκκο, που
βρίσκεται λίγο πιο πέρα." Το εμπορικό δαιμόνιο του Χρυσόστομου δεν έπιασε.
Κατάπιε την ντροπή του και αγόρασε καινούρια παπούτσια για το ταξίδι. Γύρισε το
βραδιό περήφανος στο χωριό, δείχνοντας τα καινούρια παπούτσια με τις πρόκες από
κάτω για να αντέχουν περισσότερο. Και η μεγάλη περιπέτεια αρχίζει. Τα μεσάνυχτα της 21ης προς την 22α του
Μάη, γιορτή του Κων/νου και της Ελένης, ξεκινούν για το μακρινό ταξίδι. Το
χρονικό του μισεμού του Ηπειρώτη, είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Δεν πρόκειται
για περιηγητές που ταξιδεύουν να δουν, να μάθουν και να γράψουν για τους τόπους
που επισκέπτονται ή να ηρεμήσουν, να γαληνέψουν από την ανία της ζωής τους. Ο
Ηπειρώτης, δεν είναι ο χορτασμένος που επιθυμεί να γνωρίσει τον κόσμο, το
ταξίδι του δεν γίνεται για την απόλαυση της περιπέτειας, αλλά για την ανάγκη
της επιβίωσης. Έτρεχαν οι Ηπειρώτες να βρουν μάλαμα και ασήμι, "να παν
καλά, να 'ρθουν καλά, να 'ρθουν καζαντισμένοι". Αμούστακα και απροστάτευτα
παιδιά, μακριά από το χάδι της μάνας, σε ξένα χέρια, σε ξένη δούλεψη, ζούσαν
άθλια ζωή σε καταγώγια και αποθήκες, όρθια μέρα και νύχτα, να αντιμετωπίζουν
βλοσυρά αφεντικά και πολλές φορές να κλείνουν τα κουρασμένα βλέφαρά τους και να
κοιμούνται σε μια άκρη του μαγαζιού. [...] Σκιές μελαγχολικές, σιωπηρές και άφωνες περπατούν στο σκοτάδι. Ο
πατέρας, ο Χρήστος Μπούντας, ο μετέπειτα αγαθός ιερέας του χωριού, ο
Χρυσόστομος, ένας αγωγιάτης με το μουλάρι φορτωμένο τα λιγοστά πράγματά τους
ακολουθεί, φάντασμα του εαυτού της, η άρρωστη και ταλαιπωρημένη μάνα. Στο έβγα του χωριού, στο αμπελάκι, σταματούν. Ήρθε η πικρή ώρα του
αποχωρισμού. Στιγμές αλησμόνητες, τραγικές, ανεπανάληπτες. Η μάνα με δυσκολία συγκρατεί τα δάκρυά της. Φιλάει το παιδί της, το
σφιχταγκαλιάζει και του δίνει την ευχή της:"Ώρα καλή, παιδί μου και δεν θα με ξαναδείς". Τα λόγια της μάνας χαράκτηκαν βαθιά στη μνήμη του Χρυσόστομου. Θα τον
συντροφεύουν για όλη του τη ζωή. Μένει εκεί μαρμαρωμένη, αγναντεύοντας, ώσπου
"σκαπέτησαν" στη στροφή του δρόμου. [...] Πεζοπορώντας μέσα στη νύχτα 4 - 5 ώρες έφτασαν στο Χάνι του Τσίκα και
περίμεναν το λεωφορείο για τα Γιάννινα. Έφτασαν μετά από ώρες στα Γιάννινα και
κατέλυσαν στο Χάνι του Βρόσγου, κοντά στο Γυαλί - Καφενέ. Το
χωριατόπαιδο, ο Χρυσόστομος, πρώτη φορά έβλεπε τόσο μεγάλη πόλη. Χάζευε τους
μεγάλους δρόμους με τα μεγάλα κτίρια και έφτασε στο Γυαλί - Καφενέ. Στο Γυαλί - Καφενέ είδε έναν πλανόδιο φωτογράφο με τη φορητή του φωτογραφική
μηχανή πάνω σε τρίποδα και τον παρακάλεσε να του βγάλει μια φωτογραφία.[...].